Να σηκωθεί. Να μην ξεχάσει. Το χάπι, το εισπνεόμενο, το τοστ από το ψυγείο, τα νερά για το σχολείο, τη δήλωση για την εκδρομή, τα δόντια, τα κλειδιά, το μπουτόν για το πάρκινγκ, το πορτοφόλι, το κινητό… Αααμάν! Το κινητό το πήρε; Το πήρε. Κλειδιά, πορτοφόλι, κινητό. Εντάξει. Να φιλήσει τα παιδιά. Κοιμούνται ακόμη. Προσεκτικά μην τα ξυπνήσει. Τι όμορφα που είναι. Τα μάγουλα τους ακουμπάνε στο μαλακό μαξιλάρι και η ανάσα τους ακούγεται αχνή μέσα στο μισοσκόταδο. Τι όνειρα να βλέπουν; Φαίνονται ήρεμα. Να τα σταυρώσει. Να κατέβει τις σκάλες. Δεν ξημέρωσε ακόμη. Ξημερώνει. Ν’ ανάψει τα φώτα. Να κάνει το σταυρό της πριν ξεκινήσει. Nα νιώσει πως έχει έναν σύμμαχο μες στο σκοτάδι. Να βγάλει φλας. Να αποφύγει τις λακκούβες. Γέμισε ο δρόμος μπαλώματα. Έβρεχε χτες, τα νερά τρέχουν ακόμη σα μικρά ποτάμια στη μέση του δρόμου. Στη στάση ένας άντρας και μια γυναίκα περιμένουν το λεωφορείο. Εκείνη φαίνεται αγχωμένη, κοιτάει το ρολόι της. Εκείνος σβήνει ένα τσιγάρο στο πεζοδρόμιο και ετοιμάζεται να ανάψει το επόμενο. Πόση ώρα άραγε να είναι εκεί; Να βγει στην εθνική. Να προσέξει πριν το κόμβο τις μεγάλες νταλίκες. Τα φώτα τους είναι πολλά και πολύχρωμα, της θαμπώνουν τα μάτια. Ευτυχώς δε βρέχει. Αν έβρεχε τα νερά τους θα της σκέπαζαν το παρμπρίζ. Ο δρόμος είναι ήσυχος. Να βάλει μουσική. «Μια θάλασσα πλατιά…» Να σιγοτραγουδήσει. Να κυλήσει αυτόματα τις ρόδες στον δρόμο. Να αφεθεί στις σκέψεις της. Δύο στίχοι, ένα τραγούδι, μερικές νότες. Να δει τον ουρανό. Τι όμορφος. Τι πολλά και παράξενα χρώματα. Να χαζέψει τα σμήνη των πουλιών. Πόσο τα ζηλεύει που μπορούν να πετούν. Πού να πηγαίνουν άραγε; Να θαυμάσει τις ανθισμένες κατακόκκινες παπαρούνες στην άκρη του δρόμου και να αγαλλιάσει. Δυστυχώς δεν θα είναι για πολύ. Τα λεπτά τους ροδοπέταλα σε λίγο θα σκορπίσουν στον άνεμο. Να περάσει κάτω από τη μεγάλη αερογέφυρα. Να χαμηλώσει ανεπαίσθητα το κεφάλι θαρρείς και χρειάζεται να σκύψει. Να μυρίσει το εργοστάσιο μπισκότων στον παράδρομο της εθνικής. Να φανταστεί πως έχει ένα ολόκληρο πακέτο. Πείνασε, δεν έχει φάει εδώ και ώρες. Να βγάλει λίγα κέρματα για τον ζητιάνο στο φανάρι. Να αναρωτηθεί φευγαλέα πως κατέληξε εκεί. Φαίνεται ρωμαλέος. Να έφτασε στοιβαγμένος μέσα σε κάποια βάρκα; Να ελαττώσει ταχύτητα πριν φτάσει στις ράγες. Οι μπάρες είναι κατεβασμένες. Να περιμένει το μεγάλο εμπορικό τρένο να περάσει. Να βάλει πιο δυνατά τη μουσική. Να μετρήσει τα βαγόνια ένα ένα. Να αναρωτηθεί τι έχουν μέσα. Να προσπαθήσει να διαβάσει τι γράφουν τα μικρά λευκά γράμματα της επιγραφής του. Να χαζέψει το μικρό σπιτάκι του σταθμάρχη. Να μετρήσει τις γλάστρες του, προστέθηκε άλλη μία. Είναι αυτή με την κόκκινη ανθισμένη μπιγκόνια. Να παρατηρήσει τους φρεσκοβαμμένους του τοίχους. Να θαυμάσει το μεράκι του. Να αναρωτηθεί αν το φροντίζει εκείνος ή έβαλε το χεράκι της καμιά γυναίκα. Να βάλει πρώτη για να ξεκινήσει. Οι μπάρες ανεβαίνουν. Να σταματήσει μπροστά από μια αγέλη σκύλων. Μαζεύτηκαν γύρω από τις ρόδες του αυτοκινήτου και γαβγίζουν δυνατά. Δεν την αφήνουν να περάσει. Φαίνεται σα να θέλουν να της επιτεθούν. Πιστεύει πως είναι ασφαλής, παρ’ όλα αυτά τα χέρια της αρχίζουν να τρέμουν. Ξαφνικά αισθάνεται μονάχη. Κάποιοι περαστικοί μισοσταματούν για να δουν τι συμβαίνει. Προσπερνούν. Καταφέρνει σιγά σιγά να προχωρήσει. Θαρρείς και γλύτωσε από τη λερναία ύδρα. Να πάρει μια βαθιά ανάσα. Να μπει στο υπόγειο πάρκινγκ. Δύο όροφοι κάτω από τη γη. Να περάσει φευγαλέα από το μυαλό της η σκέψη της αδύτου. Να παρατηρήσει τα δεκάδες παρκαρισμένα αυτοκίνητα και να παρηγορηθεί. Να πατήσει το κουμπί για τον δεύτερο. Να ακούσει το ασανσέρ να σκούζει θαρρείς και σέρνεται. Να βεβαιωθεί για άλλη μια φορά ότι το κουμπί έκτακτης ανάγκης εξακολουθεί να υπάρχει. Να βγάλει τα κλειδιά από την τσάντα. Τα κλειδιά; Πού είναι τα κλειδιά; Α, νάτα, εδώ είναι! Να διασχίσει τον μακρύ διάδρομο. Να πει αρκετές φορές Καλημέρα. Να ανοίξει την πόρτα και να μπει στο γραφείο…
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Rui Murka. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]