frear

Για το «Εκείνος που δεν κόμπιαζε ποτέ» του Αντρέα Κοντόπουλου – γράφει ο Θανάσης Πάνου

Αντρέας Κοντόπουλος, Εκείνος που δεν κόμπιαζε ποτέ, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2022. 

Είναι σχεδόν αναπόφευκτο η σύγχρονη καλή λογοτεχνία να θεμελιώνεται στον ρυθμό και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας απ’ την οποία αναβλύζει ο φιλοσοφικός στοχασμός και το αφοπλιστικό χιούμορ. Κι αυτό να συνδυάζεται με γερούς χαρακτήρες, καθημερινούς, που δρουν σε ένα σύγχρονο περιβάλλον με σημερινές συνθήκες, σε μια πορεία σκληρή ή μη, που όμως γνωρίζουμε τις επιλογές και τις επιπτώσεις της, τις βλέπουμε στον ίδιο μας τον καθρέφτη.

Είναι, επίσης, αναπόφευκτο ο εκάστοτε συγγραφέας τέτοιας καλής λογοτεχνίας να αφουγκράζεται το παρελθόν και εν γένει την υπόσταση, την ιδιοσυγκρασία και την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου και να αντιλαμβάνεται το άχρονο στοιχείο της που διαπερνά τους αιώνες, προσαρμόζοντας μόνο το κοστούμι και το προσωπείο της στις επιταγές του συρμού.

Ένα τέτοιο αντιπροσωπευτικό δείγμα πολύ καλής λογοτεχνίας είναι η νουβέλα Εκείνος που δεν κόμπιαζε ποτέ του Αντρέα Κοντόπουλου. Κι ενώ, αρχικά ο τίτλος ξενίζει λίγο –η λέξη «κόμπιαζε» μεταδίδει την αύρα της στον επικείμενο αναγνώστη που διστάζει προς στιγμήν να ανοίξει το βιβλίο στην πρώτη σελίδα– οι πρώτες αράδες της ιστορίας διαφωτίζουν τον σκοπό του συγγραφέα.

Ο κόμπος στην ιστορία του Κοντόπουλου είναι άυλος, σχεδόν αόρατος, θαμμένος τόσο βαθιά μέσα στον Έρικ Φίλαυτον Πάουερς, που η παρουσία του γίνεται αισθητή μονάχα όταν στα έγκατα του εαυτού του παθαίνει ασφυξία και σκορπά σαν πυροτέχνημα σ’ ολάκερη την ψυχή και το σώμα για να πάρει ανάσα –που θα είναι και η τελευταία. «Πόσο πιο βαθιά μέσα του θα πρέπει να απωθούσε τον κόμπο του, ώστε να συνεχίζει να υποστηρίζει πειστικά πως είναι ο εαυτός του;» (σελ. 46).

Η ιστορία ξεκινά με τον θάνατό του για να μας αφηγηθεί τη ζωή του. Μια ζωή που υπήρξε ολόκληρη μια ερώτηση τόσο ζωτικής σημασίας που κανένας επιφανειακός άνθρωπος σαν κι αυτόν δεν θα μπορούσε να απαντήσει: με εμπεριέχει ή την εμπεριέχω;

Ο Έρικ Πάουερς εκδίδει στα είκοσι επτά του τη νουβέλα «Πανωλεθρία», που ο τίτλος της προμηνύει και την εξέλιξη τόσο της συγγραφικής του πορείας –κερδίζοντας το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα κι ύστερα χάνοντάς το με τη γενική και αόριστη αιτιολογία πως πρόκειται «περί κάποιου λάθους»–, αλλά και της ίδιας του της ζωής. Μαγεμένος από το θέατρο και κυρίως από το άρωμα των επισήμων στα θεωρεία, ο Έρικ Πάουερς θα εκμεταλλευτεί το δαιμονικό παιχνίδι με τις λέξεις στο χαρτί και θα εξελιχθεί σε έναν από τους επιφανέστερους κριτικούς θεάτρου. Από εκείνους που οι ηθοποιοί τρέμουν, ιδίως όταν κάθονται στην πρώτη σειρά. Θα γνωρίσει την πρωταγωνίστρια Έλσα Σου, θα την δελεάσει με ένα κακόγουστο ποιητικό αστείο κι έτσι θα στήσει το σωστό καθωσπρέπει οικοδόμημα που αντιστοιχεί σε πλούσια δείπνα, δεξιώσεις, φιλοφρονήσεις, πάρτι, αλλά και έχθρες.

Με ένα προγούλι που διαρκώς μεγαλώνει, σαν μπαλόνι που συσσωρεύει όλο και περισσότερο αέρα, ο Έρικ Πάουερς «βρέθηκε αναπάντεχα στους τεχνίτες της τέχνης του τεχνητού» (σελ. 17) κι έβαλε το δικό του λιθαράκι στον αέναο μηχανισμό που τους συντηρεί. «Ήταν εξοικειωμένος με την ιδέα ότι οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να εξαπατήσουν και να εξαπατηθούν, άνευ όρων, προκειμένου να εξασφαλίσουν έστω υποτυπωδώς το αίσθημα του ανήκειν» (σελ. 57), κι εκείνος ενστερνίζεται χωρίς δεύτερες σκέψεις και αμφιβολίες αυτή τη συνθήκη, βουτώντας στα πιο βαθιά νερά της επίπλαστης ευγένειας, της επιβολής και της κυριαρχίας. Ώσπου η πικρή γεύση που του αφήνει μια θεατρική παράσταση, η μέτρια κριτική του και η σκληρή απάντηση του νεαρού σκηνοθέτη, τον τραμπαλίζουν απότομα από το σκοινί πάνω στο οποίο ισορροπεί άνετα πολλά χρόνια, χωρίς να νοιάζεται αν οι κόμποι του παραμένουν σφιχτά δεμένοι.

Η σταδιακή κατάρρευση του ψυχισμού του, θα τον οδηγήσει ανεπιστρεπτί σε ανεξέλεγκτες παραισθήσεις, σε αχανή και ομιχλώδη τοπία, από τα οποία αδυνατεί να δραπετεύσει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εκτός από το αναπόφευκτο τέλος του. Διαπιστώνοντας στο φινάλε πως ο Έρικ Φίλαυτον Πάουερς είναι όντως «κάποιος που συλλέγει αδιέξοδα, χαρτάκι το χαρτάκι, ώσπου να συναρμολογηθεί στην εντέλεια ο εκμηδενισμός του» (σελ. 18).

Ο Αντρέας Κοντόπουλος γράφει με γλώσσα που σπαρταρά και ηλεκτρίζει τον αναγνώστη από την πρώτη συλλαβή μέχρι την τελευταία, τον κρατά διαρκώς σε αναμμένα κάρβουνα και μπροστά σε θολωμένο κάτοπτρο που καθαρίζει αργά και βασανιστικά, αποκαλύπτοντας ένα βλέμμα άγριο και γνώριμο να μας κοιτά από την άλλη μεριά, με ένα αινιγματικό και συνωμοτικό μειδίαμα. Αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες του με συμπόνια και χιούμορ, τους σκιαγραφεί με τη διαύγεια ενός έμπειρου κινηματογραφιστή, χρωματίζοντας και διανθίζοντας έτσι τους ζωντανούς διαλόγους και τις γλαφυρές περιγραφές του. Στοχάζεται βαθιά σε κάθε βήμα τους, πάνω στη ζωή και τον θάνατο, τον έρωτα, την ελευθερία, την τέχνη, την φύση. «Σκεφτόταν: το μόνο που χρειάζεται να κάνει κανείς, είναι να τοποθετήσει το σημείο του ορίζοντα μέχρι εκεί που το βλέμμα αντέχει. Αυτό δεν είναι συμβιβασμός, είναι πραγματισμός» (σελ. 50). «Στην πραγματικότητα φύση και πρόοδος είναι έννοιες σε αντιπαράθεση» (σελ. 79). «Οι άνθρωποι αποζητούν τη συνθήκη, όχι τη σχέση, σκέφτηκε» (σελ. 99).

Το «Εκείνος που δεν κόμπιαζε ποτέ» είναι σίγουρα ένα βιβλίο που φέρνει τον συγγραφέα και τον αναγνώστη αντιμέτωπους με τα διαχρονικότερα ερωτήματα της φιλοσοφίας, δημιουργεί ακόμη περισσότερα χωρίς να δίνει εύκολες και κοινότοπες απαντήσεις, ανοίγει απύθμενες τρύπες στην κολλώδη επιφάνεια του καθωσπρεπισμού, σκίζει τα πλαστικά προσωπεία και κατακερματίζει με ένα δυνατό και στοχευμένο χαστούκι την εξ ορισμού γελοιότητα της ιεραρχίας, της εξουσίας, της πυγμής.

Είναι μια πρώτη προσπάθεια πολλά υποσχόμενη για το μέλλον κι ένα συγγραφικό επίτευγμα που διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται απνευστί, ώσπου να απορροφήσει όλη την πούδρα από τα πρόσωπά μας και να λύσει όλους τους κόμπους στο στομάχι μας.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Luis Stettner. Δείτε τα περιεχόμενα του ενδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη