Κάθε χρόνο μόλις έκλειναν τα σχολεία πηγαίναμε στο χωριό του παππού. Κάθε μέρα μπάνιο στη θάλασσα με τις ώρες. Το μεσημέρι η γιαγιά τηγάνιζε κεφτέδες και πατάτες και μύριζε όλο το σπίτι. Το απόγευμα, τρώγαμε κρυφά το γλυκό κεράσι και όλο η γιαγιά μάς μάλωνε που δεν είχε να τρατάρει τις φίλες της που έρχονταν για καφέ.
Τα βράδια κοιμόμασταν αποκαμωμένοι από τα παιχνίδια και την ανεμελιά. Στον ύπνο μου, στο δυάρι, στον ημιώροφο στα Κάτω Πατήσια σχεδίαζα σε ποια κρυψώνα θα πήγαινα να κρυφτώ, στο σπίτι του παππού. Όταν ξυπνούσα στις αρχές Σεπτέμβρη, πρωί, για να ετοιμαστώ για το σχολείο, ήξερα απέξω όλες τις ιστορίες για τα μπάνια και τα παιχνίδια και το φαγητό της γιαγιάς και τις προβάριζα στον δρόμο για το σχολείο μην τύχει και μπερδευτώ και με ανακαλύψει κάποιο παιδί (και είναι όλα τους χωρίς οίκτο τιμωροί της φαντασίας) και τότε πώς να πω για το μπαλκόνι με τα κάγκελα στον ημιώροφο; Και ο παππούς ένα όνομα σε μια πλάκα από μάρμαρο. Και η θάλασσα λίγο νερό στη χούφτα μου όταν πλένω το πρόσωπό μου. Μόνο από απέναντι έρχεται μια μυρωδιά από τηγανητούς κεφτέδες. Όλο το γλυκό κεράσι φαγωμένο. Ούτε μια κουταλιά γλυκιά σε αυτόν τον κόσμο.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Boshra Bel Ayeb. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]