Πατέρα,
Das Licht, έτσι λένε εδώ πέρα το φως, ζήτησα κι έμαθα πρώτη-πρώτη αυτή τη λέξη στα γερμανικά, δεν θα μπορείς να τη διαβάσεις, έχω όμως μια παράξενη πεποίθηση, ενδόμυχη ελπίδα θα έλεγα: πατέρα έχω την αίσθηση ότι η λέξη αυτή όταν γράφεται εκπέμπει αυτό που εννοεί, αυτό το πιστεύω για όλες τις λέξεις.
Το φως το εκφέρεις και ξεκινάει να αστράφτει, να γυαλίζει, σαν εκείνον τον γλόμπο που αναβόσβηνε μήνες στο μπάνιο και μετά από τις φωνές της μητέρας αναγκάστηκες με βαριά καρδιά να πάρεις τη σκάλα και να ανεβείς να τον αλλάξεις, να βγάλεις τον παλιό και να βάλεις έναν καινούργιο.
Φώτισε αλλιώτικα το μπάνιο, με την προηγούμενη λάμπα όλα φαίνονταν απροσδιόριστα, αχνά, σαν να είχε εξαπλωθεί μια ιδιότυπη ομίχλη σε εκείνο το μπάνιο με τα λουλακί πλακάκια και τον μπιντέ με το παράταιρο μπεζ χρώμα.
Με την αλλαγή της λάμπας όλα φαίνονταν στην παραμικρή τους λεπτομέρεια, μπορούσαμε να διακρίνουμε καθετί άσχημο και χαλαμένο.
«Και τώρα τί κατάλαβες, που βλέπεις τόση βρωμιά; Καλύτερα ήταν πριν που δεν βλέπαμε εδώ μέσα», είχες πει.
Μιλούσες στη μάνα και απευθυνόσουν και σε μένα, για σένα δεν ήμασταν παρά μία οντότητα με δύο κεφάλια, ένα παιδικό και ένα θλιμμένο. Η θλίψη δεν έχει ηλικία, εσύ μου το δίδαξες κι αυτό.
Δε σου αρέσει, πατέρα, η αντικατάσταση, θες να αφήνεις εκεί που είναι το παλιό, το φθαρμένο, το άχρηστο, να μην το ενοχλείς, να μην το ταρακουνάς.
Έπρεπε τα φρούτα να σαπίσουν προτού τα πετάξεις και πας στο μανάβικο, τα διατηρούσες εκεί, ζαρωμένα, σαπισμένα, να βγάζουν πράσινα ζουμιά και να λερώνουν το κρυστάλλινο μπολ, δώρο γάμου.
Περιμένεις να φαγωθεί και το τελευταίο καρύδι ή φιστίκι.
Γέμιζες με αυτά τα σταχτοδοχεία από τότε που έκοψες το κάπνισμα και έπρεπε να βάζεις κάτι στο στόμα σου. Αν δεν είχε μείνει ούτε τσόφλι, μόνο τότε αποφάσιζες να αγοράσεις άλλους ξηρούς καρπούς.
Αν ήταν στο χέρι σου, πατέρα, θα έμενες για χρόνια ασάλευτος στο σκαμπό στο αγαπημένο σου μπαρ με το ίδιο ποτήρι μπροστά σου, με τις ίδιες δαχτυλιές να θολώνουν το ποτό σου κι εσύ να μην αφήνεις να σ’ το πάρουν, να σου φέρουν καθαρό.
Μετά, ήρθα εγώ και κατέβηκες για πάντα από εκείνο το σκαμπό.
Ήμουν η ζωντανή απόδειξη ότι όταν προσπαθούμε να φύγουμε, πρέπει να το κάνουμε γρήγορα, στο λεπτό, αλλιώς αν καθυστερήσουμε έστω και λίγο, να, όσο διαρκεί η ερωτική πράξη, ένας οργασμός, μια γέννα, το σώμα μας αδρανεί και μετά ένας βραχνάς, ένα εμπόδιο θα μας κρατήσει πίσω.
Σου γράφω, πατέρα, για να σε ταλαιπωρήσω. Θα μπορούσα να σε πάρω τηλέφωνο, έχω μονάδες, αλλά θέλω να σ’ το κάνω δύσκολο.
Είμαι το δικό σου εμπόδιο, ξεχάστηκες όταν γεννήθηκα, μην το ξεχνάς, κι ακόμη και τώρα που είμαι μακριά, δε θα μπορούσα να είμαι η δική σου κόρη αν δε σε βασάνιζα.
Πριν σου γράψω πέρασα από την μεγάλη πλατεία, Alexanderplatz την λένε, και πήρα ένα carrywurst να φάω, μου το σύστησε η σπιτονοικοκυρά μου, είναι λέει το καλύτερο πικάντικο στο χέρι, ήθελα να καίει το στόμα μου για να βγουν οι λέξεις οι πιο βαριές, οι πιο ενοχλητικές.
Όταν θα λάβεις το γράμμα, δεν θα μπορείς ούτε το όνομά μου να διακρίνεις στον φάκελο, θα φωνάξεις την αδελφή σου από το διπλανό σπίτι να έρθει να σ’ το διαβάσει, εκείνη θα κλάψει από τη συγκίνηση και εσύ θα δυναμώσεις τον ήχο της τηλεόρασης να μην την ακούς, που θα μιλάει για μένα.
Ψαλίδι μέσα στο σκοτάδι διακόπτει τον ύπνο στο παιδικό δωμάτιο, δε με κοίταζες ποτέ μέσα στη μέρα, μόνο το βράδυ, όταν έκλεινα τα μάτια.
Ψαλίδι, ανοιγοκλείνει, η παγερή του άκρη, ακουμπάει πίσω από το αριστερό μου αυτί, αν κατά λάθος τότε αντί για τα μαλλιά μου έκοβες τα αυτιά, θα γινόμασταν το τέλειο ζευγάρι, ο ένας να μη βλέπει καθόλου , η άλλη να μην ακούει.
Δεν τολμάς να συνεχίσεις το κούρεμα, κάνω ότι αλλάζω πλευρό, ξέρω ότι είσαι εκεί, προσποιούμαι ότι δεν έχω πάρει είδηση, αυτό που κάνεις εσύ στον ξύπνιο σου, μια τούφα από τα μαλλιά μου μένει στο μαξιλάρι και όλο το βράδυ την στριφογυρίζω στο χέρι μου.
Στα δεκατέσσερα η πρώτη μου επανάσταση, τα μαλλιά μου πέφτουν στα μάτια κι εγώ αρνούμαι να τα κόψω.
Χάνεις την όρασή σου, αργά αλλά σταθερά, αφότου πέθανε η μητέρα. Η ασθένειά σου είναι μη αναστρέψιμη, έτσι λένε οι γιατροί. Λένε ότι μέχρι τα εβδομήντα πέντε σου δε θα βλέπεις καθόλου. Όταν βρέθηκε μια δουλειά εδώ, στη Γερμανία, εσύ μπορεί να το κατάλαβες, έφυγα για να ζήσεις εσύ χειρότερα.
Για μη γίνω το αποκούμπι σου, να μη σου διαβάζω την εφημερίδα, να μη σε κρατάω στο πεζοδρόμιο για να μη σκοντάψεις, να μη σε σκουπίζω στην τουαλέτα και να τραβάω μετά το καζανάκι, να μην είμαι στήριγμα και βοηθός, να μη γίνω αυτό που σου χρησιμεύει.
Διάλεξα την πόλη, που ήθελες από μικρός να δεις, να μπορώ να την βλέπω μόνο εγώ κι εσύ να μη τολμάς να με ρωτήσεις πώς είναι.
Στο Βερολίνο βρέχει συνέχεια, έχει όμως φως, ένα δικό του φως. Πατέρα έχεις παρατηρήσει ότι συχνά, επειδή δεν αναπνέουμε νομίζουμε ότι δεν βλέπουμε;
Ανακάλυψα πού είναι το πιο κακόφημο μπαρ της πόλης, ένα από τα πιο κακόφημα, εδώ οι άνθρωποι βουτάνε στις αμαρτίες τους, δεν τις βαφτίζουν κακές, ανόσιες, βδελυρές, τις λένε αμαρτίες και τις προσκαλούν στις γιορτές τους.
Έχει μια μυρωδιά εκείνο το υπόγειο μέρος, μια μυρωδιά από ξινολάχανο και λαχάνιασμα, ναι, το λαχάνιασμα μυρίζει, τρέχουμε, όχι για να φτάσουμε ή να προλάβουμε, αλλά για να ιδρώσουμε, για να μας καταλάβουν από τη μυρωδιά, για να γεμίσουμε τα ρουθούνια όσων μας αποφεύγουν με την αποφορά της μασχάλης μας.
Στο μπαρ βγάζω τα ρούχα μου στην είσοδο και μένω γυμνή, ακολουθώ τις οδηγίες των άλλων και ξαπλώνω ή στέκομαι όρθια στις στάσεις που μου ζητούν.
Με βάζουν να βλέπω αυτά που κάνουν και τότε σε μιμούμαι, ανοίγω διάπλατα τα μάτια μου, αλλά δε βλέπω τίποτα, παρά μόνον τον εαυτό μου.
Παρατηρώ την ελιά στην κοιλιά μου, πάνω από τον αφαλό, το σημάδι στην αριστερή γάμπα, το έχεις κι εσύ, μια αδιόρατη κοκκινίλα σε σχήμα μανιταριού, βλέπω ακόμη και την πλάτη μου.
Πατέρα σου γράφω, γιατί ξέρω ότι δεν θα μπορείς μόνος σου να διαβάσεις αυτό το γράμμα, ούτε καν με τα γυαλιά τα βοηθητικά που σου έχουν φτιάξει για να μην πέφτεις πάνω στα έπιπλα μέσα στο σπίτι ή έξω στην αυλή.
Θα αναγκαστείς να ζητήσεις βοήθεια, μπορεί να έρθει η αδελφή σου, ο γείτονας, που αντιπαθείς, γιατί μιλάει δυνατά και σιγοτραγουδάει όταν μαζεύει τα χορτάρια στον κήπο του, θα πρέπει να βρεις κάποιον να σ’ το διαβάσει, ίσως να σταματήσεις κάποιον περαστικό, το συνηθίζεις άλλωστε, τους αγνώστους τους εμπιστεύεσαι περισσότερο από τους δικούς σου.
Δεν έχει σημασία ποιος θα σου διαβάσει το γράμμα μου.
Σημασία έχει ότι θα ακούσεις αυτά που σου γράφω, μαζί με εσένα θα τα ακούει και ο άλλος που θα σ’ τα διαβάσει κι η ακοή του άλλου θα είναι η πιο αδιάψευστη μαρτυρία ότι σ’ τα έγραψα.
Θα ντραπείς, θα νιώσεις άσχημα για τον άλλον, για τον άσχετο, για αυτόν που δεν έχει ιδέα για εμάς και θα τα καταλάβει όλα. Πιο πολύ όμως θα σε αναστατώσει ότι δε θα μπορείς να αποφύγεις το γεγονός ότι υπάρχω και συνεχίζω να σε εμποδίζω.
Πατέρα, σκόπιμα το κάνω, το καταλαβαίνεις, αν τα κατάφερνες να διαβάσεις μόνος σου όσα σου γράφω μπορεί και να μην ένιωθες ντροπή για μένα, θυμό, αηδία, αγανάκτηση. Μπορεί να μην ένιωθες τίποτα. Κι αυτό δεν μπορώ άλλο να το αντέξω.
Η κόρη σου.
Μ.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Luis Stettner. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]