Βίκυ Κατσαρού, Χαρακίδες, Ενύπνιο, Αθήνα 2023.
«Θέλω να γράψω ένα βιβλίο που κάθε λέξη θα είναι
και κομμάτι από την καρδιά μου. Λέξη και κομμάτι.
Μέχρι που στο τέλος τίποτα από κείνη να μη μείνει».
Ο πρόλογος στην αρχή με ξένισε, διότι δεν είναι ένας πρόλογος-οδηγός ανάγνωσης. Μου δημιουργήθηκε λοιπόν η απορία γιατί η ποιήτρια τον έχει ανάγκη σε αυτόν τον χείμαρρο που δημιούργησε. Τον έχει ανάγκη ακριβώς γι’ αυτό. Τα ποιήματα της Κατσαρού διηγούνται μια συνεκτική αφήγηση, διηγούνται ένα «φτάνει», ένα ως εδώ, είναι κραυγές που διαταράσσουν ένα επιβαλλόμενο συνεχές. Δεν ήθελε λοιπόν να το χάσουμε αυτό, δεν ήθελε να ξεστρατίσουμε. Σε αυτόν τον πρόλογο μας παραθέτει ονόματα γυναικών που χάθηκαν από τη βία ενός κόσμου που δεν μπόρεσε να τις χωρέσει, ονόματα που δείχνουν ζωές, ζωές κοινές, μορφές οικείες, στέλνοντας το απειλητικό μήνυμα ότι όλοι είμαστε αναλώσιμοι. Επίσης οι άντρες που εμφανίζονται, Λουκμάν, Φύσσας και τόσοι άλλοι που αναφέρονται, δημιουργούν ένα πλαίσιο πολιτικό σε φόνους με σαφές κοινωνικό πρόσημο. Μαζί με αυτούς στέκουν οι θάνατοι χωρίς όνομα στο Αιγαίο και αλλού, κι η Κατσαρού προσπαθεί να δώσει φωνή στο ανείπωτο, το κάνει με πάθος και ορμή. Καταφέρνει λοιπόν κάτι πολύ δύσκολο με αυτή την εισαγωγή, μας δηλώνει ότι αυτό που διαβάζουμε είναι μια ανάγνωση του κόσμου μακριά από κάθε βεβαιότητα, μια ανάγνωση που είναι διατεθειμένη να την ωθήσει στα δικά μας άκρα.
Στα ποιήματα της Κατσαρού, οι γυναίκες έρχονται στο προσκήνιο, πρωταγωνιστούν μέσα από όλες τις μορφές τους, τις ανθρώπινες, τις ζωικές, τις θεϊκές, με μια ρευστότητα που δεν τακτοποιείται εύκολα σε βολικά σχήματα.
Είναι γυναίκες σημαδεμένες αλλά γενναίες, που, παρ’ όλες τις χαρακιές τους, δεν αρκούνται στην επιβίωση. Εδώ είναι άλλο ένα υπέροχο σημείο, η ανάγκη για αγάπη και έρωτα που δεν μπορεί να χωρέσει σε αυτοβιογραφικά πλαίσια, γίνεται όπλο για την ανάγκη να γίνει ζωή, κι η Κατσαρού δεν μας παραθέτει έρωτες αλλά ένα «δεν θα σας περάσει ποτέ». Η γυναίκα σε αυτά τα ποιήματα δεν στέκεται μοιρολατρικά απέναντι στην επιβεβλημένη ζωή, αναζητά τις ρωγμές, λέει τη δική της ιστορία η οποία οφείλει να ξαναδημιουργήσει τον κόσμο.
Μέσα από τους στίχους της ποιήτριας ενώνονται όλες οι γυναίκες και γίνονται μία. Μία γυναίκα, αλλά τόσο πολύπλευρη, τόσο ιδιαίτερη και περίπλοκη, που κανείς ποτέ δεν μπορεί να την καταλάβει ολοκληρωτικά. Τις θνητές και τις θεές, τις μυθικές ή τις υπαρκτές γυναίκες, αυτές που υπήρξαν μόνο ως ιδέα αλλά και εκείνες που πόνεσαν και υπέκυψαν στο μένος μιας αδυσώπητης πατριαρχίας. «Είμαι 7 χρονών, είμαι τριάντα», μας λέει συχνά, εντάσσοντας την αυτοβιογραφική αίσθηση σε μια συνολική τοποθέτηση για τη ζωή.
Εδώ είναι φανερό ότι ο κόσμος δεν είναι τα πράγματα που σκιαγραφούσαν σαν σκηνικό τη ζωή, είναι πάνω απ’ όλα μια σειρά από ατελείωτες δυνατότητες. Ο κόσμος μεταβαίνει από την εικόνα του τετριμμένου στην εικόνα του ιερού. Όμως ούτε αυτό το ιερό ακολουθεί νόρμες, δεν πατάει σε βήματα ήδη σκονισμένα. Ανοίγει και εκεί νέους δρόμους, οι μύθοι ξαναγράφονται, διότι έτσι αφηγούνται μια έλλειψη ορίων. Έχουμε σημεία που μέσα στην ποίηση παρεισφρέει η θρησκεία αλλά ακόμα και αυτό γίνεται από τη σκοπιά της εξέγερσης. Άλλωστε, όπως θα πει ο Μπλέηκ για τον Μίλτον, «ήταν, όπως όλοι οι ποιητές, με το μέρος των δαιμόνων χωρίς να το ξέρει».
Η ποίηση για μένα είναι μια διαρκής επέκταση σε ένα «αλλού», πρέπει να τινάζει στον αέρα παμπάλαιες βεβαιότητες, βάζοντας ένα ζιζάνιο αμφιβολίας σε όλους τους προκαθορισμούς, κι η Κατσαρού αυτό το υπηρετεί και γι’ αυτό η ποίησή της είναι τόσο αιχμηρή, ξεβολεύει και ζητά μια ενεργητική ανάγνωση.
Ο κόσμος είναι αδύνατον να περιοριστεί σε τούτα τα στενά όρια, όπου καθετί είναι από πριν δοσμένο. Διατρέχουμε το χάος μιας ποιητικής εγρήγορσης, που οικοδομεί έναν δρόμο ενός άλλου δυνατού. Η ποιητική βία που εξαπολύεται είναι απρόσμενα ισχυρή, μια διαρκής αναζήτηση των καθορισμών εκ νέου. Είναι η πρώτη φορά που το ανθρώπινο πεπρωμένο αναμετράται με τον σπαραγμό του, με την ουσία του θανάτου. Στην Κατσαρού είναι παντού κυρίαρχο το σώμα, ένα σώμα που αποζητά τη ζωή και είναι διαρκώς μαχόμενο με τον θάνατο. Μπορούμε να ανακτήσουμε εκείνη την παρόρμηση της ελευθερίας που υπερνικά τη δυστυχία; Και πώς θα το κάνουμε αν όχι με μια δίψα για ζωή. Ποια ζωή όμως; Είναι οι πράξεις του ανικανοποίητου που δεν μπορούν να περιοριστούν από τελολογικούς αφορισμούς
Την καρδιά μου δεν θα την καταλάβει ποτέ κανείς
Ξέρω πως όταν πεθάνω,
εκείνη την τελευταία στιγμή
που θα παλεύει ο ρόγχος του θανάτου μου να ακουστεί,
εκείνη τη στιγμή που η ζωή μου θα παλεύει
μην τελειώσει,
αυτή θα είναι και η τελευταία σκέψη μου:
Την καρδιά μου δεν μπόρεσε να την καταλάβει ποτέ,
κανείς.
Αν η ελευθερία είναι η ουσία της ποίησης, αν η ελεύθερη και αυτεξούσια συμπεριφορά είναι η μόνη που αξίζει μια σπαρακτική αναζήτηση, η ποίηση δεν θα δεχθεί τον κυρίαρχο τρόπο αφήγησης του κόσμου, πρώτα πρώτα γιατί την βαραίνει η εκπροσώπηση μιας μνήμης της καταπίεσης, μιας μνήμης που η διαρκής της μάχη με τη λήθη την ωθεί στον σπαραγμό και την ανάγκη για σαφήνεια.
Μπορούμε να αναδημιουργήσουμε τον κόσμο με όχημα την ποίηση; Αυτή η τρομερή αίσθηση της μοναδικότητας που αναμετράται με την τραγικότητα και αναζητά ένα νέο σημείο επαφής με τον κόσμο είναι εκπληκτική.
Είναι που τα άκρα μου τσακίστηκαν και
από τα σπλάχνα μου φώναξα «φτάνει».
Φτάνει.
Είμαι η Φλαβία Μάξιμα Φαύστα Αυγούστα.
Τώρα που έχω πεθάνει, με τρόπο φριχτό,
θέλω ο κόσμος να με θυμάται απλώς ως
Φαύστα.
Η Κατσαρού ξέρει ότι υπάρχει ένα τίμημα για όλα αυτά, υπάρχει η έντονη αίσθηση της μοναξιάς σε μια κοινωνία στην οποία ο θόρυβος προσπαθεί να σκιάσει τη σήψη. Υπάρχει ο φόβος της αδυνατότητας του έρωτα, όμως η ποιήτρια μας λέει να σταθούμε όρθιοι και να μη συμβιβαστούμε.
Με το ποίημα «Χαρακίδες» κλείνει η ποιητική συλλογή. Μία απίστευτη εξιστόρηση της πορείας των γυναικών που πάλεψαν και παλεύουν με την παλίρροια της πατριαρχίας μέσα σε όλους τους πολιτισμούς, με την αναζωογονητική δύναμή τους να ξεπηδάει και να απελευθερώνονται από τις φυλακές τους. Ως πότε θα χαρακωνόμαστε ώστε να μη μας επιλέξουν; Πώς μπορούμε να ανακτήσουμε την ελευθερία μας χωρίς το τίμημα να είναι μια θυσία; Πώς να ξεφύγουμε από τα συμφραζόμενα να μη γίνουμε σύζυγοι ή μητέρες; Ο λόγος της Κατσαρού είναι ένας λόγος ρήξης, γιατί αρνείται τη μοίρα, αρνείται το αμετάκλητο. Η παράδοση, όταν παίρνει τη θέση της στις σκιές του λόγου, είναι μέρος ενός συνεχούς ρωγμών.
«Ο θεός ήταν πάντοτε γυναίκα», δηλώνει η Κατσαρού για να εξαπολύσει στη συνέχεια έναν χείμαρρο εικόνων που ενδυναμώνουν τη ρήση της.
Μα η μνήμη είναι αθανασία, και δεν εξυπηρετεί τα σχέδια του Θανάτου,
κι έτσι οι άνθρωποι μας ξέχασαν,
στο παρελθόν μας έχτισαν και αποφάσισαν με τις γυναίκες να πορεύονται
σε μνήματα κλεισμένες.
Η ποιητική δεινότητα και η τραγικότητα της αλήθειας δίνουν στις Χαρακίδες το παράσημο μιας αυθεντικότητας. Γιατί αυτή η ποίηση που μιλά για τον πόνο, την απώλεια, τη ματαίωση, την ήττα, τη σκλαβιά, με άξονα τη γυναίκα, μόνο έτσι θα μπορούσε να γραφτεί. Ο έρωτας είναι πανταχού παρών, μέρος μιας ουσιαστικής ανάγκης, θα ζήσουμε, θα απαιτήσουμε την αγάπη με τους όρους μας, δεν θα σκύψουμε το κεφάλι, δεν θα μείνουμε σιωπηλές, δεν μας έχετε ξεφορτωθεί ακόμα. Είναι έργο όπως εξαρχής μας το δήλωσε η δημιουργός του: Ποίηση της καρδιάς μέχρι που στο τέλος τίποτε από εκείνη να μη μείνει. Εκπεφρασμένη αγωνία να κομματιάσει την ποιητική καρδιά της και να την κάνει αντίδωρο σε όλους εμάς. Στην ουσία εξιστορεί τη γέννηση, τον θάνατο και την αναγέννηση του κόσμου μέσα από τη γυναικεία μορφή. Η ποίηση της Κατσαρού είναι γεμάτη σάρκα που αγκαλιάζει τις χαρακιές της.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Ιlya Ζomb. Δείτε τα περιεχόμενα του ενδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]