Ομιλούσες ένοχες σιωπές ή το παιδί μέσα μας
Δημήτρης Χριστόπουλος, Έλα να παίξουμε!, εκδόσεις Το Ροδακιό, Αθήνα 2023.
«Ένας φόβος, μια ανάμνηση που είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί είναι πιθανό να προσπαθήσουμε να το χειριστούμε με το να το απωθήσουμε, δηλαδή να το εξαφανίσουμε από το συνειδητό μας νου. Αλλά αυτό δεν το κάνει να ξεφύγει: παραμένει ζωντανό στον ασυνείδητο νου μας, σαν ραδιενεργό υλικό που θάβεται στον ωκεανό, και αναζητά συνεχώς μια διέξοδο προς τον συνειδητό νου, κάτι που τελικά καταφέρνει πάντοτε. Όπως το διατύπωσε ο Φρόυντ σε μια διάσημη φράση: “υπάρχει πάντοτε μια επιστροφή του απωθημένου”» (Barry:127).
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος μετά το Τζίντιλι, που βραβεύτηκε με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2021, επανέρχεται με το νέο του βιβλίο Έλα να παίξουμε! (Εκδόσεις Το Ροδακιό, 2023). Οι αντανακλάσεις των σκιών-τραυμάτων στην ψυχή του κεντρικού ήρωα, Στέργιου Σιδέρη, ο οποίος κακοποιήθηκε σε παιδική ηλικία από τον πατέρα του, σμιλεύονται δεξιοτεχνικά από τα χέρια ενός λογοτέχνη, ο οποίος με τρόπο αριστοτεχνικά διακριτικό χειρίζεται το ζήτημα της παιδικής κακοποίησης και των ανεπούλωτων ψυχικών πληγών που αυτή δημιουργεί. «Όλα αυτά συνέβησαν πριν από χρόνια, κι όμως δεν πρόκειται να τα ξεχάσω… Αν και ακόμα μουδιασμένος από το τραύμα… τις νύχτες αφήνομαι στη σιωπή μου, δεν τη φοβάμαι πια, την εξημέρωσα. Να μιλήσω ήθελα για το γλυκόπικρο φίλεμα που μας επιφυλάσσει η ίδια η ζωή όταν απεγνωσμένα διεκδικούμε την αλήθεια που απελευθερώνει, κι ας είναι επώδυνη η ρουφιάνα. Να πω αυτή την ιστορία, που δεν είναι μόνο δική μου και χρόνια τώρα επαναλαμβάνεται», αναφέρει στο εισαγωγικό σημείωμά του ο αφηγητής της ιστορίας, έχοντας ενεργοποιήσει έναν ισχυρό μηχανισμό διαχείρισης ανεπούλωτων ψυχικών πληγών, για να συστηθεί στον αναγνώστη του.
Ο Στέργιος –από το όνομα της προγιαγιάς του Στεργιανής–, όνομα που σε άλλες περιπτώσεις θα παρέπεμπε στη στοργή και στο στέριωμα, ήταν το παιδί τής «κακιάς στιγμής», όπως είπε ο πατέρας του, Αριστομένης (Μένιος) Σιδέρης, πρώην ειρηνοδίκης Τριπόλεως και νυν ποδοσφαιρικός παράγοντας και ιδιοκτήτης του πρώτου καταστήματος ηλεκτρικών ειδών στην Ελευσίνα –ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας–, όταν η γυναίκα του, η Αννιώ, χρυσοχέρα μοδίστρα με πελατεία κυρίες από μεγάλα τζάκια –«χάρη στις γνωριμίες του συζύγου της», τού ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη της. Ίσως και από μια προσωπική της ματαιοδοξία για ν’ ανέβει «ένα σκαλοπάτι πιο ψηλά» επέμεινε να κρατήσει το παιδί κι ας το μεγάλωσε τελικά μόνη της, αφού η ίδια και το παιδί της παρέμειναν έκτοτε στο παρασκήνιο της ζωής του Μένιου.
Ο Στέργιος Σιδέρης, επιστρέφοντας το 92 ως γιατρός στη Σίφνο, γενέθλιο τόπο της μητέρας του Αννιώς, κρατώντας τρυφερά το χέρι τού παιδιού που ήταν κάποτε, θα περιηγηθεί σε μνήμες που τραυμάτισαν την παιδική του ηλικία. Περπατώντας σε μονοπάτι δύσβατο και απόκρημνο θα συνομιλήσει και θα αναζητήσει πρόσωπα ζώντα και πρόσωπα που έχουν πεθάνει για να μπορέσει να σταματήσει το σιωπηλό κλάμα του παιδιού μέσα του και να κλείσει τους λογαριασμούς με το παρελθόν. Κάθε πρόσωπο της ιστορίας αποτελεί μια ένσαρκη διερώτηση της μνήμης και της λύτρωσης.
Στο μυθιστόρημα κυριαρχούν οι σιωπές. Ομιλούσες σιωπές όμως. Λόγια ανείπωτα, σιωπές ένοχες, σιωπές για να μη διασαλευτεί η τάξη μιας ευυπόληπτης ευημερούσας οικογένειας, ένοχα μυστικά. Η αδυναμία της Αννιώς απέναντι στον εξουσιαστικό σύζυγό της και η ανεπάρκειά της να τον αποτρέψει από τη σύληση κορμιών και ψυχών αποτελούν μόνιμες πηγές απογοήτευσης και πόνου. Προσπαθούσε να διαφυλάξει την τιμή και την αξιοπρέπεια της οικογένειάς της που είχε λαβωθεί από τις ανίερες πράξεις του. Ίσως με τον νου της να πατούσε όσο πιο δυνατά μπορούσε το πεντάλ της Singer για να γαζώνει όλο και πιο γρήγορα το βελόνι για να μην ακούει το σπάραγμα του παιδιού της. «Έλα να παίξουμε!» Η μαμά κάθεται δίπλα στο παιδί. Θέλει να παίξουν ένα παιχνίδι. Το παιδί χαίρεται. Εκείνο το παιχνίδι που δεν πρέπει να μιλήσεις στον άλλο. Μόνο να τον κοιτάς συνέχεια στα μάτια, χωρίς να μιλήσεις. Χωρίς να βγάλεις άχνα. Δεν πρέπει να μιλήσεις, δεν πρέπει να γελάσεις, δεν πρέπει να κάνεις τίποτα. Και στο τέλος κερδίζει εκείνος που θα αντέξει περισσότερο. […] Σώπασε τώρα και κλείσε τα μάτια καλέ μου! Ο μπαμπάς θέλει πάντα το καλό σου. Κι αν κάνεις ζαβολιά και πεις κουβέντα παραέξω, το παιχνίδι θα έχει τελειώσει χωρίς νικητή, χωρίς ηττημένο. Προτού παίξεις το παιχνίδι της σιωπής, πρέπει να ξέρεις τους κανόνες και να φυλάς καλά τα μυστικά».
Ο αφηγηματικός και σε αρκετά σημεία, θα έλεγα, ποιητικός λόγος γεφυρώνει μνήμες του παρελθόντος με το παρόν. Ο Χριστόπουλος, ως βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, κινείται ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν διαπλέκοντας πρόσωπα που οι ιστορίες τους συνυφαίνονται και με λογοτεχνική δεινότητα διαχειρίζεται τις σιωπές, ξεδιπλώνει καταστάσεις και τις απελευθερώνει από τις ανεξερεύνητες περιοχές απωθημένων αναμνήσεων, αισθήσεων και τραυμάτων. Μνήμες, που αναδύονται από ένα πολύ βαθύ σημείο της ψυχής τού Στέργιου, μνήμες γκρεμοί και χαράδρες και κινούμενη άμμος, μνήμες σαν μυτερά κομμάτια σπασμένου καθρέφτη που έχουν τραυματίσει την παιδική του αθωότητα –ανεπίτρεπτα, ανάρμοστα και ανεπίστρεπτα– και προσπαθεί κρυσταλλάκι κρυσταλλάκι –με προσοχή γιατί πονάνε– να τα βγάλει. «Πώς να πεις ‘μπαμπά’ δίχως εκείνη τη σουβλιά στο στομάχι, δίχως εκείνο το λάκτισμα του ποδιού, κι ας προσδοκούσε αυτή η λέξη να κάνει τους ουρανούς ν’ ανοίγουνε στα δυο».
Ο σπαρακτικός μονόλογος του Στέργιου, μπροστά στον, με μετωποκροταφική άνοια, πατέρα του έσπασε το απόστημα της σιωπής, σαν μια προσπάθεια να λυτρωθεί από το παρελθόν του και να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με το παρόν. Στον πατέρα που «θανάτους έσπειρε και τώρα θερίζει την θλιβερή περιφορά του σαρκίου του». Λόγος καταγγελτικός μάλλον, παρά συγχωρητικός. Σα να του σφίγγει τη γραβάτα στο λαιμό. «Ο δικός μου πατέρας θα ήθελα να είναι ένας από εκείνους που διαβάζουμε στα βιβλία ή βλέπουμε στις ειδήσεις, πατέρας όχι γεννήτορας. Ένας πατέρας που ρίχνεται στις φλόγες και στα κύματα για να σώσει τα παιδιά του· του δικού του χεριού το τάνυσμα ονειρεύομαι.[…]Και νικήθηκα από το κακό και νικήθηκα απ’τη ντροπή, τρώγοντας τις απορρίψεις τη μια μετά την άλλη, και τιμωρούσα κάθε μέρα τον εαυτό μου αφήνοντάς το νηστικό. Δεν μπορούσα να ταιριάξω με κανέναν και τίποτα. Φρόντισες εσύ γι’ αυτό.[…] Καλύτερα νεκρός λοιπόν, κι εγώ ορφανός από πατέρα. Να τον πλάθω με τη φαντασία μου όπως εγώ επιθυμώ. Και όλα όσα έζησα και δεν έζησα να γίνουν παρελθόν». Πράγματι από τη ζωή του Στέργιου είχε χαθεί ανεπανόρθωτα καθετί που χαρακτηρίζει την παιδική ηλικία.
Ο Χριστόπουλος όμως δεν είναι μόνο άριστος λογοτέχνης, αλλά και άριστος σκηνοθέτης. Παρουσιάζει στον αναγνώστη πρόσωπα συν-πρωταγωνιστές και τις ιστορίες τους σε διαφορετικά χρονικά επίπεδα, που συνθέτουν το κάδρο της αφήγησής του και προωθούν την εξέλιξη του μύθου. Πρόσωπα που μας αποκαλύπτονται μέσα από αντίξοες συνθήκες και ηθικές συγκρούσεις. Η Μαργαρώ, που ψάχνει από τα Χριστούγεννα του ʼ42, το χαμένο της παιδί το Σπυ(Σπυριδωνάκι) κι όλο του μιλά, κι όλο το ντύνει κι όλο το νανουρίζει, κι όλο κλαίει. Δε μπορεί να φιλιώσει με την ιδέα του θανάτου του. Πληγή από φρικτό μαχαίρι. Το Σπυριδωνάκι, το εφτάχρονο παιδί που χάθηκε, μη αφήνοντας κανένα ίχνος, τα Χριστούγεννα του ʼ42 πηγαίνοντας να τραγουδήσει τα κάλαντα. Η Στεργιανή, ο ανεκπλήρωτος έρωτας του Πατριαρχέα, και κυρίως ο άρχοντας Φραγκίσκος Πατριαρχέας, ο επονομαζόμενος και Κανάγιας, που κρατά μέχρι το τέλος όχι μόνο έρωτα για την Στεργιανή, αλλά και τα μυστικά που όταν αποκαλυφθούν θα οδηγήσουν στη λύση του μυστηρίου για το Σπυ και στην κάθαρση, αφού με την ανακάλυψή του αποδίδεται το Σπυ στον κόσμο των νεκρών, λυτρώνεται η ψυχή του και ο Στέργιος φαίνεται να βρίσκει την ταυτότητά του. «Το Σπυριδωνάκι είσ’ εσύ, άκουσε μια φωνή μέσα του. Ένιωσε να βγαίνει από τον εαυτό του, να μπαίνει σε ένα άλλο σώμα και να κοιτάζει τον κόσμο με μάτια παιδικά». Και τέλος, η Μυρτώ. Ο έρωτας του Στέργιου. Το παρελθόν έφυγε, ευτυχώς, ανεπιστρεπτί.
Ένα βιβλίο, γράφει ο Ταρκόφσκι, που το διαβάζουν χίλιοι άνθρωποι είναι χίλια διαφορετικά βιβλία. Ο αναγνώστης με τη φαντασία μπορεί να δει πέρα από την αφήγηση, πολύ πιο μακριά και πιο ζωηρά από τον ίδιο τον συγγραφέα (συχνότατα οι συγγραφείς περιμένουν πράγματι ότι ο αναγνώστης θα σκεφτεί παραπάνω). Το βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου Έλα να παίξουμε! διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και διαβάζεται απνευστί. Απροσποίητος λόγος, έξοχες εικόνες, συναισθηματικοί αναβαθμοί. Η άρνηση του συγγραφέα να βαρύνει το κείμενο με μελοδραματικά στοιχεία, η γλωσσική λιτότητα, η τρυφερότητα και η ανθρωπιστική ματιά με την οποία διαχειρίζεται ένα τόσο ευαίσθητο θέμα όπως είναι η κακοποίηση του παιδιού από το γονιό του, βοηθούν τον αναγνώστη συσχετίζοντας πρόσωπα με καταστάσεις να συνειδητοποιήσει τον κόσμο. Πιστεύω πως ο λογοτέχνης Δημήτρης Χριστόπουλος με το μυθιστόρημά του αυτό ξεπληρώνει τα χάρισμα που του δόθηκε. «Ψέματα κι αλήθεια, έτσι είν’ τα παραμύθια». Κι όπως είπε με εξαιρετική οξυδέρκεια ο Ντοστογιέφσκι: «Η ζωή είναι περισσότερο απίστευτη από το μυθιστόρημα».
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Luis Stettner. Δείτε τα περιεχόμενα του ενδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]