frear

Για το «Δεν θ’ αργήσω» της Βασιλικής Πέτσα – γράφει η Ελένη Πατσιατζή

Βασιλική Πέτσα, Δεν θ’ αργήσω, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2024.

«I’ve come to take you home»

Η Βασιλική Πέτσα μάς συστήθηκε συγγραφικά το 2011 με τη νουβέλα Θυμάμαι (εκδόσεις Πόλις). Έκτοτε έχει εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων, μία μελέτη και ένα μυθιστόρημα. Το νέο μυθιστόρημά της με τίτλο Δεν θ’ αργήσω (Πόλις, 2024) στηρίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός, στην «τραγωδία του Χίλσμπορο», στη μεγαλύτερη αθλητική τραγωδία στην ιστορία της Μ. Βρετανίας. Πρόκειται για ένα γεγονός που στοίχισε τη ζωή δεκάδων φιλάθλων και άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο διεξάγονται έκτοτε οι ποδοσφαιρικοί αγώνες στη Μ. Βρετανία.

Πιο συγκεκριμένα, στις 15 Απριλίου 1989, στο γήπεδο Χίλσμπορο του Σέφιλντ, κατά τη διάρκεια του ημιτελικού του Κυπέλλου ανάμεσα στη Λίβερπουλ και τη Νότιγχαμ Φόρεστ, 94 φίλαθλοι της Λίβερπουλ, πολλοί από αυτούς μαθητές, βρήκαν ασφυκτικό θάνατο εγκλωβισμένοι στα κάγκελα της δυτικής κερκίδας. Η τραγωδία συνέβη όταν λίγα λεπτά πριν από την έναρξη του ποδοσφαιρικού αγώνα, οι επικεφαλής της αστυνόμευσης του χώρου επέτρεψαν τη μαζική είσοδο χιλιάδων φιλάθλων στην κερκίδα των οπαδών της Λίβερπουλ. Ο συνωστισμός δημιούργησε τρομερή πίεση σε όσους βρίσκονταν μπροστά (είναι εμφανείς οι αναλογίες με την περίπτωση της «Θύρας 7» στο Καραϊσκάκη, λίγα χρόνια πριν, το 1981). Σταδιακά ο αριθμός των νεκρών αυξήθηκε στους 96, ενώ οι τραυματίες ήταν εκατοντάδες. Αρχικά οι νεκροί του Χίλσμπορο λοιδορήθηκαν από μέρος των ΜΜΕ ως «χούλιγκανς» (ήταν σχετικά πρόσφατα τα γεγονότα στο Χέιζελ), στην πορεία όμως αποκαλύφθηκαν οι ευθύνες όσων επέτρεψαν την είσοδο στη συγκεκριμένη κερκίδα. Η ομάδα της Λίβερπουλ και οι Liverpudlians δεν σταμάτησαν να ζητούν «Δικαιοσύνη για τους 96» φτάνοντας την υπόθεση ώς το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας. Ωστόσο, η αστυνομία ουδέποτε κατέθεσε τους φακέλους εκείνης της ημέρας σε μια προσπάθεια συγκάλυψης των εγκληματικών λαθών που έγιναν.

Η Βασιλική Πέτσα με μια σύντομη σημείωση στο τέλος του βιβλίου μάς ενημερώνει ότι έναυσμα για τη συγγραφή του μυθιστορήματος υπήρξε μια μαρτυρία στην εφημερίδα The Guardian. Μας παραθέτει επίσης κάποια από τα βιβλία που συμβουλεύτηκε κατά τη διάρκεια της έρευνάς της σε πρωτογενές υλικό, προκειμένου να αντλήσει έγκυρες πληροφορίες για την απόδοση των γεγονότων. Ευτυχώς, επιλέγει τη συντομία της λιτής σημείωσης και όχι αναλυτικές πληροφορίες, υποσημειώσεις και παραπομπές. Δεν αποσπάται έτσι η προσοχή του/της αναγνώστη/-τριας και αφήνεται απερίσπαστος/-η στην αισθητική απόλαυση της ανάγνωσης του μυθοπλαστικού κειμένου.

Πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι ένας από τους επιζώντες θεατές. Ο ήρωας, παιδί μεταλλωρύχου τα χρόνια της Θατσερικής διακυβέρνησης της Μ. Βρετανίας, βρισκόταν έφηβος στο Χίλσμπορο και εκεί βίωσε τα τραγικά γεγονότα και την απώλεια του καλύτερού του φίλου. Αν και ο ήρωας είναι ένας μυθοπλαστικός χαρακτήρας, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση των γεγονότων ενέχει στοιχεία μαρτυρίας και συμβάλλει δραστικά στην αφηγηματική πειθώ. Είναι αξιοσημείωτη η παρατήρηση ότι τα γεγονότα στο Χίλσμπορο τα παρακολουθούμε μέσα από μια μνημονική πράξη, τη «μαρτυρία» του πρωταγωνιστή, σε μια εποχή (δεκαετία του 1980) που η μαρτυρία ως πολιτική και πολιτισμική παρέμβαση βρίσκεται δυναμικά στο πεδίο της ιστορικής επιστήμης. Η συγκεκριμένη αφηγηματική στρατηγική αλλά και οι γλωσσικές επιλογές της Πέτσα (συχνή καταφυγή σε ευθύ λόγο στην αγγλική γλώσσα με φράσεις στακάτες και λαϊκό ύφος) συμβάλλει σημαντικά στην αφηγηματική πειθώ, καθώς αυξάνει τη δεκτικότητα και πειστικότητα του κειμένου. Πέραν των συγκεκριμένων γλωσσικών επιλογών, και η σκηνογραφία (λαϊκές περιοχές, pubs, γήπεδα) δημιουργεί ένα χωροχρονικό πλαίσιο όπου οι χαρακτήρες (πρόσωπα της εργατικής τάξης που αγωνιούν να ξεφύγουν από την οικονομική συμπίεση των χρόνων πρωθυπουργίας της Θάτσερ) συμβάλλει στην αληθοφάνεια, αλλά και μας θυμίζει την ατμόσφαιρα και τον κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό των ταινιών του Κεν Λόουτς.

Το μυθιστόρημα είναι διαρθρωμένο σε 6 ενότητες και έχει κυκλική δομή. Εκκινεί και ολοκληρώνεται με τη φράση «Δεν θ’ αργήσω». Παρακολουθούμε τον ήρωα να αφηγείται σταδιακά, μέσω του εσωτερικού μονολόγου του, την οικογενειακή, κοινωνική και επαγγελματική ζωή του. Φαινομενικά όλα είναι υπό έλεγχο. Έχει μια τακτοποιημένη ζωή, μια αφοσιωμένη σύζυγο και υποδειγματική μητέρα, δύο παιδιά, έναν σκύλο, ένα αυτοκίνητο στο γκαράζ του σπιτιού τους. Τα έχει καταφέρει πολύ καλύτερα από τον εργάτη πατέρα του, καθώς είναι ιδιοκτήτης ενός φωτογραφείου και η οικογενειακή του ζωή μοιάζει ανέφελη. Το alter ego του όμως είναι ο Τουίτι, ένα καναρίνι που βρίσκεται εγκλωβισμένο στο γκαράζ του σπιτιού σε μια μεταιχμιακή κατάσταση μεταξύ ελευθερίας και εγκλεισμού. Πρόκειται για ένα ευφυές εύρημα καθώς η κατάσταση του ήρωα προσομοιάζει διαρκώς με αυτήν του καναρινιού. Ένα πλάσμα φαινομενικά ασφαλές σε έναν τακτοποιημένο χώρο που, όμως, δεν του επιτρέπει μεγάλες πτήσεις και διαφυγές – πλην της τελικής σκηνής.

