Cormac McCarthy, Αιματοβαμμένος Μεσημβρινός ή το Δειλινό Κοκκίνισμα στη Δύση, μετάφραση: Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2024.
O Κόρμακ ΜακΚάρθι, στο βιβλίο του Αιματοβαμμένος μεσημβρινός ή το Δειλινό Κοκκίνισμα στη Δύση θέλει να μιλήσει για την τρομερά βίαιη πλευρά της ανθρωπότητας και το, όπως υποστηρίζει, εξαντλημένο της πνεύμα. Για να το επιτύχει χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη τα απομνημονεύματα του Σαμ Τσαμπερλέιν με τίτλο My Confessions: Recollections of a Rogue, που γράφτηκαν μεταξύ 1855 και 1861 και εκδόθηκαν το 1956. Εκεί ο Τσαμπερλέιν, εκτός των άλλων, αναφέρεται και στην ένταξη και στη συμμετοχή του στη συμμορία του Γκλάντον, η οποία έδρασε στο Μεξικό από το 1849 ως το 1850. Ο ΜακΚάρθι παίρνει αυτή την ιστορία και την ξαναγράφει, ανάγοντάς την σε σύμβολο και μύθο.
Πρωταγωνιστής του βιβλίου, τουλάχιστον αυτού που την πορεία ακολουθούμε, είναι το επονομαζόμενο Παιδί, ένας χαρακτήρας βασισμένος μέχρι ενός σημείου στον Σαμ Τσαμπερλέιν. Στην αρχή του βιβλίου μαθαίνουμε για τα παιδικά χρόνια του Παιδιού στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον βίαιο χαρακτήρα του (ήδη στην ηλικία των 15 ετών είναι κλέφτης, εμπρηστής, δολοφόνος), την εξαθλίωσή του, το πώς οδηγήθηκε μέχρι το τότε Μεξικό, και το πώς εντάχθηκε στην περιβόητη συμμορία του Γκλάντον. Η γραφή του ΜακΚάρθι, όπως και σε όλο το βιβλίο, είναι εξαιρετική, ωστόσο ό,τι περιγράφεται είναι ένας τρομερός εφιάλτης. Ήδη από τις πρώτες σελίδες, όπου ο συγγραφέας μιλά για την περίοδο του Παιδιού στις Ηνωμένες Πολιτείες, σκιαγραφείται μια κοινωνία όχι απλώς σε κατάπτωση αλλά σε προχωρημένη σήψη. Ωστόσο αυτή είναι μόνο η εισαγωγή. Όταν το Παιδί περνά τα σύνορα ουσιαστικά φτάνει σε μια επικράτεια όπου ό,τι συμβαίνει μπορεί να χαρακτηριστεί ως κόλαση επί της γης. Οι βιασμοί, ανεξαρτήτως φύλου ή ηλικίας, τα βασανιστήρια και οι φόνοι με τους πιο ευφάνταστους τρόπους, ο διασυρμός και η σκύλευση ποικιλοτρόπως των πτωμάτων και ασφαλώς το κόψιμο της τριχωτής της κεφαλής (το πάρσιμο των σκαλπ), είναι ό,τι ορίζει την εκεί πραγματικότητα.
Όταν όμως το Παιδί τελικά εντάσσεται στη συμμορία του Γκλάντον, παύει απλώς να κινείται ανάμεσά της, αλλά γίνεται και ο ίδιος φορέας αυτής της κόλασης και μάλιστα σε έναν βαθύτερο κύκλο της. Οι φρικαλεότητες στις οποίες επιδίδονται τα μέλη της συμμορίας, μεμονωμένα ή όλοι μαζί, είναι αμέτρητες. Στο διάβα τους σαρώνουν τα πάντα. Ενώ φαινομενικά αρχικός τους σκοπός είναι η επί πληρωμή προστασία των Μεξικάνων από τους Ινδιάνους μέσω της εξολόθρευσης αυτών (η προσκόμιση κάθε σκαλπ Ινδιάνου στις Αρχές, αντιστοιχεί σε κάποιο χρηματικό αντίτιμο), γρήγορα αρχίζουν να σκορπίζουν το θάνατο αδιακρίτως (άλλωστε ποιος μπορεί να ξεχωρίσει ένα σκαλπ αν είναι Ινδιάνου ή όχι) και ακόμα πιο έπειτα να σπέρνουν τον όλεθρο και τη φρίκη σε όποιον άτυχο βρεθεί στο διάβα τους, όχι για κάποιον συγκεκριμένο λόγο, αλλά μόνο και μόνο για τη “χαρά” του να σκορπίζει κανείς τον όλεθρο και τη φρίκη.
Αρχηγός αυτής της συμμορίας —ή καλύτερα μιας αγέλης κατά συρροή δολοφόνων— είναι ο Γκλάντον (όπως αναφέρθηκε ήταν ιστορικό πρόσωπο), ενώ συνοδοιπόρος αυτής της συμμορίας —και έτερος πόλος του βιβλίου, μετά το Παιδί— είναι ο Δικαστής Χόλντεν (επίσης βασισμένος σε ιστορικό πρόσωπο), ένας διεστραμμένος διανοούμενος ο οποίος, ασκώντας τεράστια επιρροή στον Γκλάντον, αν δεν μπορεί να εννοηθεί τελικά ως ο πραγματικός αρχηγός της συμμορίας, είναι τουλάχιστον συναρχηγός της. Παρά τον ανεξάρτητο χαρακτήρα του, ο τρομερά ευφυής Χόλντεν ποτέ δεν προσπαθεί να υπερκεράσει τον Γκλάντον, ίσως γιατί ξέρει ότι με αυτόν φανερό αρχηγό η συμμορία θα διαλυόταν, επειδή πολύ δύσκολα κάποιος θα τον ακολουθούσε. Κανείς δεν τρέφει σεβασμό για τον Χόλντεν, αλλά φόβο, καθώς όλοι καταλαβαίνουν ότι δεν νοιάζεται για κανέναν, παρά μόνο αν εξυπηρετεί τον δικό του σκοπό. Και σκοπός του δεν είναι άλλος παρά ο θάνατος και η καταστροφή. Στον κόσμο του Δικαστή δεν υπάρχουν σχέσεις ισότητας παρά μόνο σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής. Και ένας από τους τρόπους να υποτάξει τους άλλους είναι μέσω της αναζήτησης και την απόκτηση της γνώσης, την οποία όμως δε θέλει να μοιραστεί με κανέναν, παρά μόνο αν έχει περάσει από το δικό του φίλτρο και αφού τη διαστρεβλώσει χωρίς δισταγμό, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, χρησιμοποιώντας τη ως εργαλείο για την επίτευξη των δικών του επιδιώξεων. Και είναι ανάμεσα σε όλα τα μέλη της συμμορίας ο πιο επικίνδυνος, όχι μόνο διότι είναι ο πιο δυνατός και ο πιο βάναυσος από όλους, αλλά γιατί δεν είναι κάποιος που μόνο πράττει, αλλά, ως διανοούμενος, ντύνει τις φοβερές και σιχαμένες του πράξεις με λόγια και θεωρία. Έτσι, ως θεωρητικός της αμείλικτης βίας και του ολέθρου, στο πρόσωπό του το κακό αποκτά μια άλλη υπόσταση και βαρύτητα.
Ουσιαστικά είναι η ύπαρξη του Δικαστή Χόλντεν, που δίνει στο βιβλίο όλο του το βάθος, μιας και αν δεν υπήρχε αυτός, o Αιματοβαμμένος Μεσημβρινός θα ήταν ασφαλώς μια εξαιρετικά καλογραμμένη ιστορία της άγριας Δύσης, αλλά τίποτα παραπάνω. Και δεν είναι μόνο η διανοουμενίστικη πλευρά του Δικαστή Χόλντεν, ο λόγος που το βιβλίο αποκτά αυτή την άλλη διάσταση, αλλά και γιατί εκείνος έχει χαρακτηριστικά που υπερβαίνουν τα ανθρώπινα. Εμφανίζεται σε απρόσμενα μέρη πάντα άνετος και ήρεμος, ενώ όπως αναφέρεται τα περισσότερα μέλη της τον έχουν κάπου συναντήσει πολύ πριν ενταχθούν στη συμμορία —κάτι που για το Παιδί, ξέρουμε ότι όντως ισχύει. Τέλος, όπως θα μάθουμε στο τέλος του βιβλίου, μοιάζει να μη γερνά. Περισσότερο, λοιπόν, μοιάζει με ένα στοιχείο της φύσης. Μια προσωποποίηση του απόλυτου κακού, ένας δαίμονας ο οποίος δεν μπορεί να ανεχθεί οποιονδήποτε έχει έστω και ψήγματα ευσπλαχνίας μέσα του, ακόμα κι αν είναι για αυτόν τον ίδιο. Και αυτή την άποψη την ασπάζονται αν όχι όλοι, αρκετοί από τους συμμορίτες. Αλλά και ο Δικαστής, όπως κινείται και όπως μιλά, δεν προσπαθεί να τους αλλάξει την εντύπωση, αλλά εντείνει το μυστήριο γύρω από το τι είναι. Έτσι, παρόλο που στο μεγαλύτερο μέρος του δίνει την εντύπωση ενός απλού ως προς το νόημά του βιβλίου, εντέλει, και αυτή μοιάζει να είναι και η πρόθεση του συγγραφέα, αποκτά και έναν ερμητικό χαρακτήρα.
Ο κόσμος του Αιματοβαμμένου Μεσημβρινού, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι ένας κόσμος απύθμενης βαναυσότητας. Αυτός είναι και ένας λόγος για τον οποίο το βιβλίο ούτε ευχάριστα διαβάζεται —αλίμονο αν μπορεί κάποιος να βρει ευχαρίστηση από αυτό το γαϊτανάκι του τρόμου— ούτε εύκολα. Και μοιάζει αυτή να είναι και η πρόθεση του συγγραφέα. Να νιώσει ο αναγνώστης το βάρος της κάθε σελίδας και τη φρίκη που αυτή περικλείει. Άλλωστε καθετί ο ΜακΚάρθι, όπως εμμέσως το παραδέχεται στο βιβλίο, το ενορχηστρώνει κυνικά και το διευθύνει με σκληρότητα και υποκριτική έκπληξη. Είναι ένας χορός τεράτων. Ένας ύμνος μη πίστης στην ανθρωπότητα. Όσο για τη φύση, την οποία ο ΜακΚάρθι περιγράφει αναλυτικά —και σύμφωνα με τον Δικαστή Χόλντεν μέσω αυτής μιλά ο θεός, αν πάρουμε τοις μετρητοίς τα λεγόμενά του και δεν είναι μια ακόμα παραπλάνηση— μένει σιωπηλή και αδιάφορη ως προς τα τεκταινόμενα, παρέχοντας μόνο τον χώρο όπου απλώνεται όλος αυτός ο ζόφος.
Και αν ο αναγνώστης ανταπεξέλθει τη βιαιότητα της κάθε σχεδόν σελίδας και την απέχθεια που μπορεί να γεννηθεί μέσα του απέναντι σε όσα διαδραματίζονται, με την πολλές φορές εμετική βία που περιέχει, θα διαβάσει και για το τέλος της συμμορίας, αποτέλεσμα μιας άλλης σφαγής όπου αυτή τη φορά τα θύματα είναι τα μέλη της. Όχι βέβαια με την πρόθεση από το συγγραφέα να δοθεί κάποιου είδους κάθαρση, αλλά γιατί η συμμορία ήταν ένας από τους φορείς της κόλασης και όχι αυτοί που τη διηύθυναν. Η κόλαση δε θα χαθεί με την απώλειά τους, αλλά θα βρει νέους εκφραστές της.
Ωστόσο από τη σφαγή της συμμορίας κάποιοι διασώζονται και προσπαθούν να διαφύγουν από τους διώκτες τους μέσα από την έρημο. Ανάμεσά τους το Παιδί και, ασφαλώς, ο Δικαστής Χόλντεν. Μακριά από τη συμμορία, ωστόσο, και αφού πλέον δεν ανήκουν σε μια κοινή ομάδα, μπορούν να εκφράσουν πιο ελεύθερα τη γνώμη που έχει ο ένας για τον άλλον και η απέχθεια που νιώθουν βγαίνει στην επιφάνεια. Το Παιδί απεχθάνεται το Δικαστή λόγω της φύσης του, ενώ ο Δικαστής το Παιδί, γιατί, όπως αναφέρει, σε εκείνον έβλεπε τον μόνο απείθαρχο της συμμορίας, μιας και είχε έστω μια μικρή επιείκεια για τους «βαρβάρους». Έτσι, εκεί στην έρημο και ενώ προσπαθούν να διαφύγουν, ο Χόλντεν αρχίζει να κυνηγά το Παιδί. Όμως παρόλο που μοιάζει να τους δίνεται εκατέρωθεν η ευκαιρία, ούτε το Παιδί σκοτώνει τον Δικαστή —άραγε μπορείς να σκοτώσεις έναν δαίμονα μόνο με ένα πιστόλι;— ούτε ο Δικαστής το Παιδί.
Το Παιδί εντέλει καταφέρνει και ξεφεύγει και φτάνει σε μια πόλη και μπορεί πλέον να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Σημαδεμένο όμως από τα όσα έχει βιώσει, το καταλαβαίνει ή όχι, ουσιαστικά βολοδέρνει μέχρι ο δρόμος του να διασταυρωθεί ξανά με εκείνον του Δικαστή. Και αυτό, μετά την πάροδο πολλών ετών, όντως συμβαίνει. Το Παιδί, άντρας πια στα σαράντα τρία του (περίπου στην ηλικία που είχε και ο ΜακΚάρθι όταν ξεκίνησε να γράφει αυτό το βιβλίο) και στο τελείωμα μιας μέρας που στη χαραυγή της έχει βάψει τα χέρια του πάλι με αίμα —έχοντας σκοτώσει κάποιον δεκαπεντάχρονο, κατά έναν τρόπο μια απομίμηση του προηγούμενού του εαυτού— φτάνει σε μια κακόφημη πόλη, εκεί όπου θα συναντηθεί για τελευταία φορά με τον Δικαστή. Ο Δικαστής υπονοείται ότι εξολοθρεύει το Παιδί, και μετά, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα ή σαν να έχει συμβεί αυτό που τόσο καιρό περίμενε, πηγαίνει να χορέψει, ανάμεσα σε μέθυσους και πόρνες, παίζοντας στο τέλος αυτός το βιολί. Έτσι κλείνει το βιβλίο και είναι ένα τέλος ταιριαστό, μιας και ό,τι εξελισσόταν μπροστά στα μάτια μας ήταν ένας άριστα ενορχηστρωμένος χορός του θανάτου. Ένα απέραντο θέατρο (γι’ αυτό βγαίνουν οι προφητείες), όπου οι συμμετέχοντες, όπως πολλές φορές επαναλαμβάνεται στο βιβλίο, είναι απλώς πιόνια που υπηρετούν την ιστορία. Είναι μια τελετουργία, αν όχι μια ιεροτελεστία, που τελείται υπό τον Δικαστή Χόλντεν, για να αποδειχθεί στα μάτια όλων η δύναμή του, όπου ο Κόρμακ ΜακΚάρθι, σε απόλυτη σύμπνοια, χαράζει αυτή την πορεία, και όλοι οι υπόλοιποι, πλήθος πλάνητες, ακολουθούν τυφλά τα σημάδια που εκείνος τοποθετεί.
Όσο για τον αναγνώστη, αν δεν είναι και αυτός ανάμεσα στους πλάνητες, σίγουρα είναι μέρος της ιεροτελεστίας. Είναι εκείνος ο απαραίτητος ο οποίος λειτουργεί ως παρατηρητής, μιας και όπως τουλάχιστον θα υποστήριζε ο Δικαστής Χόλντεν, αν δεν υπάρχει παρατήρηση, πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι κάτι συνέβη. Και όπως προσθέτει: ο ρόλος του μπορεί να είναι και μόνο αυτός, αφού δεν χρειάζεται να καταλάβει και την ουσία της, αφού μπορεί να λειτουργήσει απλώς ως αποθετήριο, καθώς η αυθεντία των λέξεων που θα εισχωρήσουν μέσα του, υπερβαίνει τη δική του άγνοια για το νόημά τους.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Austin Granger . Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]