Όπως συνήθως συμβαίνει, κατέφτασε αργοπορημένα, έχοντας ήδη κάνει λαμπρό κύκλο στο εξωτερικό, το cancel culture και στην καθ’ ημάς Ανατολή. Είχε ξεκινήσει η προσπάθεια λίγα χρόνια νωρίτερα αναφορικά με τη Γενιά του ʼ30, αλλά ήταν ακόμα νωρίς, οι ιδρυτικοί μας μύθοι παρέμεναν ακλόνητοι κι επιπλέον κυκλοφορούσαν στην αγορά κάποιοι διαβασμένοι άνθρωποι χωρίς θεωρητικές παρωπίδες, που δεν φοβόντουσαν το ανύπαρκτο τότε διαδικτυακό λιντσάρισμα και αποστρέφονταν τις βολικές συναινέσεις. Τώρα όμως μας στενεύουν και πάλι τα ρούχα μας – αυτό είναι το πρόβλημα. Και ο δικαιωματισμός γίνεται το φύλλο συκής που μας βοηθά να μην αναμετρηθούμε μαζί του. Το πρόβλημα δηλαδή είναι, πάλι και πάντα, η ταυτότητά μας, τα υπόλοιπα όλα είναι υποσημειώσεις, επιφανειακές συνήθως υποσημειώσεις. Ας το έχουμε αυτό κατά νου. Συνεχίζω.
Φαίνεται πως μπαίνουμε σε μία νέα περίοδο, αν δούμε στη σειρά τα «κρούσματα» των τελευταίων ημερών: Καραγάτσης, Βακαλόπουλος, Χατζιδάκις –καθένα, προφανώς, διαφορετικής σημασίας και τεκμηρίωσης (άλλο τα λιανοντούφεκα και άλλο τα κανόνια). Η πρώτη παρατήρηση, ίσως ασήμαντη: η αποκαθήλωση αφορά και στις τρεις περιπτώσεις ανθρώπους που εκπροσωπούν «κοινές» (ελληνοκεντρικές, θα λέγαμε) ιδεολογικές πεποιθήσεις. Μη γελιόμαστε όμως, ούτε ο Ρίτσος ούτε ο Αναγνωστάκης ούτε ο Τσίρκας θα μείνουν εκτός διαδικασίας. Αν ψαχτούμε καλά, παντού υπάρχουν κρυμμένα φαντάσματα, μόνο άνθρωποι χωρίς σκιές δεν υπάρχουν. Το ερώτημα βέβαια που θα προκύψει μετά είναι πόσο μηδενισμό μπορούμε να αντέξουμε στη ζωή μας, όταν αυτοί οι μικροί φιλολογικοί εμφύλιοι αποκαθηλώσουν όλους τους ήρωες και τα πρότυπά μας, αφήνοντάς μας μόνους και ανυπεράσπιστους. (Ο Καραγάτσης ήρωας; Ας γελάσω, εξαιρετικός αφηγητής αλλά προτιμώ άλλους.)
Η κριτική προσέγγιση παλαιότερων κειμένων, συγγραφέων κ.λπ. δεν είναι σε καμία περίπτωση ταμπού –ειδικά σε μία χώρα γενικευμένης καχυποψίας, στην οποία η ίδια η έννοια του Κανόνα είναι μια αρκετά ρευστή υπόθεση. Κανένας άνθρωπος τοποθετημένος σε βάθρο δεν μένει στο απυρόβλητο, για να μην πω ότι η επανανάγνωση με νέα θεωρητικά εργαλεία μπορεί να αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον για το έργο των «κλασικών», να ωθεί νεότερους αναγνώστες να τους κατεβάσουν από τα σκονισμένα τους ράφια. Θεωρώ ότι όλες οι αναγνώσεις έχουν το ενδιαφέρον τους, σαφώς κρίνονται για τα τεκμήρια, τα εργαλεία και τα συμπεράσματα που προσκομίζουν, αλλά από το ευρύ κοινό κρίνονται και για το ‘ήθος’ του γράφοντος: προσωπικά θα προτιμούσα να ξεκινάει κάποιος με μια παραδοχή ή έστω με μια γενικού χαρακτήρα θετική αξιολόγηση και ύστερα να επιχειρεί την (όποια) αποδόμηση. Τονίζω για μία ακόμα φορά: οι νέες προσεγγίσεις είναι απαραίτητες για να προχωράμε, αλλά χρειάζεται να εκφέρονται με την ψυχραιμία που αρμόζει σε επιστημονικό κείμενο, έστω σε αξιοπρεπές άρθρο. Αλλιώς πρόκειται για επαρχιωτισμό με λεοντή πρωτευουσιάνικης πρωτοπορίας. Αλλιώς επιβεβαιώνεται ότι συν τοις άλλοις σοβεί μια διαγενεακή διαμάχη αμοιβαίας ασυνεννοησίας (περίπτωση Βακαλόπουλου/κλίματος δεκαετίας 80).
Για την ώρα φαίνεται πάντως πως εισερχόμαστε σε μία περίοδο που η φιλολογική κριτική θα επιχειρεί να κατακρημνίζει παγιωμένες αξίες επειδή κατανοεί ότι το κυνήγι μαγισσών ή η αποκάλυψη σκελετών στη ντουλάπα ανεβάζει τις επιστημονικές μετοχές της ή προσφέρει μια σοβαρή πρόσβαση στην αναγνωρισιμότητα. Αυτό προϋποθέτει, βέβαια, ότι ολόκληρη η αναγνωστική κοινότητα (αλλά και η ευρύτερη κοινωνία που δεν είναι διατεθειμένη εύκολα να μετακινηθεί από τις σχολικές της βεβαιότητες) θα μετατοπιστεί προς αυτή την κατεύθυνση. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως ήδη συμβαίνει στις ΗΠΑ με την επέλαση της cancel culture και της πολιτικής ορθότητας ενάντια στα ευκολόπαρτα κάστρα, θα συσπειρώνονται ολοένα και περισσότερο οι αυτόκλητοι «υπερασπιστές των αξιών» και θ’ ανεβαίνουν τα νούμερα της ακροδεξιάς. Το «MAGA» (Make America Great Again) δεν προέκυψε τυχαία.
(Τελευταίο ερώτημα: γιατί είναι τα κάστρα μας ευκολόπαρτα;)
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Artwork: ©The Lamp Bearer. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]