«Το καναρίνι άφησε ένα ξέπνοο κελάηδισμα στον αέρα, τρομαγμένο από την αναπάντεχη παρουσία μου και το αμυδρό φως που έμπαινε απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα του γκαράζ. Την έκλεισα λίγο περισσότερο και έμεινα για λίγο στο σκοτάδι. Στο βάθος, λαμπύριζαν οι ασημένιες λαμαρίνες του αυτοκινήτου. Άκουγα τον ήχο της βροχής να δυναμώνει και το καναρίνι ν ανεβοκατεβαίνει ανήσυχο στις πατήθρες» (σ. 36).

Η άφιξη στο Λίβερπουλ ενός φίλου από την εφηβεία, με αφορμή μία επέτειο από τα τραγικά γεγονότα στο Χίλσμπορο, ξυπνά εκ νέου τις ναρκωμένες τραυματικές μνήμες.

«Το καναρίνι φτερούγισε μανιασμένα για κανένα πεντάλεπτο. Ύστερα, σαν να ηρέμησε κάπως, προσγειώθηκε στην οροφή της ξύλινης ραφιέρας και κουνούσε μονάχα το κεφάλι δεξιά κι αριστερά. Η εξάντληση είναι το ισχυρότερο αντίδοτο για τον τρόμο. Λένε πως ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός, όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η κούραση είναι ο καλύτερος γιατρός, όχι ο χρόνος. Καθώς πλησιάζει το τέλος, η φύση προνοεί να φεύγουμε ήρεμοι, λες και η αγωνία, η θέληση για ζωή, η αντίσταση στον πόνο προϋποθέτουν υπέρμετρο κόπο» (σ. 43-44).

Η Μ. Θάτσερ επισκέπτεται τραυματία από το επεισόδια στο Χίλσμπορο / AP Images

Οι μνήμες του ήρωα δεν αφορούν μόνο τα τραγικά γεγονότα αλλά και τα συναισθήματα που του δημιούργησε η προσπάθεια μέρους του Τύπου της εποχής να αποδώσει τις ευθύνες στα ίδια τα θύματα, και η ψυχρή, γραφειοκρατική αντιμετώπιση από τους ιθύνοντες-υπεύθυνους της τραγωδίας. Η προσπάθεια να παρακωλυθεί η έρευνα, να αποσείσουν τις ποινικές ευθύνες τους όσοι επέτρεψαν τη μαζική είσοδο φιλάθλων, η προκλητική χειραγώγηση μέρους του Τύπου, μας δίνονται με τρόπο υπαινικτικό, λογοτεχνικό. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μας δίνεται λακωνικά και η παρουσία της πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ στον χώρο της τραγωδίας. Η θεαματοποίηση του τραγικού γεγονότος στον βωμό της εξυπηρέτησης των πολιτικών επιλογών αφηγηματοποιείται σε ελάχιστες σειρές, με ελάχιστες λέξεις. Η ισχυρή αποσιώπηση κραυγάζει, καθώς η Πολιτική είναι διαρκώς παρούσα αλλά και απούσα από την αφήγηση. Αυτό που ενδιαφέρει την Πέτσα δεν είναι να καταγγείλει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές ή τη χειραγώγηση των ΜΜΕ, αλλά να αναδείξει τον ψυχικό αντίκτυπο των όποιων πολιτικών επιλογών, να καταυγάσει τις ρημαγμένες ζωές όσων επέζησαν από τις πολιτικές αυτές.

 

«Ονειρευόμασταν κάποτε να γίνουμε κάτι· μετά απ’ το Χίλσμπορο θέλησα να είμαι ένας άλλος, έχοντας πάντα για έρμα μου, έτσι νόμιζα, τον προηγούμενο εαυτό μου. Όμως το πλοίο βούλιαζε σιγά σιγά, νερά πλημμύρισαν τ’ αμπάρια, έγειραν επικίνδυνα τα κατάρτια μου, και τότε μόνο ξεβούλωσα τ’ αυτιά στις σειρήνες που πίστευα ότι έφταιγαν. Κι έγινα ο Κανένας» (σ. 113).

Η καταβύθιση του ήρωα στην τραυματική εκείνη περίοδο ανασύρει το ενοχικό φορτίο της επιβίωσής του. Στις γνωστές ως «αντιδράσεις επιζώντων», δηλαδή υποκειμένων που επιβίωσαν από πολύνεκρα δυστυχήματα ή ολέθρους λόγω φυσικών ή άλλων καταστροφών, συγκαταλέγονται ποικίλες συναισθηματικές εκδηλώσεις που σχετίζονται με αυτομομφή και αισθήματα αναξιότητας και θυμού. Στα καθ’ ημάς, οι πρόσφατες τραγωδίες στο Μάτι και στα Τέμπη καθώς και οι συνεντεύξεις επιζώντων ρίχνουν φως στις σύνθετες ψυχολογικές φορτίσεις, στις δυσκολίες επανόδου των θυμάτων και των οικογενειών τους στην «κανονικότητα».

«Θέλω να θυμάμαι, και ξεχνάω· θέλω να ξεχνάω, και θυμάμαι· δεν θέλω ούτε να ξεχάσω ούτε να θυμάμαι· δεν θέλω τίποτα. Δεν μπορώ τίποτα. Δεν έχω πια δυνάμεις» (σ. 115).

Τις συναισθηματικές αυτές φορτίσεις τις παρακολουθούμε να ξεδιπλώνονται σταδιακά, πρώτα με αργό ρυθμό, έπειτα με όλο και πιο γρήγορο τέμπο μέχρι το καταληκτικό κρεσέντο. Το ψυχικό τραύμα του ήρωα, ανεπούλωτο και οδυνηρό, μια διαρκής χαίνουσα πληγή, καθορίζει διαρκώς τις αποφάσεις ζωής του, οικογενειακές, επαγγελματικές, προσωπικές.

Όσο πλησιάζουμε προς το τέλος, ο ήρωας απευθύνεται προς τον νεκρό φίλο του, τον αρχηγό της νεανικής παρέας, τον Κιθ. Οι μνήμες γίνονται όλο και πιο ζωντανές, ο λόγος γίνεται μικροπερίοδος, ασθμαίνων. Ανασύρονται εικόνες και μνήμες ολέθρου.

«Σε κοίταξα απελπισμένος, Κιθ, φοβόμουν όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου, και συγχρόνως ένιωθα ένοχος, δεν έμαθα ποτέ αν είχα τραυματίσει, αν είχα αποτελειώσει κάποιον» (σ. 129).

Η Βασιλική Πέτσα στο νέο της μυθιστόρημα κατορθώνει να δομήσει υποδειγματικά και να αφηγηθεί μια συνεκτική και πειστική ιστορία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Η Μ. Βρετανία, μετά τη Θατσερική περίοδο διακυβέρνησης, είναι μια χώρα που προσπάθησε να επανεφεύρει τον εαυτό της ως παραγωγική υπερδύναμη, να αντιμετωπίσει την υποβαθμισμένη οικονομική ανάπτυξη και να μειώσει την υψηλή ανισότητα. Προέκρινε, σχετικά πρόσφατα, την πολιτική «λύση» του Brexit, την «έξοδο», δηλαδή, από την Ε.Ε. Θα τα καταφέρει; Ο ήρωας στο νέο μυθιστόρημά της, πλάσμα παλλόμενο πάνω στο χαρτί, με έντονες συνειδησιακές διακυμάνσεις, επιδιώκει τη δική του, προσωπική, «λύση», την «έξοδο» από ό,τι τον καταπνίγει. Θα τα καταφέρει; Δεν το γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε μόνο την αποφασιστική δήλωσή του: «Δεν θ’ αργήσω».

 

⸙⸙⸙

[Το μότο είναι στίχος από το τραγούδι «Solsbury Hill» του Peter Gabriel. Πρόκειται για ένα από τα αγαπημένα τραγούδια των οπαδών της Liverpool. Πρώτη δημοσίευση της κριτικής στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Sabine Weiss. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη