frear

Τριαντάφυλλα – του Γιάννη Ρώσση

Βρήκε το γράμμα πάνω στο κομοδίνο. Τρεις σελίδες προσεχτικά διπλωμένες με δύο τσακίσματα μέσα σε έναν λευκό φάκελο. Τα γράμματα ήταν σαν μικρού παιδιού. Όλα μικρά και γραμμένα με μολύβι. Ήταν σίγουρα δικό του.

Αγαπημένη μου,

Η λήθη είναι το μοναδικό νησί στο πέλαγος της ύπαρξής μας. Είναι ο προορισμός που θέλουμε να φτάσουμε, πριν εγκαταλείψουμε αυτόν εδώ τον κόσμο, αλλά δεν τα καταφέρνουμε ποτέ. Όσο καλά και αν έχουμε οικοδομήσει το παλάτι της μνήμης μας, καμία δύναμη στο σύμπαν δεν μπορεί να το κρατήσει απόρθητο. Ταχτοποιούμε μανιωδώς τα πολύτιμα και τα φριχτά σε συρτάρια κομοδίνων, γραφείων, σε ερμάρια αποθηκών, στο κελάρι των κρασιών, στα ράφια της κουζίνας όλου αυτού του οικοδομήματος που χτίζουμε για να προφυλάξουμε αυτό που είμαστε, για να το θυμόμαστε αλλά και για να το ξεχάσουμε. Δικές μας οι κλειδαρότρυπες, δικά μας και τα κλειδιά. Πάντα όμως θα υπάρξουν αντικλείδια, τίποτα δεν μένει κλειδωμένο για πάντα, γλιστράει και σηκώνει κύμα καθώς περνά πάνω από το πέλαγος μας. Και στο νησί δεν φτάνουμε ποτέ.

Θυμάσαι τις τελευταίες μας διακοπές ή τις έχεις κλειδωμένες στο δικό σου παλάτι; Το νησί στη μέση του πουθενά. Εκεί σου είχα ζήτησει να με πας, κι εκεί με πήγες. Στο λευκό σπίτι στο λιμανάκι. Μου τραγουδούσες ψιθυριστά το «απάνω στην τριανταφυλλιά» μέχρι να ηρεμήσω. Μου χάιδευες τα μαλλιά στο ρυθμό που η άκρη της θάλασσας έκανε τα βότσαλα να τρίβονται μεταξύ τους. Με γιάτρευες. Όταν ξυπνούσα μέσα στο βράδυ από τα ουρλιαχτά των αγριόγατων του βουνού, ήσουν εκεί, πολεμούσες, με ό,τι όπλα είχες, το μυαλό μου, το στήθος σου νωπό από τον ιδρώτα και τα δάκρυά μου, μαζευόμουν και γινόμουν πάλι μωρό, κρυβόμουν στην αγκαλιά σου και δεν ήθελα να βγω ξανά. Είχες πει θα το νικούσαμε εκείνη τη φορά. “Ή τώρα ή πότε” είχες πει. Κίνησες γη και ουρανό για να με βγάλεις από μέσα και τελικά τα κατάφερες. “Ό,τι είναι να περάσεις θα το περάσουμε μαζί, κανείς δεν θα σε πάρει πια”. Και είχες δίκιο.

Σου έλεγα, αυτό είναι το νησί μου, εκεί μόνο βρίσκω τον εαυτό μου. Γελούσες αλλά πηγαίναμε. Χρονιά παρά χρονιά, τον Αύγουστο, το Πάσχα, ή και δύο φορές. Καταλάβαινες ότι μου κάνει καλό. Μια στρογγυλή φλούδα γης μέσα στο Αιγαίο, άλλη ξηρά δεν έβλεπες στον ορίζοντα. Ουρανός και θάλασσα γίνονταν ένα στο βάθος και το νησί επέπλεε σε ένα απέραντο μπλε. Ο οικισμός, λίγα σπίτια, εκεί που ήταν και το μικρό λιμάνι, στο βόρειο μέρος του νησιού, ούτε δρόμοι, ούτε αυτοκίνητα, oύτε τίποτα. Κάτι μισογκρεμισμένα σπιτάκια μόνο στο νότιο μέρος, που τα χρησιμοποιούσαν ψαράδες και στη μέση του νησιού το βουνό, αφύσικα ψηλό για τόσο μικρή επιφάνεια, χώριζε το νησί στα δύο.

Είχαμε πάντα το δωματιάκι μας να μας περιμένει. Ένα μικρό, λευκό δωμάτιο πάνω από το μοναδικό μαγαζί του νησιού, που ήταν ταβέρνα και παντοπωλείο μαζί αλλά κυρίως τόπος συνάντησης. Η κυρά-Λένη μας το έδινε σε πολύ καλή τιμή για όλο το χρόνο. Είμαι σίγουρος ότι της είχες μιλήσει για μένα. Σας είχα δει ένα μεσημέρι να κάθεστε στις παλιές γαλάζιες καρέκλες με την ψάθα, με δύο ποτήρια νερό πάνω στο τραπέζι, κι εσύ να έχεις πάρει τα χέρια της μέσα στις χούφτες σου και να κλαίτε και οι δύο με λυγμούς. Αυτή για τον γιο της κι εσύ για μένα. Μετά μου είπες την ιστορία με το παιδί της και μου πες ότι γι’αυτό μόνο μιλούσατε, μου ορκίστηκες, όμως είμαι σίγουρος! Από κείνη τη μέρα με είχε σαν το γιο που είχε χάσει. Όποτε με έβλεπε, άνοιγε τα παχουλά της μπράτσα να με αγκαλιάσει και έκλαιγε χωρίς σταματημό. Σε κοίταζα με απορία, βούρκωναν τα μεγάλα, μαύρα σου μάτια, την αγκάλιαζα, μύριζε λεμόνι και μαϊντανό. Θυμάσαι πού μου είχες πει την ιστορία του γιου της, ένα απόγευμα Σεπτεμβρίου, στην άκρη της προκυμαίας, με τα πόδια μας στη θάλασσα;

Ήταν ψαράς, όπως όλοι οι άντρες του νησιού. Παλικάρι, στα τριάντα του, έπαθε καρκίνο, ένα μικρό μαύρο σημαδάκι στην πλάτη του, το κανε ο ήλιος θάνατο. Έφυγε απ’το νησί για να πάει στους γιατρούς της Αθήνας, να γίνει καλά. Δεν ξαναγύρισε ποτέ, άντρας και παιδί θυσία και οι δύο στη θάλασσα, τον ήλιο, το νησί. Έτσι ακριβώς μου τα ‘χες πει. Μετά πήρες τα χέρια μου στα δικά σου και χάιδεψες με τους αντίχειρές σου τα σημάδια στους καρπούς μου. Μου ‘πες ότι μ’αγαπάς, ότι θα μ’αγαπάς για πάντα και ότι δεν θα με άφηνες ποτέ μόνο μου.

Θυμάσαι την τελευταία μας ημέρα στο νησί; Θα μπαινε Οκτώβρης. Ξαπλώναμε στην παραλία χωρίς ομπρέλα και αφήναμε τον άερα να μας νανουρίζει, τα χέρια μας πλεγμένα απαλά. “Πάω μια βόλτα” σου ψιθύρισα και μου χαμογέλασες, λίγο αλάτι έπεσε από την άκρη των χειλιών σου. Σε φίλησα και σηκώθηκα. Πήρα το μονοπάτι στην άκρη της παραλίας. Σταματούσαμε συνήθως στα πρώτα μέτρα γιατί τα φρύγανα μας μάτωναν τις γάμπες. Φορούσα όμως εκείνο το πράσινο παντελόνι που μου χες πάρει για όταν θα έβαζε ψύχρα. Προχώρησα σπάζοντας αγριόχορτα και καλάμια με χέρια και πόδια. Είχα πολύ καιρό να αισθανθώ υγιής. Αισθανόμουν ότι ανέβαινα σε έδαφος με κλίση και κατάλαβα ότι ανηφόριζα το βουνό. Συνέχισα χάνοντας κάθε αίσθηση τόπου και χρόνου, ξέπνοος και ιδρωμένος σε μια παραληρηματική πορεία με προορισμό την κορυφή. Η ώρα περνούσε, ο ήλιος έπεφτε, η κορυφή απείχε πολύ ακόμη. Στράφηκα πίσω και το γαλάζιο ήταν τόσο πολύ που άλλο χρώμα δεν έβλεπα. Έκανα τα πρώτα βήματα της επιστροφής και άκουσα μια πνιχτή κραυγή κάπου πίσω μου. Μόνο εσύ θα καταλάβεις τι αισθάνθηκα εκείνη τη στιγμή. Δεν ήταν φόβος, σίγουρα όχι περιέργεια, ήταν απογοήτευση. Μετά απ’όλα τα γιατρικά σου, τις φροντίδες σου, τις άγρυπνες νύχτες, το μυαλό μου πάλι έπαιζε παιχνίδια. Κι όσο τα σκεφτόμουν αυτά, ακούστηκε ξανά. Και μετά ξανά, πιο δυνατά. Προσπαθούσα να καταλάβω από πού ερχόταν. Έπρεπε να δω. Μπορεί να μην ήταν τα «φαντάσματά» μου αλλά κάποιος που ζητούσε βοήθεια, και αυτό δεν θα μπορούσα ποτέ να μου το συγχωρέσω ποτέ. Λίγα μέτρα πίσω μου, σ’ένα βαθούλωμα στο χώμα, ένα γυμνός άντρας σε εμβρυική στάση, γρύλιζε και βογγούσε πίσω από τα σφιγμένα του δόντια. Ήταν φανερό ότι βίωνε ακραίο πόνο. Άκουγα την ανάσα του ρυθμική και με κάθε εκπνοή του ξέφευγε ένα βογγητό. Προσπαθούσε να ελέγξει τον πόνο, έσφιγγε τα γόνατα στο στέρνο του και είχε τα μάτια κλειστά. Έμεινα να τον κοιτάζω χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Και ξαφνικά σταμάτησε. Άνοιξε τα μάτια και το στόμα διάπλατα και ενώ εξέπνεε, από κάθε πόρο του κορμιού του άρχισε να βγαίνει ένα χρυσό, γυαλιστερό υγρό, σα χρυσός υδράργυρος, στην αρχή μικρές σταγόνες, μετά πιο χοντρές και τελικά κανονική ροή. «Άδειαζε» από αυτό το υγρό, το ρουφούσε αχόρταγα η γη και παλλόταν από ικανοποίηση. Μύριζε σα βροχή και σπέρμα. Σε λίγο σταμάτησε. Γύρισε και με κοίταξε τόσο βαθιά μέσα μου που ένιωσα να μπαίνει στο μυαλό μου. Τότε έγινε αυτό που με φόβισε περισσότερο, μου χαμογέλασε. Γύρισα και άρχισα να τρέχω προς τα κάτω. Έπρεπε να βρω τρόπο να το ξεχάσω αυτό το χαμόγελο. Αλλά δε βρήκα. Ακόμη και τώρα δεν έχω βρει. Μερικά πράγματα δεν ξεχνιούνται.

Πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο και κλείστηκα στο μπάνιο. Χτυπούσες την πόρτα ανήσυχη. Είχα κλειστεί κι άλλες φορές, σε άλλα μπάνια στο παρελθόν και ποτέ δεν ήταν για καλό. Μου ‘πες θα σπάσεις την πόρτα και τότε μόνο βγήκα και χώθηκα στην αγκαλιά σου. Τι να σου πω; Τι στο μυαλό μου ήταν αληθινό;  Γι’αυτό και δε με ρώτησες, μόνο μ’ έσφιξες δυνατά και μου χάιδεψες απαλά τα μαλλιά.

Μετά τα χάπια μου το βράδυ, ηρέμησα. Πήρα πιο πολλά, αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Το χαμόγελό του, το χρυσό υγρό, η μυρωδιά της βροχής. Άκουσα από κάτω την κυρά-Λένη που μάζευε τα τελευταία πιάτα από το τραπέζι. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και είχε αρχίσει να φυσάει τον αέρα αυτό του Σεπτεμβρίου που φέρνει πίσω ό,τι είχε απομακρύνει το μικρό του αδερφάκι του Μαϊου. Σου ψιθύρισα ότι θέλω λίγο να κατέβω να ακούσω τη θάλασσα το βράδυ, τελευταία φορά πριν γυρίσουμε στην πόλη. Με ρώτησες αν είμαι καλά, πάντα με ρωτούσες, και σου είπα ναι.

Η κυρά Λένη καθόταν μόνη της σε ένα τραπέζι και κάπνιζε. Δεν ήξερα ότι καπνίζει. «Θες ένα; Μερικές φορές χρειάζεται». Το αρνήθηκα. Καθόμασταν αμίλητοι. Σκεφτόμουν αυτά που είδα ξανά και ξανά. Είχα αρχίσει να τα αμφισβητώ. Αφού δεν μπορούσα να το ξεχάσω, το έφερνα στα μέτρα μου, το εκλογίκευα.

«Τους είδες, έτσι δεν είναι», είπε σχεδόν ψιθυριστά ξεφυσώντας καπνό.

«Ποιους;». Δε γύρισα καν να την κοιτάξω. Ακόμη κι αυτή η ερώτησή μου δεν είχε κανένα νόημα. Ένα μέρος μου ανακουφίστηκε, δε γυρνούσε πάλι στα ίδια. Αμέσως μετά με διαπέρασε ένα λεπίδι τρόμου, κατευθείαν στην καρδιά. Ήταν αλήθεια.

«Τους Ατσίδες».

Μέτρησα δέκα βαθιές ανάσες. «Έτσι τους λένε;»

«Οι ντόπιοι, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, σίγουρα και πιο παλιά. Ο Όμηρος τους είπε Λωτοφάγους, ποιοος ξέρει γιατί, δεν υπάρχουν τέτοια δέντρα στο νησί».

«Ούτε στη Νεμέα υπάρχουν λιοντάρια».

Έκανε αυτό το απότομο ρουθούνισμα και το τίναγμα του κεφαλιού προς τα πίσω που δε δείχνει ποτέ κάτι καλό Το στόμα έμεινε ακίνητο. Έσβησε το τσιγάρο και μου έπιασε τον πήχη. «Θες να σου πω;» Γύρισα, κοίταξα τα ξεβαμένα της γαλάζια μάτια και, σα να πήρα θάρρος από τη γνώση τους, κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Και μου είπε.

«Δεν ξέρω να σου πω πότε ξεκίνησε, αυτό δε θα στο πει κανείς γιατί κανείς δεν το ξέρει. Μπορεί να ήρθαν, μπορεί να τους έφεραν, μπορεί να ήταν κομμάτι του νησιού από τότε που δημιουργήθηκε, κανείς δεν ξέρει. Μόνο υποθέσεις, όπως συνηθίζουν οι άνθρωποι όταν κάτι δεν καταλαβαίνουν. Το ίδιο και για την εμφάνισή τους, κι αυτό κανείς δεν το ξέρει. Λένε ότι μοιάζουν με αγριόγατες επειδή βγάζουν τέτοιους ήχους τα βράδια στο βουνό, “ατσίδες” τους λένε οι παλιοί του νησιού, λες κι έχει μείνει κανένας νέος!»

«Είδα ένα χρυσό, γυαλιστερό υγρό…». «Αυτό είναι το αίμα τους, το ιχώρ, η ψυχή τους, δεν είναι αυτοί…Πού το είδες;» Της έδειξα προς το βουνό. «Στην ανατολική πλαγιά προς τη θάλασσα, αρκετά ψηλά». «Γιατί πήγες εκεί;» «Δεν ξέρω, εκεί με έβγαλε ο δρόμος». Ξεφύσηξε ξανά και άναψε κι άλλο τσιγάρο. «Ό,τι ξέρουμε πάει από στόμα σε στόμα, κανείς δεν ξέρει πια τι είναι αλήθεια και τι ψέμματα. Ζουν, στο νότιο τμήμα του βουνού μαζί με πέντε άντρες, δεν έρχονται ποτέ σ’εμάς, κάποιοι λένε ότι δεν μπορούν. Ο πατέρας μου έλεγε ότι απλώς δε θέλουν, έχουν ό,τι τους χρειάζεται εκεί. «Τι τους κάνουν τους πέντε άντρες; Είδα έναν από αυτούς». «Πώς ήταν;» «Έδειχνε να βιώνει έναν αφόρητο πόνο αλλά ξαφνικά ήρέμησε και μου χαμογέλασε» «Σε είδε;» «Ναι». Μου αφησε το χέρι. Κάπνιζε και κοίταε προς τη θάλασσα χωρίς να μιλάει. «Τι χρώμα είχαν τα μάτια του;» «Δεν ξέρω, μαύρα νομίζω, ήταν μεγάλα και υγρά από τα δάκρυα».

