frear

Ο Σαμουράι έχει μια καρδιά – γράφει ο Άκης Παραφέλας

Χρήστος Κολτσίδας, Η καρδιά του Σαμουράι. Δεκάξι ασκήσεις ψυχραιμίας, εκδ. Θράκα, Λάρισα 2023.

Πόση απόσταση να χωρίζει άραγε το σημείο που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, ας πούμε, από το Τόκιο της Ιαπωνίας; Πληκτρολογώ την τοποθεσία μου και ο παντογνώστης χάρτης της Google απαντά με ακρίβεια: 12.294 χλμ. Μάλιστα, υπολογίζει, ακόμη, πως θα χρειαζόμουν περίπου 2.654 ώρες, στην περίπτωση που επιχειρούσα να καλύψω την απόσταση αυτή με τα πόδια. Όσο και να επιταχύνω το βήμα μου, αυτόν τον χρόνο σαφώς και δεν τον διαθέτω. Από την άλλη πλευρά, σκέφτομαι πως ίσως τα πράγματα να ήταν πιο εύκολα (θα φαίνονταν τουλάχιστον πιο κοντά), εάν απλά κρατούσα στα χέρια μου μια φωτογραφία. Μια φωτογραφία από μια γιαπωνέζικη πλαγιά, κατάφυτη με ανθισμένες κερασιές, που θα καταργούσε για λίγο –έστω νοητά– αυτό το χαώδες σύνορο ανάμεσα στο εγγύς εδώ και στο μακρινό εκεί, επιτρέποντας μου να διασχίσω τους τόπους που επιθυμώ χωρίς το άγχος των ταξιδιωτικών εγγράφων, με τα πιο προκλητικά μου άλματα.

Με ένα τέτοιο άλμα, ανακαλώ τώρα τρία από τα προηγούμενα προσωπικά βιβλία του Χρήστου Κολτσίδα: Τα Ορεινά, τη Βροχή Περασμένη και τους Νεροφόρους. Σε όλα, όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί, κυριαρχούν εικόνες της υπαίθρου. Ορεινοί όγκοι, εκτάσεις καλυμμένες από ομίχλη ή διαβρωμένες από τη βροχή, τοπωνύμια, φιγούρες ανθρώπων από τα χωριά μας, με ένα ανάλογο γλωσσικό περιβάλλον να δίνει ένα πολύ συγκεκριμένο σώμα στα ποιήματα. Όχι απρόσμενα, λοιπόν, και παρότι σίγουρα με ένα άγχος κατάταξης, πολλές φορές το έργο του Κολτσίδα έχει συσχετιστεί με αυτό που η κριτική έχει αποκαλέσει ποιητική της ενδοχώρας. Όμως, για μια στιγμή. Γιατί το βιβλίο, για το οποίο τώρα γράφω, επιφυλάσσει μια έκπληξη. Και συγκεκριμένα: έναν Σαμουράι. Τι δουλειά έχει ένας Σαμουράι σε όλα αυτά; Πώς βρίσκεται ξαφνικά να πίνει «τσάι του βουνού» σε ένα μέρος όπου «έπιασε να φυσάει / και χόρευαν τα έλατα»; Αυτό και αν είναι παράδοξο. Πέρασμα σε κάτι καθόλου αυτονόητο. Κάτι εντελώς ανοίκειο, που αναδύεται μέσα από την οικειοποίηση ενός απροσδόκητου πολιτισμικού στοιχείου. Αρχίζω να προαισθάνομαι μιαν όμορφη ασυνέχεια μες στη συνέχεια του έργου του Κολτσίδα. Βασικά μιαν υπέρβαση, μιας και τα χαρακτηριστικά της ποιητικής του φαίνεται να μετατοπίζονται ή καλύτερα να διακτινίζονται σε έναν άλλο τόπο. Τούτο το παραξένισμα δεν με εγκαταλείπει ποτέ όσο διαβάζω το βιβλίο.

Και συγκεκριμένα με συνοδεύει ήδη από την αρχή, στον τίτλο: Η καρδιά του Σαμουράι. Δεκάξι ασκήσεις ψυχραιμίας. Προσπαθώ να σχηματίσω στο μυαλό μου τη μορφή ενός Σαμουράι. Οι προσλαμβάνουσές μου είναι, αλήθεια, περιορισμένες. Σίγουρα προέρχονται από κάποια κινούμενα σχέδια, που έχω ήδη ξεχάσει στις λεπτομέρειές τους, και ίσως από δυο τρεις χολιγουντιανές ταινίες, με κυριότερη, το ομολογώ, τον Τελευταίο Σαμουράι, που πρωταγωνιστούσε ο Τομ Κρουζ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο Σαμουράι συνοδεύεται με βεβαιότητα από το σπαθί του. Το τρομερό και φοβερό κατάνα. Επιβλητικότατο, είτε όταν βρίσκεται μέσα στη θήκη του είτε εν ώρα αιματηρής εργασίας. Ο Σαμουράι, άλλωστε, είναι ένας ατρόμητος πολεμιστής. Ωστόσο. Ο Κολτσίδας, τι περίεργο, δεν τοποθετεί τον δικό του Σαμουράι πλάι στο σπαθί του μα. Πλάι στην καρδιά του. Ακόμα περισσότερο, δεν τον βάζει να πολεμά, μα να ασκείται στην ψυχραιμία. Κι εγώ τώρα αναρωτιέμαι: Πώς μιλά, άραγε, κανείς για την καρδιά ενός Σαμουράι που προσπαθεί να ʼναι ψύχραιμος; Μα και ανεξαρτήτως της όποιας ψυχραιμίας, για την καρδιά του, πώς μιλά;

Βρίσκομαι μπροστά σ’ ένα πρώτο αδιέξοδο. Νιώθω πως απαιτείται ήδη κι άλλο άλμα, και. Καταφεύγω στη λέξη. Ψάχνω στο λεξικό και μαθαίνω πως η λέξη καρδιά έχει τις δικές τις ρίζες. Ρίζες που απλώνουν σε τόσο διαφορετικές κατευθύνσεις. Ίσως, όμως, αυτή που πάει πιο βαθιά –και με βοηθάει περισσότερο– να είναι η ινδοευρωπαϊκή ρίζα της λέξης */ḱérd/, από όπου εξάλλου προέρχεται και το αγγλικό heart ή το γερμανικό herz. Με έναν αναγραμματισμό, από εκείνους που συνηθίζει η γλώσσα πάνω στα πάθη της, οδηγούμαι ιλιγγιωδώς στο λατινικό ρήμα credo, που σημαίνει πιστεύω, ή μάλλον βάζω κάπου την καρδιά μου, μιας και το cre σημαίνει καρδιά, ενώ το do θα πει θέτω κάτι εδώ. Αυτό ίσως μου δίνει ένα νήμα. Άλλωστε, είναι γνωστό πως, αν κάτι διέκρινε εν τέλει τους Σαμουράι, οι οποίοι, απλά μιλώντας, ήταν κάτι σαν ιππότες στη φεουδαρχική περίοδο της Ιαπωνίας, δεν ήταν τόσο η αξιοθαύμαστη ικανότητά τους στον χειρισμό των όπλων, όσο ο ηθικός τους κώδικας, η στάση, το πνεύμα, η καρδιά δηλαδή με την οποία πορεύονταν στη ζωή και στη μάχη. Το Μπουσίντο (: Bushidō, 武士道) ή ο λεγόμενος Δρόμος των Σαμουράι.

Μετά από μια σύντομη αναζήτηση διαπιστώνω πως, μάλλον κατά γενική ομολογία, το βιβλίο που συμπυκνώνει πληρέστερα τις αρχές του Μπουσίντο είναι το Χαγκακούρε (: Hagakure, 葉隱). Χαγκακούρε θα πει στη σκιά των φύλλων. Πρόκειται για μια συλλογή στοχασμών και διηγήσεων, που συνοψίζει το πνεύμα των θρυλικών πολεμιστών της Ιαπωνίας. Γράφεται τον 17ο αιώνα από τον Γιαμαμότο Τσουνετόμο (: Yamamoto Tsunetomo, 山本 常朝), ο οποίος πριν γίνει Σαμουράι στα 19 του, ήταν γραφιάς, και άκουσον άκουσον, ο άρχοντάς του τον απέλυσε, τον απομάκρυνε από τη θέση του, ως τάχα κακή επιρροή για τον γιο του, καθώς τον εξωθούσε, λέει, στην ποίηση. Το φαινόμενο των Σαμουράι είχε αρχίσει ήδη από τότε να εμφανίζει τα πρώτα σημάδια παρακμής, και ο Τσουνετόμο, νιώθοντας αμήχανα μπροστά στην αλλαγή, βάλθηκε να προσπαθεί να διατηρήσει, τουλάχιστον με τα γραπτά του, τη φλόγα της ιαπωνικής ιπποσύνης ζωντανή. Ας πούμε σαν ένας Δον Κιχώτης∙ πιο αυστηρός και απόμακρος, μάλλον, και αρκετά πιο σκοτεινός, μα, πιθανόν, και πιο ψύχραιμος μπρος στη ριζική μεταβολή του κόσμου του. Το Χαγκακούρε ενέπνευσε πολλούς Σαμουράι, ενώ, χρόνια αργότερα, με αυτό επάνω τους, οι Καμικάζι έριχναν τα τρομερά τους αεροπλάνα. Είναι τέκνο της εποχής του και ως εκ τούτου εμπεριέχει έντονες αντιφάσεις, καθώς και όχι λίγα προβληματικά σημεία. Την ίδια στιγμή, για παράδειγμα, που προτάσσει την αυθεντικότητα, την αγνότητα, την ανιδιοτέλεια, την τόλμη μέσα από την υπέρβαση του φόβου του θανάτου, την ίδια στιγμή συλλαμβάνει τον Σαμουράι ως μια στοχαστική (έστω) μηχανή θανάτου, κηρύττοντας την απόλυτη και με κάθε κόστος υποταγή του στον κύριο που ακολουθεί. Αλλά τι κύριο μπορεί να έχει ένας Σαμουράι που βρίσκεται στις σελίδες ενός ποιητικού βιβλίου; Κανέναν νομίζω εγώ.

Γι’ αυτό, ίσως, και στο πρώτο μέρος του βιβλίου του Κολτσίδα, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, διακρίνεται σε δύο ενότητες, που συγκροτούν μια στέρεη ποιητική σύνθεση, σε συνέχεια του παραδείγματος των Νεροφόρων, βλέπω τον Σαμουράι εντελώς μόνο του. Ο χώρος, οι πράξεις του περιγράφονται από έναν αφηγητή εξωτερικό, που δεν μετέχει στα δρώμενα των ποιημάτων, όντας σχεδόν παντογνώστης, στο μέτρο που έχει πρόσβαση στα συναισθήματα και στις σκέψεις του Σαμουράι. Η αφήγηση ξεκινά με ένα ποίημα το οποίο φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Αρχή». Spoiler: Δεν θα υπάρξει ποτέ μες στο βιβλίο ποίημα που θα τιτλοφορηθεί με τη λέξη τέλος. (Μπορεί και να) Έχει τη σημασία του αυτό. Συνεχίζω. Τα ποιήματα που ακολουθούν, είναι σύντομα και ολιγόστιχα, με δυο, τρεις ή το πολύ τέσσερις στροφές. Υπάρχει έντονη μέριμνα για την οικονομία τους, ενώ η χρήση επιθέτων είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Όλα αυτά, βεβαίως, αποτελούν συνέχεια της ποιητικής των προηγούμενων έργων του Κολτσίδα. Το ίδιο και κάποια από τα θεματικά μοτίβα που εξακολουθούν να συναντώνται. Σημαντικότερο, όμως, ίσως είναι εκείνο που αφορά την εμφατική παρουσία του υγρού στοιχείου. Το νερό, άλλωστε, έχει επανειλημμένα επισημανθεί από την κριτική ως οργανικό στοιχείο των ποιημάτων του Κολτσίδα, ήδη από το πρώτο του βιβλίο, αλλά και έπειτα (βλ. ενδεικτικά Μ. Ιατρού, η Γ. Τεμπρίδου, Αθ. Παπανικολάου, Ευσταθία Π.).

Στην Καρδιά του Σαμουράι, επιχειρώ, για λίγο, να διαβάσω το νερό ως εννοιολογική μεταφορά. Προσπαθώ, με άλλα λόγια, μέσα από απ’ τη συνθήκη, τις μορφές, τις κινήσεις και τις λειτουργίες του νερού να κρυφακούσω, αν γίνεται, τον σφυγμό του Σαμουράι, τον τρόπο που βλέπει, βιώνει τον κόσμο, μιας και. Διαισθάνομαι πως τούτο δεν μπορεί να έχει μόνον αισθητική λειτουργία. Το νερό δεν περιβάλλει απλά τον Σαμουράι∙ τον κατακλύζει, τον διαβρώνει, τον μουσκεύει πέρα ως πέρα και τον συγκροτεί πάλι. Συγκεκριμένα:

Εντοπίζεται ήδη στα παραθέματα του εσωφύλλου ως βροχή. Στους στίχους του Χιόνη εμφανίζεται να ξεπλένει και άρα να θεραπεύει τη σκέψη. Στο απόσπασμα από το δοκίμιο του Μαλεβίτση Περί του τραγικού, μια καταιγίδα σε προκαλεί να αντικρύσεις την πραγματικότητα, ενώ στο χωρίο του Χαγκακούρε διαβάζουμε πως υπάρχει πάντα κάτι να διδαχθεί κανείς από μια καταιγίδα, με την καταιγίδα έτσι να μετατρέπεται σε πηγή γνώσης. Ο Σαμουράι μπαίνει στο ποιητικό τεραίν κατερχόμενος προς το ποτάμι ή τη ζωή. Τα ποτάμια συνήθως δεν διακρίνονται από το βάθος ή την επιφάνειά τους, αλλά από τη ροή και τη μεταβλητότητά τους, καθιστάμενα ιδεοτυπικές σχεδόν μορφές της αλλαγής. Ίσως εδώ να καραδοκεί ντροπαλά κι ένας Ηράκλειτος, αν σκεφτούμε το πόσο έντονα ο φιλοσοφικός στοχασμός διατρέχει σταθερά το έργο του Κολτσίδα (βλ. Π. Γκολίτση). Ύστερα, πάλι η βροχή. Πέφτει και βρέχει τον κόσμο, τα ρούχα, το δέρμα, τον νου και την καρδιά του Σαμουράι. Τόσο που καταλήγει όχι απλά να τον περιέχει, αλλά να τον ορίζει. [Θέλω να σκέφτομαι πως πέφτει απαλά. Κάπως σαν αγάπη]. Ακόμη και το ξίφος του Σαμουράι γίνεται «βρόχινο», και έτσι ίσως παύει κάπως να είναι ξίφος, παύει δηλαδή να συνιστά όπλο. Βέβαια, όπως δηλώνεται, παρ’ όλ’ αυτά παραμένει «καλά ακονισμένο». Ο Σαμουράι επιχειρεί να τεμαχίσει με αυτό το κενό, όμως. Του μένει «μόνο νερό» πάνω στη λάμα. Έπειτα, τον καταπίνει μια «ύπουλη ρουφήχτρα», ξεβράζοντάς τον «σε μια κρυστάλλινη ερημιά», ώσπου. Παρατά, εν τέλει, εντελώς το ξίφος του. Απομένει μονάχα με την τέχνη και την τεχνική των άδειων χεριών του. Παρατά, επίσης, και την προσπάθεια να σταματήσει τα νερά. Υποθέτω πως έτσι νεύει πια καταφατικά προς τη ρευστότητα, την αναπόφευκτη ροή των πραγμάτων, και. Διαβάζω πως του αρέσει, αλήθεια, να αφήνει τα νερά να γλιστρούν μέσα από τις παλάμες του, να τα συγκρατεί για λίγο και ύστερα αυτά να διαπερνούν, να διαβρώνουν και να συνεχίζουν την πορεία τους∙ του αρέσει, με άλλα λόγια, να κάνει τον εαυτό του τον ίδιο πέρασμα που διευκολύνει ό,τι αλλάζει.

Και σίγουρα, τουλάχιστον για εμένα, τούτη η διαβρωτική λειτουργία του νερού είναι καθαρτήρια ή μάλλον με μια πιο απαλή λέξη ανακουφιστική – ακόμη κι αν έρχεται μέσα από οδύνη. Γιατί λίγο λίγο φαγώνει την αυστηρότητα του Κώδικα Ηθικής του Μπουσίντο. Αποδομεί τις δεοντολογικές πανοπλίες και παραδίδει στην ανάγνωση έναν Σαμουράι ρευστό, ευμετάβλητο και ευάλωτο. Έναν Σαμουράι που μέσα στη ροή και την ορμή της μέρας προτιμά να αφεθεί, να κυλιστεί «παιχνιδιάρικα στο χώμα» ή έστω ν’ αρχίσει άσκοπα να «καλλιγραφεί στη στάχτη». Η αρχική αίσθηση μελαγχολίας ή και αμηχανίας μπροστά στην αλλαγή υποχωρεί με μιαν απλότητα απαλή. Ο Σαμουράι δεν αντιστέκεται στη μεταβολή και δεν την απαρνείται. Αλλά ούτε και την αποδέχεται παθητικά. Ήδη, με τις πρώτες δέκα «ασκήσεις ψυχραιμίας», ο Σαμουράι αποφασίζει να γίνει κίνηση ο ίδιος, πιθανόν, κρατώντας από το Μπουσίντο μόνον πως υπέρτατος σκοπός είναι η στιγμή χωρίς σκοπό. Και ο τρόπος αυτός, νιώθω, οδηγεί σε ένα είδος ενεργητικής καταλλαγής με τα πράγματα, και πάντως μοιάζει πιο αποτελεσματικός από την παρακάτω προτροπή του Χαγκακούρε: «Όταν κάποιος αντιμετωπίζει μια κρίση, αν βάλει λίγο σάλιο στον λοβό του αυτιού του και εκπνεύσει βαθιά από τη μύτη του, θα ξεπεράσει οτιδήποτε προκύψει».

Ακολουθώντας και εγώ αυτή την κίνηση του Σαμουράι, προσπαθώ να δω πού εκβάλλει. Φτάνω λίγο πριν το δεύτερο μέρος του βιβλίου. Ξαφνικά, με μιαν αναφορά στην ταινία Ghostdog του Τζιμ Τζάρμους, ο Σαμουράι παίρνει για λίγο τη μορφή ενός ευγενούς μαφιόζου που προσπαθεί να επιβιώσει στον κόσμο της αμερικανικής μαφίας, παραμένοντας πιστός στις αρχές του Χαγκακούρε. Το διακείμενο αυτό λειτουργεί σαν χρονικός και θεματικός κραδασμός, μιας και στο δεύτερο μέρος του βιβλίου το περιβάλλον αλλάζει ριζικά. Ο αφηρημένος χώρος του πρώτου μέρους, παρότι παραμένει απροσδιόριστος, χώρος μηδέν, αρχίζει να ξαναθυμίζει εικόνες από τις προηγούμενες δουλειές του Κολτσίδα. Τούτο γίνεται λ.χ. μέσα από τη ξαφνική παρουσία μιας «ξυλόσομπας» που παρίσταται σε μια ζεν τελετή τσαγιού, του «σγουρού βασιλικού», της «ριγανούλας» ή και μέσω της έμμεσης αναφοράς στη στιχουργική του Θανάση Παπακωνσταντίνου, που κρύβεται, για παράδειγμα, στους στίχους τους ποιήματος «Αστροβραδιά», στο οποίο διαβάζουμε πως «[…] ο Σαμουράι / καθόλου δεν μοιάζει / μ’ εκείνους που τουφεκάν τον ουρανό / και καταριούνται τον Θεό τους», παίρνοντας σαφή απόσταση από όσα κάνει ένας άλλος πολεμιστής, ο θεσσαλός λήσταρχος Μπαμπάνης, στο τραγούδι «Ομίχλη» από τον δίσκο Ο ελάχιστος εαυτός [«Και βλέπω όνειρα τρελά και τον ληστή Μπαμπάνη / να τουφεκάει τον ουρανό, να κλαίει στο Γκουνταμάνι»].

Επιπλέον, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο Σαμουράι αποκτά αναπάντεχα συνομιλητή. Το ποιητικό υποκείμενο εγκαταλείπει συχνά τον ρόλο του εξωτερικού αφηγητή και αρχίζει να συζητά μαζί του. Ή μήπως συμβαίνει κάτι λίγο πιο βαθύ; Μήπως ο Σαμουράι, ας πούμε, γίνεται για λίγο αφηγητής, και ο αφηγητής σπάει στα δυο, όντας εξίσου Σαμουράι, με έναν διπλό εσωτερικό διάλογο να εκτυλίσσεται εμπρός μας; Ειλικρινά δεν ξέρω, μα. Παρατηρώ και κάτι άλλο που συμβαίνει. Σε αυτές τις τελευταίες έξι ασκήσεις ψυχραιμίας, στα τελευταία ποιήματα, η φαντασμαγορία του νερού παύει για τα καλά. Το υγρό στοιχείο περιορίζεται μετωνυμικά μονάχα στο εσωτερικό μιας κούπας τσαγιού ή έστω στην πρωινή δροσιά, ενώ ταυτόχρονα αναδύεται δυναμικά ο στοχασμός γύρω από τον θάνατο, το οριστικό τέλος. Επιστροφή στο άκαμπτο Χαγκακούρε, λοιπόν. Στο Χαγκακούρε που λέει πως κανείς οφείλει να ασκείται καθημερινά στην ιδέα του θανάτου, μιας και μόνον έτσι μπορεί να κατακτήσει την ελευθερία. Ακόμα πιο πολύ, λέει: «Όταν βρεθείς στο δίλημμα ζωής ή θανάτου, υπάρχει μόνο η γρήγορη επιλογή του θανάτου».

Προσπαθώ να καταλάβω για ποιον λόγο συμβαίνει αυτή η μεταστροφή. Χρειάζομαι ακόμη ένα άλμα και προσφεύγω πάλι στη λέξη. Στη λέξη καρδιά. Αυτή που έχει ρίζα το */ḱérd/, που στα λατινικά γίνεται και core, και σημαίνει κέντρο, πυρήνας, αλλά και recordo, που σημαίνει ανακαλώ, θυμάμαι, και record στα αγγλικά, που σημαίνει εγγράφω, καταγράφω. Άρα: αποτυπώνω μέσω της γραφής και έτσι διασώζω από τον χρόνο. Σαν να λέμε, με γρήγορα λόγια, τραβάω μια φωτογραφία, κάτι που εξάλλου ο Κολτσίδας κάνει συχνά, πολύ συχνά στα ποιήματά του, συνομιλώντας ευθέως και με ένταση με την τέχνη και την αγωνία του φωτογράφου. Σταματάω στο τρίτο ποίημα του δεύτερου μέρους που έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Απαθανάτωση», με άλλα λόγια φωτογράφιση. Στο ποίημα αυτό ο Σαμουράι, μισο-αστεία και μισο-σοβαρά, αποφασίζει να αναπαραστήσει στον συνομιλητή του συμβολικά, «ξύνοντας ένα κλαδάκι σύριζα στην κοιλιά του», την τελετή του χαρακίρι ή αλλιώς seppuku (切腹), που δεν συνιστά τίποτε άλλο πέρα από μια μορφή αυτοχειρίας. Ή μάλλον μια τέχνη αυτοχειρίας, που έχει τη δική της ιδιαίτερη αύρα, κυριολεκτικά αύρα έργου τέχνης (aura), που διεκδικεί αυθεντικότητα και μοναδικότητα. Βέβαια, ότι το χαρακίρι συνιστά μορφή αυτοχειρίας, είναι μονάχα η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι πως δίπλα από τον αυτόχειρα στέκεται πάντα ο kaishaku (介錯人), ο αποκεφαλιστής του, ο οποίος αναλαμβάνει να του πάρει το κεφάλι, πριν να αρχίσει να αποτυπώνεται στο πρόσωπό του η φρίκη του πόνου. Τον ρόλο αποκεφαλιστή αναλαμβάνει στο ποίημα εξίσου συμβολικά μια παλιά φωτογραφική μηχανή τύπου Zenit. Με το ηχομιμητικό «χραπ» του φακού της, που είναι σαν «το χραπ της λαιμητόμου», παίρνει το κεφάλι του Σαμουράι και σημαίνει, έτσι, το τέλος της ιερότητας της τέχνης του, για να κλέψω λιγάκι από τον Μπένγιαμιν. Ναι, ο Μπαρτ έχει δίκιο, με αυτή τη φωτογραφία ποτέ δεν θα καταφέρουμε να μας διαπεράσει το ρίγος που θα νιώθαμε, εάν πράγματι ήμασταν παρόντες μπροστά σε αυτό το ψευδο-seppuku. Όμως, δεν παύει έτσι ο Σαμουράι του Κολτσίδα να διανοίγει τη δυνατότητα του τεχνικού πολλαπλασιασμού του. Κι αυτό δεν είναι αμελητέο. Πέρα από σώμα γίνεται τώρα και εικόνα, τυπωμένο χαρτί, σχέδιο που πλαισιώνουν τα ποιήματα, και σαν τέτοιο μπορούν να το κάνουν ό,τι θέλουν. Ο Σαμουράι με ένα μονάχα χραπ ενός φακού απομυθοποιείται και γίνεται εύπλαστος, μπορεί να επανακατασκευαστεί. Να διαβαστεί σαν να ʼναι για τα μάτια μας νερό.

Κοιτάζω πια όλο το βιβλίο του Κολτσίδα ως ένα ιδιότυπο μοντάζ φωτογραφιών από τη ζωή ενός Σαμουράι. Μπορώ πια να διαβάσω τη ζωή αυτή όπως θέλω. Την βλέπω να αντιπαρατίθεται αγωνιωδώς με το άγχος της μεταβολής και με έναν στοχασμό θανάτου, αλλά τίποτε δεν με υποχρεώνει να μείνω έγκλειστος σε αυτήν την αγωνία. Κάθε φωτομοντάζ μου δίνει, άλλωστε, την ευκαιρία να επισκεφτώ αλλιώς την πραγματικότητα, να προσέξω κάτι άλλο μέσα στις λεπτομέρειες. Τούτο ενισχύεται και από τον τρόπο που ο Κολτσίδας επιλέγει κάθε φορά να κλείσει τα ολιγόστιχα και οικονομημένα ποιήματά του. Με μισοτελειωμένες φράσεις, σχεδόν αινιγματικές. Όχι κρυπτικές. Καθόλου. Θα έλεγα μάλλον ανοιχτές. Ενισχύεται ακόμη και από τον τρόπο που επιλέγει να κλείσει το βιβλίο, με το ποίημα Praemidatio malorum και την άμεση αναφορά στη τεχνική των Στωικών να στοχάζονται όλα τα πιθανά δεινά, τα οποία μπορούν να επέλθουν. Όχι, όμως, απαραίτητα με μια πεισιθανάτια πρόθεση, μιας και η ίδια άσκηση μπορεί και να λειάνει εκ των προτέρων τις γωνίες ενός δρόμου ζωής. Στο τέλος του ποιήματος, ο Σαμουράι, αφού επιτρέψει για λίγο στον εαυτό του να θαυμάσει την ομορφιά, την ομορφιά που είναι το μόνο πράγμα που τον κάνει, έστω για λίγο, να κοντοσταθεί, συνεχίζει ακάθεκτος τον δρόμο του, τον δρόμο των Σαμουράι («Ύστερα συνοφρυώνεται / και ξαναρχίζει πάλι»), κατανοώντας, ίσως, πως κι αυτός ο δρόμος θα μείνει ανολοκλήρωτος.

Εξού, και το τέλος δεν περιγράφεται και δεν προδιαγράφεται. Δεν παίρνει τη θέση τίτλου ποιήματος, όπως η αρχή. Ο Σαμουράι ξανοίγεται στη δροσιά και προχωράει. Ο δρόμος άλλωστε, είπαμε, είναι ροή, παραπέμπει στο νερό και το νερό παίρνει μορφή –ή μάλλον μορφές– μονάχα στην πορεία. Και αυτή η σκέψη, αντάμα με τους καταληκτικούς στίχους του βιβλίου, μπορεί να μας χαρίσει πολλά. Μπορεί, για παράδειγμα, όσο κρατάμε στα χέρια μας τη φωτογραφία του Σαμουράι να μας χαρίσει τη δυνατότητα να φανταστούμε διάφορες εκδοχές αυτής της πορείας. Να φανταστούμε πώς έχουμε ήδη φτάσει κάπου έξω από το Τόκιο, σε έναν τόπο γεμάτο με «άνθη κερασιάς», κι εκεί. Να φανταστούμε τον Σαμουράι όχι ως μηχανή πολέμου και ιδανικό υποτακτικό, αλλά ως ελεύθερα περιφερόμενο Ronin χωρίς κανένα αφεντικό, και ίσως λίγο αστείο με πούδρα στα μανίκια του για να κρύψει ένα μεθύσι και εσώρουχα από δέρμα ασβού για να μην πιάνει ψείρες, κατά το Χαγκακούρε. Να φανταστούμε και τον θάνατο αλλιώς. Όχι ως καθήκον, αλλά όπως τον συλλαμβάνει ο Πόρτσια στις Φωνές του, λέγοντας πως: «Ακόμη και τα λουλούδια για να σκορπίσουν την ευωδιά τους πρέπει να πεθάνουν λίγο». Και τέλος να φανταστούμε την καταιγίδα, όπως ο Αλαίν Νταμαζιό στο βιβλίο του οι Αθέατοι, γράφοντας πως πρέπει «να πάρουμε το δικό μας μερίδιο από τη μπόρα, να πάρουμε θέση κι εμείς μες τη βροχή», διεκδικώντας τον δικό μας ρόλο στη ζωή, μες την ανθρώπινη συνθήκη. Γιατί δεν έχει καμία σημασία τελικά, αν βρέχεται η καρδιά του Σαμουράι. Σημασία έχει πως είναι εκεί για να χτυπά και να χτυπά.

*Γίνεται κατά σειρά αναφορά στα έργα:
Tsunetomo Yamamoto, Hagakure. Ο Μυστικός Κώδικας των Σαμουράι, μτφρ. Χ. Σκανδύλα (εκδ. Δαιδάλεος, 2022)∙ Walter Benjamin, Δοκίμια για την τέχνη, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ (εκδ. Κάλβος, 1978)∙ Rolan Barthes, Ο φωτεινός θάλαμος. Σημειώσεις για τη φωτογραφία, μτφρ. Γ. Κρητικός (εκδ. Κέδρος, 2008)∙ Antonio Porchia, Επιλογή από τις Voces, μτφρ. Ε. Χ. Γονατάς (εκδ. Στιγμή, 2018)∙ Alain Damasio, Οι Αθέατοι, μτφρ. Δ. Δημακόπουλος (εκδ. Πόλις, 2023)∙ καθώς και σε κριτικά κείμενα που έχουν γραφτεί για προηγούμενα έργα του ποιητή και είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη