Ζέστη και τούτη σήμερις! Βράζει ο τόπος! Θα με πεις, καλοκαίρι, Αύγουστος μήνας για. Απ’το πρωί, έβρεξα και ξανάβρεξα το χώμα τση αυλής μα τίποτις, ξεράθηκε με μιας. Πέφτουνε και τούτα τα μούσμουλα και τα μούρα και γιόμισε ο τόπος μύγες. Το πρωί σκούπισα, μα του κάκου, πάλι τα ίδια. Θα πω τ’Αλέκου να τα κόψει τούτα τα δέντρα και τη συκιά ολάκερη, που ήρτε και μου τα φύτεψε απ’την πρώτη μέρα που πατήσαμε το ποδάρι μας σε τούτο τον τόπο και δεν βρίσκουν προκοπή οι μπιγκόνιες κι οι τριανταφυλλιές μου…
Μαθές θε να καρπίσουν, θε να τρώμε φρούτα να κάμωμε κομμάτι σιρμαγιά[1]. Αχ, πικραμένε Αλέκο μου, με τα ζαρζαβάτια και τα δέντρα ούτε όνειρο δεν κονομάμε! Νιος ήμουν τζιγέρι μου, εγέρασα και προκοπή δεν είδα…Κουράστηκα μπρε, δεν βαστώ πια…
***
-Τρύφερες οι μπάμιες, Καμπτσίδιανες[2] οι μπάμιες. Κυράδες-ομορφάδες , τρύφερες οι μπάμιες…
-Ούστ μπρε, σύρε κατά κει, κυρ-Γιώργη, πάρε τούτο τ’ άλογο πιο κει και τα φοβούμαι τα σκασμένα απέ τότες που ήμουνε μικρή και με κλώτσησε, ένα όξω απε την αυλή, τση καλή νενές μου, στη Σμύρνη. Διψούσε το χαϊβάνι, πήγα εγώ παιδί, τρόμαξε με κλώτσησε… από τότες, μου ’μεινε ο φόβος.
Βάλε με μπρε, 40 κομμάτια μπάμιες και μια οκά ντομάτες για φαγί, απε τσι καλές, πρόσεξε τι σε λέγω.
-Κυρά Σταμάτα για σένανε τ’ ό,τι καλύτερο.
-Μπα, γιατί μπρε, εμείς τι είμαστε παρακατιανές; Καλημέρα Σταμάτα μου, τι κάνεις;
-Όχι, κοκόνα μου, για σένα έχω τα καλυτερότερα… κι όλο παράπονα μ’ είσαι φρεγάτα μου!
-Με τέτοια και με τέτοια δε με πείθεις Γιώργη.
-Τέτοια με λέγεις και με σφάζεις Αντιοπάκι μου! Αχ, τι να σε λέγω!
-Καλά είμαι Αντιόπη μου, είπα να πάρω καμπόσες μπάμιες να τσι μαγερέψω για τ’αύριο με κότα. Τσι αγαπάει πολύ το Κατινάκι μου!
-Σήμερις τι καλό έφτιαξες; Να πάρω καμιάν ιδέα και γώ, για τ’αύριο για…
-Τετάρτη σήμερις κι’φτιαξα λόπια[3]…τούτα τ’αγαπά ο Αλέκος μου. Άντε καλό μεσημέρι, γιαβουκλού[4] μου.
-Καλό μεσημέρι Σταμάτα μου και καλή όρεξη!
Να πάω να γιομίσω και το λαγύνι απ’τη βρύση και να βάλω νερό στη μπουζιέρα γιατί σε κομμάτι θα νέρ’τει και το Κατινάκι μου. Τι να κάνει και τούτο το γιαβρί μου. Πάνω-κάτω το τρώνε οι δρόμοι και τα λεωφορεία, άμα και η ορθοστασία όλη μέρα, να τρυπώνει, να γαζώνει και να’χει και την παραξενιά της καθεμιανής. Έχει όμως υπομονή και επιμονή το καψερό… το’να το πήρε από μένανε και τ’άλλο απ’τον κύρη της.
-Μπα καλώς τηνε, τι νέα κοκόνα μου; Να σε βάλω να πιείς, ένα νερό, που’σαι απέ το δρόμο γιαβρί μου, κρύο μπούζι είναι. Τούτο το πράγμα ντε…η μπουζιέρα πώς τηνε λένε εδανά, η παγωνιέρα κοκόνα μου, πολύ καλή είναι! Με το λέγανε και δεν το πίστευα! Τα χίλια καλά να σε βρεθούν μπροστά σου που με το’κονόμησες! Να σε βάλω να φας, μόλις κατέβασα το φαϊ, κόμα ζεστό ‘ναι.
-Αχ μανούλα μου, τι νόστιμο το φαγάκι σου. Αμάν, να ψυχοπιαστώ γιατί μ’έναν καφέ είμαι απ’ το πρωί! Να προλάβω να ξαποστάσω κομμάτι γιατί σε μια ώρα θα πάγω, έχει πρόβα η κυρα-΄Ολγα, ράβει μαντό για το γάμο τσι ανεψιάς της. Θα γενεί ο γάμος του Σταυρού ανήμερα, θαρρώ πως η νύφη είναι γκαστρωμένη, μα τσιμουδιά δε λένε, σους πους[5] το πράγμα .
-Αντε μπρε, πες μου για και κανένα νέο, να πάρω μια είδηση και γω η καψερή, που’μαι κλεισμένη εδωνά μέσα!
-Θα σε πώ το βράδυ, όλο και κανα σόμπορο[6] θα με πει η κυρα-Ολγα πάνω στο κροκί[7]… Εσύ, δεν εβγήκες καθόλου; Δεν πήγες για ψωμί στη Σωτήρα;
Δεν παγαίνω σήμερις, σε τούτηνε, γιατί ψες το βράδυ έγινε σαματάς με την πεθερά της. Να περάσουνε καμπόσες μέρες και μετά θα πάγω.
Μεγάλη κουβέντα είπα… που να μη τηνε ξεστόμιζα!
-Κλείσε μάνα μου το κανάτι, να κάνει λίγη σκιά, τούτο το καλοκαίρι θα μας ψήσει. Μπα, πήγε τρισήμισι και ο κύρης σου δε φάνηκε ακόμη. Πού’ ναι ο ευλοημένος! Όχι τίποτις άλλο, άμα θα κρυώσει και το φαί του… Μπα ποιος χτυπά την πόρτα τέτοιαν ώρα;
-Τρέχα, τρέχα κυρά Σταμάτα, σε ζητούν στο μπακάλικο τσι κυρα-Σωτήρας, τελέφωνο!!!
-Αχου, ψυχανεμίστηκα… τέτοιαν ώρα ποιος να’ναι ;
-Τι έγινε μάνα;
-Τίποτις γιαβρί μου, κάποιος τηλεφώνησε τση Σωτήρας και με ζητούν.
-Σηκώνομαι και γώ, να’τοιμαστώ σιγά σιγά.
***
– Εμπρός, ποιος είναι; Ναι, γω η ίδια είμαι. Τι, πότε καλέ, που είναι; Σωτήρα ζαλίστηκα, λίγο νερό! Ηβή[8] τι μ’ήβρε την καψερή! Πώς να το πω στο Κατινάκι μου…
-Τι έχεις μωρή συφοριασμένη; Τι γένηκε; Τι πάθατε;
-Γου, γου, γου… ο Αλέκος μου, γλίστρησε κι έπεσε απ’ονα μπαλκόνι στο μέγαρο που χτίζανε, κάτου στο κέντρο.
-Και τώρα που είναι; Τι γένηκε;
-Μου ’πανε να πάγω στο νοσοκομείο, τον έχουνε στο Κεντρικό. Δε μου πάνε τίποτις άλλο!
-Στάσου μωρή αλλοπαρμένη, θα νέρτω μαζί σου, πού θα πας μονάχη; Το κορίτσι μη το λες τίποτις ακόμη… να πάμε να διούμε τι γένηκε πρώτα.
-Αχ, και τοδα το όνειρο τ’αδικιορισμένο…
***
Πήγα άνθρωπος και γύρισα κουρέλι. Μου ζήτηξαν τα ρούχα του, δεν καταλάβαινα τι με’λεγανε. Μια νοσοκόμα μου’πε, ο άντρας σου σκοτώθηκε και πρέπει να τονε πάρετε για την κηδεία. Έφυγε η γης κάτω απ’τα ποδάρια μου! Καλά που ήντουνε μαζί μου η Σωτήρα, ο Θεός να τση το δώκει, τσι τύχες των παιδιών της. Δεν μπορώ να πω, σκίστηκε να τα κανονίσει, να τρέξει, να ειδοποιήσει τους φίλους του και τους συγγενείς μας. Συντρέχτρα αληθινή! Η Σωτήρα με το κορίτσι μου, τονε σαβανώσανε και τονε ντύσανε τον καψερό! Εβούηξε ο συνοικισμός για το κακό που μας ήβρε και χάσαμε τον άντρα του σπιτιού μας, ετσ’άδικα κι άξαφνα.
Το Κατινάκι μου, μαζεύτηκε σε μιαν άκρη, χλωμό και πανιασμένο, ένα κουβαράκι. Δεν επρόλαβε ο πικραμένος, να το καμαρώσει νύφη, να το πάει στην εκκλησιά, ηβή θα λωλαθώ , θαρρώ πως θα παραφρονήσω.
Ούλη η παρέα του απ’τον καφενέ του Ζήκου, ήρτανε και τονε κάμανε παρέα, στο ξενύχτι και πλερώσανε τα έξοδα τση ταφής – για τον καρντάση τους, μας παρακαλέσανε οι ανθρώποι.
-Εμείς κυρά-Σταμάτα δεν το κάμωμε για να σας ντροπιάσωμε, αμα ο Αλέκος για μας ήντουνε αδελφός και κάτι τις παραπάνω… καρντάσης καρδιάς.
Τι μπορούσα να πω, ήντουνε δικαίωμα τση φιλίας και σέβαση στο φίλο τους τον καρδιακό. Η Σωτήρα κι η Σμαρώ η χηρούλα, συνέχεια δίπλα μας, να φτιάνουν καφέδες, να σερβίρουν κονιάκ, ελίτσες και παξιμαδάκια τσ’ανθρώπους, που ήρτανε να μοιραστούν τον πόνο μας και να σχωρέσουν μαζί μας. Κι η αυλή μας γιομάτη κόσμο και τα σκασμένα τα μούρα να πέφτουνε κάτω…
Βγήκε η πούλια κι ήρτε το ξημέρωμα… ΄Εφεξε Αλεκάκη μου το τελευταίο πρωί που μας βρίσκει μαζί στο σπιτικό μας. 24 χρόνια ζάμε δίπλα-δίπλα, μια ζωή ολάκερη, π΄άρχεψε με το κόρτε στην εκκλησιά του Αη Δημητριού, τ’αρραβωνιάσματα μας, ανήμερα των Χριστουγέννων, τα κλεφτά φιλιά και τον έρωτα δίπλα στο γιασεμί, στην πίσω αυλή του πατρικού μου στο Μπουτζά, το νυφικό που με το’ φερες απ ’τση Πιτσιλούς, απέ τη Σμύρνη, ο ξεριζωμός και το ματαρίζωμα στο νέο τόπο. Ο αγώνας μας στις παράγκες και η νέα αρχή στη ζωή μας, το κλάμα της Κατινούλας μας, το μαλλί τση γριάς στο πανηγύρι της Αγια Μαρίνας, το ντούζικο[9] με τα σαρμαδάκια[10] κάτω απ’το την κληματαριά στην αυλή μας, τα χρόνια που γενήκαν άγκυρες με τα χαμόγελα, τις αγκαλιές, τσι πίκρες και το καφεδάκι μας αντάμα κάθε χαραυγή.
Όλα τούτα, σα το σινεμά με φάνηκαν να περνούν μπροστά απ’ τα μάτια μου!
Και τούτο το Κατινάκι μου, το βλέπω που κυρτώνει και φοβούμαι, είναι το κουράγιο μου κι η δύναμη για να’ντέξω το κακό.
Μέρα είναι και θα φύγει κι άλλη τέτοια να μη μπει σε κανενός την ψυχή και το σπιτικό.
***
Μωρ’πότε πέρασε ο καιρός, χαμπάρι δεν επήρα…
Χτυπά η καμπάνα απ’ταξημέρωτα. Ξημερώνει Πρωτοχρονιά σήμερις. Άλλες χρονιές, τέτοια Καλή Μέρα, μοσχοβόλαγε το σπίτι μας απ’τσι βασιλόπιτες, τα ικράμια[11], το μπακλαβά που τονε πάγαινα στο μεγάλο το τεψί στο φούρνο του Μιλτιάδη, απέ βραδύς να τόνε ξεροψήσει κι απέ να τόνε σιροπιάσω και να βάλω το καλό το βούτυρο το κατσικίσιο που με το’φερνε ο σχωρεμένος απ’την ξαδέρφη του την Ευδοκία που’μενε στ’Ασβεστοχώρι. Τούτη είχε άντρα φθυσικό και μνήσκανε εκεί γιατί τους το επέβαλε ο γιατρός, απέ ερχούντανε όλα τα παιδιά τση γειτονιάς με τα τριγωνάκια τους και τα φαναράκια αναμμένα , να καλαντήσουν και να καζαντήσουν τα πουλάκια μου…
Μα φέτος, ξέρα και βοή… Εσύ Αλεκάκη μου, γένηκες φωτογραφία και κορώνει μπροστά σου το καντηλάκι μου, μέρα και νύχτα να σε φωτίζει για να μη φοβάσαι εκεί που βρίσκεται η ψυχούλα σου, καρδιά μου και να σε κρατά συντροφιά. Ούτε καλάντισμα, ούτε φλουρί, ούτε ποδαρίσματα για το καλό του χρόνου! Έφυγε ο άνθρωπός μας και μαύρισε το σπιτικό μας κι η ψυχή μας. Μα πάλις νουνίζομαι[12] και λέγω, έχω το κορίτσι μου, την κοπελούδα μου, δεν μπορεί, θα έρτουνε και μέρες γελαστές για να χαρεί και τούτο, να πάρει την αγκαλιά τση ζωής της το γιαβρί μου, γιατί τση πρέπει. Εψές, ήρτανε κι οι γειτόνισσες, ας είναι καλά που μας τιμούνε και μια σέβαση την έχουνε στο σπιτικό μας. Ήρτανε και μας εφέρανε τη βασιλόπιτα για τσι λυπημένοι. Η Σωτήρα μας έκανε τ’αντέτι πρώτη, ας είν’καλά και μας κάλεσε για σήμερις να μας φιλέψει το μεσημέρι, να μη βρισκούμαστε, μέρα που είναι μόνες και γένει ο πόνος μας τρανός και μας πινήξει. Ας το’βρει στην υγεία της, τούτη την καλοσύνη.
Ως να χαράξει για τα καλά, ν’άναψω και τούτη την ξυλόσομπα γιατί το κρύο είναι αψύ, σα να το παγένει για χιονιά, σήμερις. Να ψήσω και το καφεδάκι μου, που τόχω παρηγοριά και παρέα. Τούτη είναι η ώρα που συλλογιέμαι μοναχή μου, για να ψαχουλέψω την ψυχή μου, μπας και βρω κι εγώ τσι λύσεις στους πηχισμούς[13] μου.
Η Κατινούλα μου, κοιμάται στο ντιβανάκι του σαλονιού, το τσιγέρι[14]μου. Ο Θεός με πόνεσε και με το’στειλε, μονάκριβο το καμάρι μου. Όλα τα βάρη του σπιτιού απάνω της πια. Τούτο, δε μπορεί να γενεί άλλο, κάτι τις πρέπει να κάμω, να κόψει τούτο από το πρωί ως τη μαύρη νύχτα πάνω απ’το βελόνι. Είναι βράχος μοναχός… Όσο μπόι τση λείπει τόσο πείσμα και προκοπή. Αγώνας να τα φέρουμε βόλτα, να’χουμε τη ζήση μας, να μην εντροπιαστούμε. Μα και γώ, κείνο που ξεύρω είναι το νοικοκεριό. 17 χρονού ξελογιάστηκα με τον σχωρεμένο και ήρτε ο γάμος και γένηκα νοικοκυρά στο σπίτι μου.
Μωρ’ πώς δεν το εσκέφτηκα η κοψόχρονη τόσον καιρό; Θα πάγω στη Ζωζώκα. Τη χήρα του κυρ Αριστείδη, κείνη την ψηλή, τη νταρντάνα που περπάταγε κι ούλος ο συνοικισμός γύρναγε να τηνε δει. Σαν πέρναγε απ’ το σοκάκι του καφενέ, ακουγόντανε τα πασουμάκια της, φόραγε και κείνες τσι κάλτσες με τη ραφή και γενότανε μεγάλο σούσουρο απ’ τσ’άντρηδες. Όλο αχ και βαχ, κλεφτές ματιές τσι γάμπες της, βλέμματα λαίμαργα κι αναστεναγμοί.
Αμ’ πώς για, έτσι χωρίς ιντερέσο[15]*, εμπήκε στο σπίτι της ο κυρ Πέτρος, ο παλιοελλαδίτης, για να κάμει τάχαμου, έρευνα; «Μπήκε και δεν ξαναβγήκε» ούλη η γειτονιά είχε να το λέει, αμέ… Αλλά την ετίμησε τη Ζωζώκα και καλοκουβαλητής. Κάθε μέρα με το δίχτυ γιομάτο καλούδια γύριζε και το παιδί της «παιδί του» το κάμε, μιας και εκείνος είχε σχολαμέντο[16] και δεν έκαμε δικά του παιδιά. Τέλος πάντων, εγώ θα πάγω γιατί η Ζωζώ είναι καλόψυχη, μας στάθηκε και με το παραπάνω στο κακό που μας ήβρε και φιλότιμη και νοικοκερά άφταστη, σερβετσέλα[17] στο σπίτι της δεν μπαίνει, πετσέτα υφασμάτινη-λινή με τη μπιμπίλα*[18] γύρω γύρω, να περιποιηθεί τον Πέτρο της. Πασάκα μου τον ανέβαζε, λεβέντη μου τονε κατέβαζε. Κι εκείνος όμως, ψηλός, αεράτος σα θεατρίνος ήντουνε και βέβαια στον αφρό τους είχε. Η Σωτήρα με τόπε ψες, ως θα τση αγοράσει και λεκτρική κουζίνα, να μη βγαίνει η Ζωζώ να παγαίνει στο φούρνο το τεψί και να πέφτουνε πάνω της τα ξένα μάτια…αλλά;
Το λοιπόν, όπως το είπα, έτσι και θα γενεί, θα πάγω να τσι βρω και θα με νοιαστούνε. Τόσο καλό κόσμο ξεύρουνε, μα θα μαγερεύω σε κάνα σπίτι, μα θα συγυρίζω, μα θα πλέκω, μα θα ξενοπλένω, δεν γένεται, κάτι θα βρεθεί να κάμω, γιατί η ζωή έχει μπουνάτσες, έχει και μποφόρια και εγώ θα τηνε παλεύω και θα τηνε χαίρουμαι με σέβαση, όσο βαστώ.
Η Μαριέτα Ιωσηφίδου είναι ψυχολόγος με μακρόχρονη εμπειρία σε φορείς παιδικής προστασίας. Στον ελεύθερο χρόνο της γράφει και πλέκει.
- [1] Σιρμαγιά: κομπόδεμα, αποταμίευση
- [2] Καμπουτσίδα: η σημερινή Πυλαία
- [3] Λόπια: ξερά φασόλια
- [4] Γιαβουκλού = όταν το έλεγε γυναίκα προς γυναίκα, σήμαινε, αγαπητή μου-καλή μου, αν το έλεγε άντρας προς γυναίκα, ήταν προσβλητικό για τη γυναίκα, σήμαινε αγαπητικιά.
- [5] Σους πους: σιωπηρά, μυστικά, χωρίς ενθουσιασμό και επίδειξη του γεγονότος.
- [6] Σόμπορο: σχόλιο, κουτσομπολιό
- [7] Κροκί: είναι το πατρόν της μοδίστρας για να ράψει το ένδυμα, σαν έκφραση μοδίστρας είναι η όλη διαδικασία της πρόβας του ενδύματος.
- [8] Ηβή : αχ, αμάν
- [9] Ντούζικο: ούζο
- [10] Σαρμαδάκια: ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα και ρύζι.
- [11] Ικράμια: τα κεράσματα, τα εδέσματα για γιορτή.
- [12] Νουνίζομαι: σκέφτομαι, ετυμολογικά εκ του νου.
- [13] Πηχισμός: ο προβληματισμός, η στεναχώρια.
- [14] Τσιγέρι: στην κυριολεξία συκώτι, σπλάχνο. Χρησιμοποιούνταν στην Πόλη και στη Μικρά Ασία για να εκφράσουν στοργή σε αγαπημένα τους πρόσωπα, κυρίως στα παιδιά τους.
- [15] Ιντερέσο: ενδιαφέρον-κίνητρο, ξενική έκφραση από το interest, interesting.
- [16] Σχολαμέντο: είχε περάσει κάποια αρρώστια και δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει.
- [17] Σερβετσέλα: η χαρτοπετσέτα.
- [18] Μπιμπίλα: δαντέλα χειροποίητη