 «Τι τους κάνουν τους άντρες;» «Ζευγαρώνουν μαζί τους». Σταμάτησα να αναπνέω, τα τριζόνια σταμάτησαν, το κύμα το ίδιο. «Είδες μια γέννα. Βγαίνουν από το χώμα, ζευγαρώνουν και επιστρέφουν στη γη με το υγρό που είδες. Ότα ζευγαρώνουν γίνονται ένα με τους ανθρώπους τους, μπαίνουν μέσα τους, τα παιδιά τους είναι αυτοί οι ίδιοι. Είναι ένας ασταμάτητος κύκλος». «Και οι άντρες; Απλώς κάθονται και το υπομένουν;», ύψωσα τη φωνή, «γιατί δε φεύγουν; γιατί δε θέλουν να φύγουν;»

«Γιατί εκεί ξεχνάνε ποιοι είναι, χάνουν τον εαυτό τους και αρχίζουν από την αρχή τη ζωή τους, μια ζωή πολύ διαφορετική από αυτή που άφησαν πίσω. Γη, Ουρανός και Θάλασσα, αυτή είναι η νέα τους ζωή. Κανείς μέχρι τώρα δε γύρισε πίσω. Φαίνεται ο άνθρωπος μόνο αυτά έχει πραγματικά ανάγκη, τα υπόλοιπα μπορεί και τα ξεχνάει, τους κάνουν αυτοί να τα ξεχάσουν».

«Κι αν θελήσει κάποιος να πάει;» «Δεν μπορεί, δεν τον αφήνουν. Στη μεριά τους έχει χώρο μόνο για πέντε, τόσοι κρατούν ισορροπία, δε χρειάζονται παραπάνω. Το ιχώρ φτάνει μόνο για πέντε» «Κι όταν πεθαίνουν, τι γίνεται, πώς διαλέγουν τους καινούριους;» Το τσιγάρο της είχε σβήσει. Μια ουρά στάχτης κρεμόταν αλλά δεν έπεφε. Έσκυψε το κεφάλι και έπαιξε με το πόδι της με μια χαρτοπετσέτα που είχε δραπετεύσει από το διπλανό τραπέχι. «Δεν πεθαίνουν». «Τι εννοείς κυρά-Λένη;» «Εννοώ ότι ζουν για πάντα, καλέ μου. Εννοώ ότι όταν μπαίνουν οι ατσίδες μέσα τους, γίνονται αθάνατοι».

Κοίταξα τα άπειρα αστέρια στον μαύρο ουρανό, φεγγάρι δεν είχε. Μόνο αμέτρητα μικρά διαμάντια που τρεμόπαιζαν. Και ησυχία, μόνο το κύμα να χαϊδεύει τις πέτρες. Πόσα έχουμε θυσιάσει…για τι; Για τα αυτοκίνητα; Τα εργοστάσια; Τα εκατομμύρια τρόφιμα που είναι όμως για ορισμένους; Για τα φάρμακα; Για να ζούμε περισσότερο; Άντε και ζούμε. Και; Θα πεθάνουμε λίγο αργότερα, θα υποφέρουμε σέρνοντας τα ανήμπορα κορμιά μας λίγο περισσότερο. Και γι’αυτό θυσιάσαμε τη σιωπή, τ’αστέρια, το κύμα, τη θάλασσα.

