Κανείς δεν ήξερε να λέει ιστορίες καλύτερα απ’ την κυρία Θεοδοσία, τη δασκάλα μου της πρώτης δημοτικού. Είχε μια τέτοια γλαφυρότητα ο λόγος της, που συχνά νιώθαμε πως όλα εκείνα που μας εξιστορούσε στα ενδιάμεσα των μαθημάτων ή το μεσημέρι μετά που σχολνάγαμε –οι μύθοι, οι βίοι των Αγίων και τα περιστατικά από τη ζωή των επιφανών ανδρών και γυναικών της αρχαιότητας– αν δεν τα είχε όντως ζήσει η ίδια, τα είχε στα σίγουρα ακούσει από αυτόπτη μάρτυρα. Η ιστορία όμως που περισσότερο απ’ όλες τις άλλες σημάδεψε τα παιδικά μου χρόνια και μέχρι σήμερα ακόμα εξακολουθεί με τον τρόπο της να με απασχολεί ήταν εκείνη των λωτοφάγων.
Η σκέψη και μόνο ότι θα μπορούσε ένας άνθρωπος να λησμονήσει ή ακόμα ν’ απαρνηθεί την επιστροφή του στην πατρίδα και τους δικούς του με γέμιζε φόβο και φρίκη και για αρκετό καιρό μετά την ιστορία αυτή ξυπνούσα κάθιδρος μέσα στη νύχτα, έχοντας ονειρευτεί πως τριγυρνούσα άσκοπα στα σκοτεινά σοκάκια του χωριού και ότι χανόμουν μοναχός μου ώρες ολόκληρες σε γειτονιές που δεν είχα ξαναδεί, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα του πώς θα γυρνούσα τελικά στο σπίτι. Όταν λοιπόν ένα πρωινό, προς στα τέλη του φθινοπώρου, η κυρία Θεοδοσία έφθασε στην τάξη μας χαμογελαστή μ’ ένα καλαθάκι γεμάτο φρεσκοκομμένους λωτούς από τον κήπο της, για να μας κεράσει, εγώ το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν πως θα γινόταν να αποφύγω το κέρασμα αυτό χωρίς να την προσβάλω, αλλά και χωρίς να αντιληφθεί κανείς απ’ τους συμμαθητές μου –που είχαν ήδη ριχτεί με τα μούτρα στα ζουμερά φρούτα– τον παράλογο φόβο μου. Απόρησα μάλιστα με τη δασκάλα μου, που συνήθως ήταν τόσο λογική και μετρημένη σε όλα της, πώς μπόρεσε να μας υποβάλει σε μια τέτοια δοκιμασία. Γιατί, μπορεί ο κίνδυνος να χάσουμε τη μνήμη μας να ήταν όντως απομακρυσμένος –αυτό το αναγνώριζα– δεν έπαυε όμως να υπάρχει, και η εύθραυστη προνοητικότητα των έξι μου χρόνων υπαγόρευε να κρατηθώ όσο πιο μακριά μπορούσα απ’ αυτό τον επικίνδυνο καρπό, όσο ελκυστικός και αν μου φαινόταν ή ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο.
Πέρασαν πολλά χρόνια προτού τολμήσω, υποκύπτοντας εν πολλοίς και στην πίεση των φίλων, να δοκιμάσω για πρώτη φορά λωτό και η εμπειρία αυτή υπήρξε για μένα απολύτως αποκαλυπτική. Η λεπτή διάφανη φλούδα του, η μαλακή μοσχομυριστή σάρκα και ο μελωμένος χυμός που χυνόταν άφθονος με το πρώτο άγγιγμα δικαίωναν απόλυτα την ιστορία του και έκαμπταν ακαριαία κάθε αναστολή μου. Χωρίς δεύτερη σκέψη έσπευσα να προμηθευθώ ποσότητες. Άλλωστε, δεν χρειαζόταν καν να ταξιδέψω μέχρι τη Τζέρμπα, γιατί μπορούσα να εξασφαλίσω άριστης ποιότητας λωτούς –και σε πολύ λογική τιμή μάλιστα– από τη φρουταγορά της γειτονιάς μου. Όσο για τον προαναφερθέντα κίνδυνο, σαφώς και υπήρχε, το ήξερα καλά, όπως το ξέραμε όλοι μας. Ειδικά μάλιστα εφόσον βρισκόμασταν πλέον και αρκετές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά απ’ τα σπίτια μας. Αλλά ο νόστος, ως γνωστόν, σπανίως αποτελεί προτεραιότητα της νιότης, και οπωσδήποτε δεν ήταν μια απ’ τις δικές μου, σ’ εκείνη τη σκληρή περίοδο υπεροψίας και μέθης που κράτησε σχεδόν μια δεκαετία.
Εκείνος όμως που περισσότερο απ’ όλους μας αψηφούσε τους κινδύνους και ρίχνονταν στην απόλαυση χωρίς αναστολές και ενδοιασμούς ήταν ο Χάρης, ένα παιδί από τη Λευκωσία, μοναχοπαίδι μεγαλοδικηγόρου, που το πρωί σπούδαζε Νομική και το βράδυ έφτιαχνε απίθανα κοκτέιλς σ’ ένα μπαράκι στην Πλάκα. Ο Χάρης ήταν ο κατεξοχήν λωτοφάγος, όπως λέγαμε γελώντας, για να τον πειράξουμε. Διότι δεν του άρεσε μόνο ο λωτός, απολάμβανε εξίσου και το λουλούδι και το φύλλο. Συνήθως με καλή παρέα αργά το βράδυ, όταν ξεμπέρδευε απ’ το μπαρ, αλλά και μόνος του, άμα τύχαινε να ξεμείνει, αραγμένος χαλαρά στο δώμα της γκαρσονιέρας που νοίκιαζε στο Παγκράτι.
Η αλήθεια ήταν ότι ανησυχούσαμε λίγο για εκείνον οι υπόλοιποι λωτοφάγοι. Όχι τόσο για το μέλλον του· ξέραμε πως η οικογένειά του είχε χρήμα και προσβάσεις, αργά ή γρήγορα θα έβρισκε τον δρόμο του (αλίμονο σ’ εμάς τα φτωχαδάκια). Φοβόμασταν όμως μήπως φουντάριζε καμιά μέρα από κει πάνω και κατέληγε χαλκομανία, γι’ αυτό φροντίζαμε, τουλάχιστον ένας από εμάς να βρίσκεται πάντα μαζί του, για να τον συγκρατήσει, αν αποφάσιζε καμιά φορά –έτσι φτιαγμένος όπως ήταν– να δοκιμάσει να πετάξει.
Μια Παρασκευή βράδυ, πήραμε τον Χάρη απ’ την Πλάκα γύρω στα μεσάνυκτα με σκοπό να καταλήξουμε, όπως το συνηθίζαμε, σπίτι του για κραιπάλη (πάρτι το λέγαμε τότε). Εκείνη την περίοδο, στην παρέα των λωτοφάγων είχε αρχίσει να μπαίνει δειλά-δειλά ένα ακόμα μέλος: ένα ντελικάτο παιδί από ένα χωριό της Πάφου, πρωτοετής στη Φιλοσοφική, ο Άγγελος, όνομα και πράγμα. Είχαμε προσέξει ασφαλώς πως με τον Χάρη πολύ γρήγορα είχαν γίνει κολλητοί. Περνούσαν ολοένα και περισσότερο χρόνο μαζί οι δυο τους και παρατηρήσαμε πως υπήρχε μεταξύ τους μια άλλου τύπου οικειότητα που ο Χάρης δεν είχε με τους υπόλοιπους από μας, αλλά ούτε και με κανένα απ’ τα κορίτσια, με τα οποία τραβιότανε κατά καιρούς. Αλλά αυτό βέβαια εμάς δεν μας απασχολούσε καθόλου· περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν, κάναμε μια στάση στο γνωστό μπαρ κι ύστερα καταλήξαμε στου Χάρη με κάμποσα μπουκάλια φτηνό αλκοόλ που σκοπεύαμε να τα συνοδεύσουμε με πολλά τσιγάρα και τσιπς που είχαμε πάρει από ένα ψιλικατζίδικο που διανυκτέρευε στη γειτονιά. Την επομένη ξυπνήσαμε –κάποιοι στους καναπέδες, οι περισσότεροι στο πάτωμα– με πονοκέφαλο και μουδιασμένα όλα τα μέρη του σώματός μας, αλλά ο Άγγελος δεν ξύπνησε καθόλου. Ανακοπή, είπαν στα Επείγοντα, όπου αναγκαστήκαμε να τον μεταφέρουμε πανικόβλητοι, αφού πρώτα είδαμε κι αποείδαμε προσπαθώντας να τον συνεφέρουμε. Ήλθε και η αστυνομία και έκανε κάποιες ερωτήσεις, αλλά η υπόθεση γρήγορα έκλεισε, αφού, όπως αποκαλύφθηκε, ο Άγγελος έπασχε από μια κληρονομική πάθηση, για την οποία δεν γνώριζε ούτε ο ίδιος. Δεν διευκρινίστηκε φυσικά κατά πόσο τα 0.34 BAC αλκοόλης και η φαινυκλιδίνη που ανιχνεύτηκαν στο αίμα του επηρέασαν καθόλου την κατάστασή του και ούτε εμείς θελήσαμε να το ψάξουμε περαιτέρω κι ας είχαμε δυο υποψήφιους γιατρούς στην παρέα μας.
Μετά απ’ αυτό, όπως συμβαίνει πολλές φορές μετά από ένα τραγικό περιστατικό, η παρέα σκόρπισε. Κανείς μας δεν μπορούσε να διαχειριστεί το σοκ και η συχνή συναναστροφή μεταξύ μας δεν βοηθούσε. Ευτυχώς, οι περισσότεροι ήμασταν ήδη κοντά στο πτυχίο και ξέραμε πως σε λίγους μήνες, ένα χρόνο το πολύ, θα χωρίζαμε ούτως ή άλλως οριστικά· κάποιοι θα γύριζαν στην πατρίδα, για να βρουν δουλειά, και άλλοι, δυο-τρεις από μας, θα φεύγαμε ακόμα πιο μακριά, για να συνεχίσουμε τις σπουδές μας. Ο Χάρης ξενοίκιασε την γκαρσονιέρα στο Παγκράτι και γύρισε κι αυτός στο σπίτι του, για να ξεκουραστεί και να συνέλθει. Αργότερα, άκουσα πως είχε κάνει μετεγγραφή σ’ ένα Πανεπιστήμιο της Αγγλίας και πήγε να ολοκληρώσει το πτυχίο του εκεί.
❧
Έπεσα πάνω του τυχαία πριν από λίγο καιρό στη Στασικράτους. Εγώ διασταύρωνα, εκείνος έβγαινε από έναν χώρο στάθμευσης με μια μαύρη Porsche Cayenne. Με αναγνώρισε πρώτος και σταμάτησε: «Ρε λωτοφάγε; Που χάθηκες, ρε; Τι γίνεσαι»; Κι εγώ τον αναγνώρισα· δεν άλλαξε πολύ, αν εξαιρέσεις το μεγάλο μέτωπο και το αυστηρό σκούρο κοστούμι, αλλά αιφνιδιάστηκα. Προσπάθησα με τις περιορισμένες υποκριτικές μου ικανότητες να δείξω έκπληξη και ενθουσιασμό. Κάναμε χειραψίες, ανταλλάξαμε τηλέφωνα και υποσχεθήκαμε να επικοινωνήσουμε σύντομα, να κανονίσουμε να πάμε για κανένα ποτό και να θυμηθούμε τα παλιά. Την ίδια μέρα, αργά το απόγευμα (τι σου είναι αυτές οι συμπτώσεις), πήρε μια θεία μου απ’ το χωριό, για να μου πει πως η κυρία Θεοδοσία η δασκάλα είχε φύγει ήσυχα στον ύπνο της, πλήρης χρόνων. Δεν μπόρεσα να πάω στην κηδεία, αν και το ήθελα· δουλειά, οικογενειακές υποχρεώσεις, τα γνωστά. Έγραψα όμως ένα μικρό κείμενο για τους λωτοφάγους, τη νοστιμιά των λωτών και τη γλυκόπικρη επίγευση του νόστου και το δημοσίευσα εις μνήμην της.
Με τον Χάρη δεν επικοινωνήσαμε ποτέ κι ούτε νομίζω πως πρόκειται. Μια χαρά ήταν τα περασμένα ξεχασμένα καθώς ήταν και δεν είχαμε κανέναν λόγο να τα θυμηθούμε. Η μνήμη έχει τους αμυντικούς μηχανισμούς της, γι’ αυτό και συχνά γίνεται επιλεκτική. Κι όταν κάτι επιλέξει να το θάψει, είναι άστοχο και παρακινδυνευμένο να το επαναφέρεις με το ζόρι. Αυτός ήταν άλλωστε και ο βασικός λόγος που ούτε και με κανέναν άλλο απ’ την παλιά παρέα θέλησα ποτέ να επανασυνδεθώ, κι ας είμαστε πλέον συνάδελφοι με μερικούς απ’ αυτούς. Όσο για τους λωτούς, πάνε χρόνια που δεν τους βάζω πια στο στόμα μου. Δεν ξέρω για τους άλλους, εμένα με πειράζουν στο στομάχι.
Λευκωσία, Μάρτιος 2024
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του ενδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]