frear

Μαρίνα Πετσάλη: «Δεν ήταν μέθη» – γράφει η Εύα Μ. Μαθιουδάκη

Μαρίνα Πετσάλη
Δεν ήταν μέθη
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, 2023

Το κάτοπτρο

Στο δοκίμιο της  Χριστίνας Ντουνιά «Αργοναύτες και Σύντροφοι, Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του ‘30» που κυκλοφόρησε το 2023 από τις Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, το τρίτο μέρος του αφιερώνεται στο μυθιστόρημα και στον έρωτα στο ελληνικό μυθιστόρημα.

Στο δοκίμιο αυτό παρατίθενται αποσπάσματα από μια σειρά θεωρητικών κειμένων του Καραγάτση στα οποία διατυπώνει την άποψη ότι ο σκοπός του μυθιστορήματος είναι η ανάλυση της βιολογικής συνισταμένης του είδους «άνθρωπος» σαν φαινόμενον απομονωμένο πρώτα, κοινωνικό κατόπι, και τέλος συνθετική μελέτη ανθρώπου μέσα στην κοινωνία. (σελ.363-364)

Θεωρεί δηλαδή πως το μυθιστόρημα θα αποτελέσει το λογοτεχνικό εκείνο είδος που θα σχετιστεί με τη βιολογική, κοινωνική, οικονομική, πνευματική ιστορία της εκάστοτε εποχής και προσθέτει ότι ο μυθιστοριογράφος κινείται σε τρεις βασικούς άξονες: την πάλη για τη ζωή, τον έρωτα, και τη ματαιοδοξία.

Και ακριβώς σε αυτούς τους τρεις άξονες κινείται και το μυθιστόρημα της Μαρίνας Πετσάλη Δεν ήταν μέθη. Μυθιστόρημα μεν, αλλά μυθιστόρημα που βασίζεται σε αληθινά πρόσωπα και στον μικρό θησαυρό των επιστολών, που υπομονετικά περίμεναν χρόνια πολλά σε ένα μπαούλο την Μαρίνα Πετσάλη για να τους ξαναδώσει ζωή.

Και είναι λογικό ότι οι περισσότεροι που μιλούν ή γράφουν για αυτό το βιβλίο αναφέρονται κυρίως στην πραγματικά σπουδαία ανακάλυψη των επιστολών, στην επίπονη μεταγραφή τους, στην συγκέντρωση και διατήρηση αυτού του υλικού από τον πατέρα της συγγραφέως Νίκο Πετσάλη-Διομήδη -να προσθέσω και την παρρησία του – γιατί δεν είναι εύκολο να φανερώνεις ένα καλά κρυμμένο μυστικό «εκθέτοντας», ένα καταξιωμένο πολιτικό πρόσωπο στην κλειστή αθηναϊκή κοινωνία μας, σε έναν κόσμο που εύκολα ερμηνεύει και ευκολότερα παρερμηνεύει οτιδήποτε εξάπτει τη φαντασία του και μάλιστα ερωτικό.

Κατά την γνώμη μου το σημαντικότερο από όλα είναι η ικανότητα της συγγραφέως να καταστήσει τις επιστολές της Helene Dannenberg το κάτοπτρο της προσωπικότητας του Αλέξανδρου Διομήδη. Να τον ζωντανέψει τόσο ως δημόσιο πρόσωπο μέσα από το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, όσο και να αποδώσει τον χαρακτήρα, την ψυχοσύνθεση του άνδρα από την εφηβεία έως και την ωριμότητά του. Να μας μεταφέρει την γήινη πλευρά του, τις αναζητήσεις της νιότης του, την ευαισθησία και την μεγάλη του αγάπη για τις τέχνες και τα γράμματα.

 

Και αναλογίστηκα αν τελικά σε αυτό το τόσο σημαντικό εγχείρημα της Μαρίνας Πετσάλη δεν λειτούργησε πέρα από το μοναδικό και σπάνιο υλικό των επιστολών και το υποσυνείδητο της συγγραφέως.  Από την παιδική μας ηλικία μαθαίνουμε να θυμόμαστε αυτά που μας μεταφέρει ο περίγυρος μας, η κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκουμε. Θυμόμαστε αυτό που θυμάται η οικογένειά μας –η οικογένεια αποτελεί ένα φυσικό αγωγό μνήμης μέσα από τον οποίο περνούν από γενιά σε γενιά οι εμπειρίες των προγόνων μας, συνειδητές και ασύνειδες.

Αυτό πέτυχε η Μαρίνα Πετσάλη, αλλά πέτυχε και κάτι άλλο: να μεταφέρει το κλίμα της εποχής, τον κυνισμό και την ανεμελιά της, τα τεράστια κοινωνικά χάσματα, αλλά και τη Γερμανία των λογοτεχνών, του κινήματος του Sturm & Drang της ποίησης, της όπερας του Rilke και του Wagner. Ένα μοναδικό ταξίδι στον τόπο που γέννησε τον Ρομαντισμό σαν αυτό που έκανε ο Αλέξανδρος Διομήδης το 1907 με την Helene διαπλέοντας τον Ρήνο τις απότομες πλαγιές, τους αμπελώνες του.

Οι αναγνώσεις του μυθιστορήματος είναι πολλές.

Το βιβλίο θα μπορούσε να είναι μια επιστολική νουβέλα εποχής, όπως η Lady Suzan της Jane Austen, θα μπορούσαν να τις συναγωνιστούν με τον υποβόσκοντα κυνισμό τους, μόνο που αυτή τη φορά οι επιστολές της Helene προς τον Αλέξανδρο είναι πραγματικές, έχουν διασωθεί στο σύνολο τους αποτελώντας ένα σημαντικό εύρημα για τη διερεύνηση των προκαταλήψεων, των ηθών της εποχής γύρω από μια ιδιαίτερη ερωτική σχέση.

Παράλληλα και ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης -ένα Bildungsroman. Πως να γνωρίσεις τον εαυτό μέσα από τους άλλους, γιατί κατανοώ ότι ο Αλέξανδρος Διομήδης όσο και να αφιερώθηκε στις μελέτες του, όσο και να κατέκτησε τιμές και αξιώματα επιζητούσε την επικοινωνία με μια ψυχή, επιζητούσε να βρει τον αληθινό του εαυτό μέσα από αυτή τη γυναίκα, όπως συμβαίνει με όλους τους μεγάλους έρωτες δηλαδή.

Τέλος θα ήθελα να προσθέσω και μια άλλη σκέψη μου. Το πόσο πολύτιμο είναι το υλικό των αναρίθμητων επιστολών που έχουν ανταλλαχθεί ανά τους αιώνες, το πόσο μέσα από αυτές καλλιεργείτο η γλώσσα κι ο λόγος και πόσο φτωχοί φαντάζουμε όλοι εμείς- ακόμη και εμείς οι λογοτέχνες- που αυτό που θα αφήσουμε πίσω μας είναι κάποια βιβλία, δυο τρεις σημειώσεις για τα παιδιά μας και μερικές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η Μαρίνα Πετσάλη με μαεστρία, αμεσότητα και αληθοφάνεια, με οδηγό την αποθησαυρισμένη μνήμη, αλλά κυρίως βαθιά ενσυναίσθηση αποτυπώνει με λιτό και ευαίσθητο τρόπο μια ερωτική ιστορία με δύο πρωταγωνιστές που συμβιώνουν, μεταλλάσσονται, διαψεύδονται.

Μια Κυριακή τον Νοέμβριο του 1901 γράφει η Helene στον Αλέξανδρο:

Αγάπη μου γλυκιά,

Πόσο βαθιά, πόσο παρήγορα είναι αυτά που μου γράφεις και πόσο περήφανη με κάνει η αγάπη σου. Ναι, λατρεμένε μου, θα γίνεις και φίλος μου, ο δια βίου φίλος μου, και μέσα από εσένα θα βρίσκω πάντα νέες δυνάμεις, νέο κουράγιο. Θέλω να σταθώ άξια της πίστης σου στο ταλέντο μου, κι ας αισθάνομαι συχνά σαν να στέκομαι σε χείμαρρο ορμητικό, έτοιμο να με παρασύρει. Πάντα μόνη. Είναι τόσο σκληρό να πρέπει πάντα μόνη να βρω και να ακολουθήσω τον σωστό δρόμο. (σελ. 249)

Ένα μήνα αργότερα σε μια νέα προσπάθεια του Αλέξανδρου Διομήδη να ξορκίσει όπως μας γράφει η συγγραφέας το κορμί της, να διώξει το όνειρο της συνεύρεσής του από την Helene, εκείνη του απαντά:

Τι απαίσιες αμφιβολίες εκφράζεις πάλι στο τελευταίο σου γράμμα! Μιλάς για την γλυκιά ευδαιμονία που ζήσαμε στη μικρή μου κάμαρα κι ύστερα λες ότι δύσκολα θα κράταγε. Μα δεν ξέρεις πως ίσα ίσα αν ζούσαμε καιρό μαζί θα ήμασταν όλο και βαθύτερα δεμένοι; Μια αγάπη μεγάλη σαν τη δική μας, μεταξύ δυο ανθρώπων με τόση σύμπνοια, δεν σκιάζεται από τίποτε. Ψυχή μου, ποτέ μην ξαναπείς πως ίσως θα ‘πρεπε να μην ξαναβρεθούμε! Πρέπει πάντα, μα πάντα, να επιδιώκεις να βρεθείς ξανά κοντά μου. Ζω μόνο για σένα, μ΄ακούς; Μην το ξεχνάς!

Να είσαι καλά, χρυσέ μου Αλέξανδρε!

Σε φιλώ στοργικά, τρυφερά

Το Λένχεν σου (σελ.251)

Καρδιοχτυπήματα, πάθος, αναπόληση, προσμονή αλλά και αρρώστια, μοναξιά και οικονομικές δυσκολίες.

Δεν ήταν μέθη όπως έγραψε η Helene στον Αλέξανδρο Διομήδη…να ήταν τάχα έρωτας, παρόρμηση, απειρία; Ερμηνείες πολλές! Σίγουρα μια δόση ματαιοδοξίας και άλλη τόση πάλη για ζωή.

Είναι η αγάπη χίμαιρα που τραγουδούσε ο Αττίκ ή μήπως πιο κυνικά, όπως έγραψε στο ημερολόγιο του ο Τολστόι το 1851: «Ερωτεύθηκα ή φαντάζομαι ότι ερωτεύθηκα. Πήγα σε μια γιορτή και έχασα το μυαλό μου. Αγόρασα ένα άλογο που διόλου δεν το χρειαζόμουν

Και τέλος μια ερώτηση προς τους ιστορικούς μας και τους αναγνώστες: Πως θα είχε διαμορφωθεί η ζωή του Αλέξανδρου Διομήδη αν τελικά είχε παντρευτεί την Γερμανίδα ερωμένη του; Πως θα τους είχε υποδεχτεί η οικογένεια του και η αθηναϊκή κοινωνία; Πως θα είχε επηρεάσει η Helene τις επαγγελματικές και πολιτικές επιλογές του Αλέξανδρου Διομήδη;

Να μου επιτραπεί να κλείσω με την υποψία ότι η Helene θα άνθιζε και θα προσαρμοζόταν γρήγορα στο νέο της περιβάλλον.

 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη