Mόλις τέλειωσε η παιδική μας ηλικία, μας έκλεισαν σ’ένα σπίτι από μαύρο γυαλί. Εκεί μας είπαν ότι θα ήμασταν ασφαλείς για πάντα. Κλαίγαμε για μέρες αλλά κανείς δεν μας λυπήθηκε. Το σπίτι ήταν σφραγισμένο ερμητικά. Μόνο έτσι – όπως επανέλαβαν πολλές φορές – θα παραμέναμε ασφαλείς.
Απορροφηθήκαμε από τα βιβλία και τα παιχνίδια που είχαν απομείνει σκόρπια στο πάτωμα και δεν πήραμε είδηση ότι η οροφή μέρα με τη μέρα χαμήλωνε, ώσπου άρχισε να εμποδίζει τις κινήσεις μας. Δεν είχαμε άλλη επιλογή, συνεχίσαμε να ζούμε σκυφτές. Σερνόμασταν στους διαδρόμους για να περάσουμε κάτω από τα χαμηλωμένα ταβάνια κι όταν φτάναμε στο κεντρικό δωμάτιο έπρεπε να κουλουριαστούμε για να χωρέσουμε σε μια κόγχη.
Το σώμα μας γέμιζε μελανιές καθώς με την ελάχιστη μετακίνηση χτυπούσαμε πάνω στα έπιπλα. Ήμασταν σφηνωμένες ανάμεσα σε τοίχους που έγερναν, πόρτες που δεν μπορούσαν ν’ανοίξουν, παράθυρα που άδειαζαν προς τα μέσα δυσοίωνες σκιές. Τρίμματα γυαλιών έπεφταν στα μαλλιά και στα ρούχα μας, χωνόμασταν κάτω από τα τραπέζια για να προφυλαχτούμε από τις μετακινήσεις και τις αναπόφευκτες αλλαγές των επιπέδων. Ώσπου σχεδόν ακινητοποιηθήκαμε.
Είχαμε άφθονη τροφή, την αφήναμε σχεδόν ανέγγιχτη. Την επόμενη μέρα την αντικαθιστούσαν.
Δεν ήταν κατάμαυρο σκοτάδι εκεί μέσα. Από τα στρεβλωμένα παράθυρα χωρούσαν να περάσουν κλωστές φωτός που επηρέαζαν καθοριστικά τις εικόνες της καθημερινής μας ζωής. Η προοπτική του σπιτιού είχε παραμορφωθεί οριστικά. Δυσκολευόμασταν να προσανατολιστούμε. Έπρεπε κάπως να συνεχίσουμε – αν και τα μάτια μας έχαναν σιγά-σιγά την δυνατότητα να βλέπουν ανάμεσα ή πέρα από τα πράγματα. Συνειδητοποιούσαμε όλο και πιο καθαρά ότι δεν θ’αντέχαμε για πολύ. Μεγαλώναμε σαν καχεκτικά φυτά που έρπουν στο έδαφος για να επιβιώσουν.
Έπρεπε να βγούμε έξω, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό, ακόμα κι αν έπρεπε να καταστρέψουμε το σπίτι. Αρχίσαμε να κλωτσάμε την πόρτα της εισόδου, φωνάζαμε μπάς και μας ακούσει κανείς αλλά δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω. Ώσπου κουραστήκαμε. Η πόρτα γέμισε σημάδια αλλά δεν άνοιγε. Ήταν η πόρτα μιας φυλακής, μια πόρτα-δράκος.
Προσπαθούσαμε να δούμε τί υπήρχε πίσω από το μαύρο γυαλί αλλά ήταν αδύνατο, το γυαλί ήταν πυκνό σαν παγωμένη λάβα. Γλιστρούσαν οι παλάμες μας πάνω στη στιλπνή επιφάνεια. Μέσα στην σιωπή αυτός ο οξύς ήχος έμοιαζε σαν να είχε φωνή το ίδιο το γυαλί, μια φωνή που μας έδιωχνε. Και πού να πηγαίναμε; Απλώς οπισθοχωρούσαμε. Μεγαλώναμε χάνοντας συνεχώς δυνάμεις. Δεν υπήρχε καμία διέξοδος. «Πώς θα ζήσουμε;» αναρωτιόμασταν με λυγμούς κι ουρλιάζαμε στο σπίτι-τέρας να σταματήσει να μας τρώει. Το τέρας δεν απαντούσε ποτέ.
Κανείς δεν μας έπαιρνε είδηση, μόνο εμείς ξέραμε ότι υπάρχουμε και ότι είμαστε εγκλωβισμένες. Αυτοί που μας είχαν κλείσει εκεί μέσα μας τιμωρούσαν για κάτι; Μήπως φταίγαμε μόνο και μόνο επειδή τέλειωσε η παιδική μας ηλικία; Ήξεραν ότι το σπίτι μας καταβρόχθιζε; Δεν είχαμε απαντήσεις. Καθόμασταν αμίλητες στο μισοσκόταδο. Σιγά-σιγά ξεχνούσαμε την ίδια μας τη φωνή.
Γλυτώσαμε από το κολαστήριο εξαιτίας του μεγάλου σεισμού. Το σπίτι τραντάχτηκε συθέμελα αλλά δεν έπεσε. Κι αν δεν εμφανιζόταν εκείνη η βαθιά ρωγμή πάνω στο τοίχο ακόμα εκεί μέσα θα βρισκόμασταν. Σκάψαμε τη ρωγμή με ό,τι βρήκαμε – φτιάξαμε πρωτόγονα σφυριά και χτυπούσαμε με μανία, στα τυφλά. Δεν ήταν εύκολο αλλά ήδη βλέπαμε έξω κι αυτό μας είχε αλλάξει. Μας δυνάμωνε το ζεστό φως που τρύπωνε μέσα από το άνοιγμα, σαν να μας παρακινούσε να συνεχίσουμε. Ώσπου η ρωγμή μεγάλωσε. Δεν ήταν ακριβώς μια έξοδος – όμως αντέξαμε την ασφυκτική πίεση των τοιχωμάτων, χωθήκαμε ανάμεσά τους και παρ’όλες τις πληγές βγήκαμε έξω.
Από μακριά είδαμε να πλησιάζουν οι δεσμοφύλακές μας. Ερχόντουσαν ανυποψίαστοι να μας φέρουν φαγητό. Δυσκολευτήκαμε να τους αναγνωρίσουμε. Ήταν σκυφτοί, γερασμένοι. Μας φάνηκαν σχεδόν νάνοι, τόσο συρρικνωμένοι. Στάθηκαν λίγο πιο κει και μας κοίταζαν ανήμποροι, τα πιάτα στα χέρια τους γεμάτα με άχρηστη τροφή. Τους προσπεράσαμε αμίλητες. Δεν ξέραμε προς τα πού να πάμε, δεν είχαμε ιδέα πού βρισκόμασταν. Φύγαμε χωρίς να κοιτάξουμε πίσω ούτε μια φορά.