Είναι μέρες που δεν θυμάμαι τίποτα. Ένα κενό. Άλλες πάλι ξυπνώ με μια παράξενη αίσθηση σαν να ζω δυο φορές. Τόσες, μα τόσες πολλές λεπτομέρειες, θεέ μου! Αμοντάριστα πλάνα μιας άλλης ζωής που μοιάζει να είναι κι αυτή δική μου. Ανθρώπινες φιγούρες ίπτανται, ζώα πάνω σε ταράτσες, άγγελοι που παίζουν μουσική, εραστές σε μπλε, σε ροζ, σε γκρίζο φόντο. Χρώματα φθινοπωρινά, άλλοτε λαμπερά, ανοιξιάτικα, εικόνες σαν από παραμύθι για παιδιά. Βαρκάδες σε καταγάλανες θάλασσες πάνω σε παράξενα, υπερμεγέθη, παραδείσια πουλιά. Μα εγώ δεν είμαι ο Σαγκάλ! Ή μήπως είμαι; Χθες το βράδυ στον ύπνο μου κάποιος παλαβός αρτοποιός μού πετούσε φέτες ψωμί. Μπα, αδύνατον! Θα είχα μάλλον από κείνες τις συνηθισμένες, ασυνείδητες, βουλιμικές κρίσεις εν μέσω της νυκτός. Θρύμματα ψωμιού στο κρεβάτι μου; Έψαξα με αγωνία τα σεντόνια. Ούτε ψίχουλα, ούτε τίποτα.
Μα εγώ δεν είμαι ο Σαγκάλ. Ή μήπως; Ας γελάσω. Ένας γέροντας είμαι που τα ‘χει φάει τα ψωμιά του. Κάθε βράδυ κάνω γρήγορα ό,τι έχω τελοσπάντων να κάνω και νωρίς νωρίς για ύπνο. Δεν παραλείπω εντούτοις να πιω ένα φλυτζάνι ζεστό γάλα, να πάρω τα φάρμακά μου, να σταυρώσω το μαξιλάρι μου και έτοιμος! Είναι τόση η επιθυμία μου να βυθιστώ στον κόσμο των ονείρων μου, που καταλήγω στο τέλος να μετρώ προβατάκια για να κοιμηθώ. Όπως όταν ήμουν νήπιο και με φοβέριζε η αδελφή μου. Τότε σκεπαζόμουν μέχρι πάνω με τις κουβέρτες κι άρχιζα να μετρώ δυνατά και γρήγορα για να ξεχάσω τον μπαμπούλα: ένα, γύο, τία, ετά, είκοσι τία, τιάντα, πενήντα, εβδομήντα, εκατό. Κι ύστερα σαν μ’ έπαιρνε ο ύπνος, με κυνηγούσαν άγνωστοι κακοί κι εγώ έτρεχα να γλυτώσω φωνάζοντας μαμά.
Τώρα τέλειωσαν όλα αυτά. Πάνε κι οι εφιάλτες, κι όλα. Λες και μια καλή νεράιδα να με συντροφεύει τα βράδια και να μου αλαφρώνει τα όνειρά μου. Την επομένη σαν ξυπνώ, προσπαθώ να θυμηθώ αν μίλησα με κανένα πουλί, αν περπάτησα πάνω σε θάλασσες, αν φίλησα κάποιο κορίτσι, αν συνάντησα παλιούς μου φίλους, αν έζησα όπως θα ήθελα να είχα ζήσει. Ελεύθερος. Πολλές φορές τίποτα δεν βγάζει νόημα, όλα ασυνάρτητα, ακατανόητα. Και τότε προσπαθώ να ξεδιαλύνω το μυστήριο, να ενώσω τις εικόνες, φευγαλέες, βιαστικές, άπιαστες, πλάνα αμοντάριστα. Ένα διάφανο πέπλο ομίχλης που το φτάνεις, κι αυτό φεύγει, απλώνεις τα χέρια να το πιάσεις κι αυτό φεύγει φεύγει, χάνεται. Κι έχει τόσο ενδιαφέρον αυτή η προσμονή!
Είναι μέρες τώρα που τα πράγματα δεν είναι όπως πριν. Μέρες που δεν μπορώ να ησυχάσω. Ξυπνώ κάθιδρος, εγκλωβισμένος, δυστυχής. Μα εγώ δεν είμαι ο Σαγκάλ, φωνάζω υστερικά. Από το διπλανό διαμέρισμα μού χτυπούν τον τοίχο να κάνω ησυχία. Είμαι ένας τρομοκρατημένος γέρος. Δυο κέρατα φύτρωσαν στο κεφάλι μου. Μα, ναι, τα ακουμπώ και στον ξύπνιο μου. Στην πλάτη μου φύτρωσε ένα μεγάλο τυρί. Τα χέρια μου, δυο μικρά, αυτόνομα τερατάκια κινούνται με απίστευτη σβελτάδα στον ύπνο μου. Σκιτσάρουν αλλόκοτες φιγούρες, ματωμένους ήλιους, καμένη γη, κακές μάγισσες, φαφούτες και ξεμαλλιασμένες που σπέρνουν το σκοτάδι. Καλικάντζαροι γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, μπαίνουν μέσα, ανακατεύουν τα συρτάρια κι αρπάζουν ό,τι βρουν. Δρόμοι γεμάτοι ένστολες γάτες που καταδίδουν τον κόσμο και τον εγλωβίζουν σε τεράστια κλουβιά. Πόλεις καταποντίζονται, ποτάμια στερεύουν και τα πουλιά επιτίθενται στους ανθρώπους. Τεράστια φυτά καταπίνουν κάθε χαραμάδα φωτός. Κροκόδειλοι παρελαύνουν στις λεωφόρους.
Μήπως είμαι ο Γκόγια; Γέρος αβοήθητος είμαι δυστυχώς, που με καταράστηκε ένας δολερός σατανάς να τυραννιέμαι στα γεράματά μου για τα κρίματα όλου του κόσμου!
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η φωτογραφία είναι από το εργαστήρι του Francis Bacon. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]