«Τι λες κυρά Λένη;» «Σου λέω όσα ξέρω, όσα ξέρουν όλοι στο νησί. Δεν τα ξέρω όλα. Θες να σταματήσω;» Δεν απάντησα. Άναψε κι άλλο τσιγάρο και περίμενε. «Όχι, συνέχισε». «Όταν πάνε στο νότο χάνουν τον εαυτό τους. Γίνονται μέρος της γης που πατάνε, γίνονται μέρος ενός ατέλειωτου κύκλου, για πάντα». «Και πώς σπας τον κύκλο;» «Δεν τον σπας. Μόνο με τη ζωή σου. Αυτή σου ανήκει. Αν θες, τη σταματάς». «Και είναι πολλοί αυτοί που σπάνε έτσι τον κύκλο;» «Σχεδόν κανείς. Για έναν μόνο ξέρουμε, πάνε χρόνια τώρα. Οι άλλοι βρίσκονται εκεί πολλές, δικές μας ζωές τώρα. Όταν κάποιος σταματά, ένας άλλος παίρνει τη θέση του, από δω, το βορρά. Πρέπει πάντα να είναι πέντε. Καταλαβαίνουν οι Ατσίδες ποιος μπορεί να πάει, τον διαλέγουν».

Όσο μιλούσε η κυρα Λένη, το μυαλό μου γύριζε, από τον άντρα που ούρλιαζε, σε σένα και πίσω πάλι στον άντρα που χαμογελούσε. Θα με πίστευες άραγε; Αν σου τα έλεγα όλα αυτά θα με πίστευες ή θα με χάιδευες, θα κάναμε έρωτα και θα μου ‘δινες περισσότερα χάπια; Θα με βοηθούσες να ξεχάσω. Δεν ήξερα τι άλλο να ρωτήσω. Το μυαλό μου ήταν κουρασμένο. Καθόμασταν σιωπηλοί στο τραπεζάκι και κοιτούσαμε τη θάλασσα, το μαύρο της, το μαύρο του ουρανού. Τέλειωσε το τσιγάρο της και σηκώθηκε. Με ακούμπησε απαλά στον ώμο (δεν ήταν χάδι) και με καληνύχτισε χωρίς να με κοιτάξει. Έμεινα μόνος μου μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, αλήθειας και ψέματος, λήθης και ανάμνησης. Ήρθα μετά σε σένα και τρύπωσα στην αγκαλιά σου, σαν σε λιμάνι σε έναν κόσμο ταραγμένο. Το πρωί φύγαμε και γυρίσαμε στην πόλη.

Προσπάθησα πολύ, να ξέρεις. Προσπάθησα με τις δικές μου δυνάμεις, με φάρμακα, διαλογισμό, ακόμη και υπνωτισμό… προσπάθησα να ξεχάσω, το χαμόγελο του άντρα, αυτό που είδα, που είμαι σίγουρος ότι είδα. Δεν σου είπα τίποτα όμως. Το κράτησα μέσα μου μέχρι τώρα. Τώρα πρέπει να μάθεις. Θα φύγω αγάπη μου, Μη με ψάξεις, μην έρθεις να με βρεις. Σε παρακαλώ, σε ικετεύω. Θέλω να πάω. Εκεί ανήκω, πάντα εκεί ανήκα, όλα αυτά τα χρόνια, σε κείνη τη γη. Όχι για να ζήσω για πάντα, για να ξεχάσω. Να ηρεμήσει πια το μυαλό μου, χωρίς φάρμακα. Δεν ξέρω τι θα βρω εκεί. Δεν ξέρω καν αν αυτά που μου είπε η κυρά Λένη ήταν αλήθεια. Ξέρω μόνο το χαμόγελο εκείνου του άντρα, πρώτη φορά έβλεπα κάποιον τόσο ειλικρινά και βαθιά ευτυχισμένο. Δεν ξέρω καν αν λείπει κάποιος ή αν θα με διαλέξουν. Πρέπει όμως να δοκιμάσω, όσο ελάχιστε κι αν είναι οι πιθανότητες. Ελπίζω να με συγχωρέσεις. Σου αξίζουν πολλά περισσότερα από αυτά που εγώ μπορώ να σου δώσω. Άλλωστε κανείς ποτέ δε φεύγει πραγματικά. Θα ζω στο μυαλό σου, στις στιγμές που ζήσαμε μαζί. Ελπίζω να κρατήσεις μόνο τις καλές. Σε αγαπώ και σε ευχαριστώ για όλα. Η καρδιά μου σου ανήκει.

 

Ξανατσάκισε τις σελίδες προσεχτικα, τις έβαλε στο φάκελο και ακούμπησε πάνω του και τα δυο της χέρια. Ξεκίνησε να κλαίει μέχρι που στέγνωσε από δάκρυα. Και συνέχισε να κλαίει μέσα της, χωρίς δάκρυα, χωρίς σταματημό.

                                                   ________________

Αγαπώ τα τριαντάφυλλα του κήπου μου περισσότερο από κάθε άλλο λουλούδι. Έχουν το πιο απαλό ροζ και μυρίζουν γλυκά. Τα φροντίζω πάντα σφυρίζοντας έναν σκοπό. Δε θυμάμαι τα λόγια, μόνο τη μουσική. Όταν το σφυρίζω έρχεται κι ο γείτονας μου, ξέρει ότι είμαι στις καλές μου και θα τον κεράσω γλυκό και δροσερό νερό από το ψυγείο. Μου φαίνεται καλός τύπος, ευγενικός. Μου φερνε ψάρια όταν πρωτοήρθα, είναι ψαράς. Ήταν ο πρώτος που μου μίλησε. Οι άλλοι τρεις ήταν πιο καχύποπτοι αλλά μετά με καλοδέχτηκαν κι αυτοί. Στην αρχή τους μπέρδευα. Ψηλοί όλοι, ηλιοκαμένοι, με πυκνά, σγουρά μαύρα μαλλιά και μαύρα γένια. Τους ξεχώριζα από σημάδια. Ένα σπασμένο δόντι ο ένας, μια λευκή τούφα μαλλιά ο άλλος, ένα κομμένο μικρό δάχτυλο ο τρίτος. Ο τέταρτος, ο γείτονας, έχει ένα σημάδι στην πλάτη και γαλάζια μάτια. Πάντα είναι με το χαμόγελο. Μιλάμε με τις ώρες. Καθόμαστε κάτω στον κήπο και παίζουμε με τις χούφτες μας το δροσερό χώμα μέχρι που τα νύχια μας γίνονται κατάμαυρα. Του έμαθα να σφυρίζει τον ίδιο σκοπό και καθόμαστε και σφυρίζουμε μαζί κάτω από τ’αστέρια ή κάτω από τον ήλιο. Έρχονται και οι άλλοι τρεις και βλέπουμε μαζί το φεγγάρι, μετράμε τ’αστέρια και όταν πέφτει κάποιο κάνουμε ευχές. Ποτέ δεν τις αποκαλύπτουμε, είναι γρουσουζιά, αλλά είμαι σίγουρος ότι όλοι ευχόμαστε το ίδιο πράγμα. Να μείνουμε έτσι για πάντα. Από μακρυά ακούγεται ένας ήχος σαν ντροπαλό κλάμα μωρού και σχεδόν ταυτόχρονα η μυρωδιά της βροχής καλύπτει αυτή των ροζ τριανταφύλλων. Κοιταζόμαστε, πιανόμαστε από τα χέρια και κλείνουμε τα μάτια. Περιμένουμε έτσι, χαμογελώντας στο σκοτάδι, μέχρι να έρθουν. Η γη αρχίζει να σείεται. Μέσα από τις τριανταφυλλιές βγαίνουν μικρά πουλιά που είχαν αποκοιμηθεί στην ασφάλεια των αγκαθιών και την ευωδιά. Με τα φτερά τους παράσέρνουν μερικά ροδοπέταλα που σκορπίζονται γύρω μας στην αυλή. Ένα μεγάλο πέφτει στον ώμο μου, μυρίζει πιο δυνατά από τη βροχή. Μέσα στο μυαλό μου  βλέπω μια κοπέλα να με κοιτάζει. Έχει μεγάλα, μαύρα μάτια που γυαλιζουν με ένα πέπλο δακρύων. Με ταράζει. Ανοίγω τα μάτια μου διάπλατα και η κοπέλα χάνεται. Φοβάμαι να τα κλείσω μην την ξαναδώ. Η γη τρέμει τώρα πιο πολύ, πλησιάζουν. Φυσάω το ροδοπέταλο από τον ώμο μου και περιμένω για πρώτη φορά με τα μάτια μου ορθάνοιχτα. Τα μάυρα της μάτια συνεχίζουν να με κοιτάζουν μέσα στο κεφάλι μου. Καμία δύναμη στο σύμπαν δεν μπορεί να με κάνει να τα ξεχάσω. Έφτασαν.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη