Γιώργος Κασαπίδης, Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου, εκδ. Εύμαρος, Αθήνα 2023.
Δεινός φωτογράφος της μελαγχολίας των πραγμάτων και της ανθρώπινης παρουσίας, σ’ αυτή την πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του, δεν απομακρύνεται απ’ αυτά τα στοιχεία αλλά τα εμπλουτίζει με ένα ιδιαίτερο χιούμορ, με μια ρεαλιστική ματιά, όχι μέσω του φακού αλλά του συγγραφέα.
Το χιούμορ αυτό, όταν δεν είναι ιδιαίτερα σκληρό, όπως είναι πολλές φορές η καθημερινότητα, αλλά λεπτό, σχεδόν υαλώδες στη διαφάνεια, όπου ο κόσμος καθρεφτίζεται, σε κόβει τόσο απαλά, χωρίς σταγόνα αίμα, ενώ μέσα του ο κόσμος και ο άνθρωπος αιμορραγεί. Η δραματικότητα αυτή χειραγωγείται μέσω αυτού του ιδιαίτερου χιούμορ που υπαγορεύει τις λέξεις και τις εικόνες, ανοίγοντας τες προς την πραγματικότητα και τη δύναμη της καθημερινότητας.
Η σχέση και η επαφή με τα ζώα που πλέον έχει χαθεί, διαπερνά σαν τρυφερή χορδή μελοποιώντας αποκαλυπτικά μια ουσιαστική πτυχή, της ολότητας της συμβίωσης της φύσης με τα ζωντανά και όχι απλώς ζώα, τα πουλιά τα δέντρα και τους ανθρώπους.
Οι περιγραφές του χώρου, άλλοτε τραχείς, άλλοτε ζεστές σαν μητρικό χάδι, με μια αγριάδα που σε θωπεύει φιλικά καθώς συγκρούεται με τις εναλλασσόμενες ψυχικές καταστάσεις των προσώπων.
Ιδιαίτερα στα διηγήματα «Bachelor’s Walk», καθώς το περιβάλλον με τις εξέχουσες μορφές και τα γνωμικά των ποιητών της Ιρλανδίας μένει αδιάφορο και ανενεργό από τον φακό του φωτογράφου, ο οποίος αποτυπώνει τουριστικά τα αξιοθέατα, και όλη αυτή η καταπίεση του μεγαλειώδους, αποστεγνώνει το πρόσωπο και το σώμα του, ενώ η μόνη ζωντανή αλλά μισοχαμένη εικόνα της ματιάς του χαϊδεύει απογοητευμένη το πορτρέτο της αγαπημένης που έχασε και που η μάταιη αναμονή της νεκρώνει ό,τι τον πλαισιώνει. Το καθιστά ανύπαρκτο. Το γονατισμένο εγώ του φωτογράφου λυγίζει όλο τον κόσμο γύρω του, ακόμα και τον «παντογνώστη» συγγραφέα που τον παρακολουθεί αθέατος, μέσα από τις λέξεις που σαν νέες φωτογραφίες απαθανατίζουν ό,τι πεθαίνει κι ό,τι ζει απ’ αυτό που έχει πεθάνει.
Παρομοίως στο «Σκύλο της ελπίδας, στον καθρέφτη του Μπόρχες» –η επιλογή του Μπόρχες δεν είναι τυχαία–, προσπαθεί να ενσωματώσει το παράλογο με τις αιτίες του που διαβρώνουν τα χρόνια της ζωής του/μας, τα χρόνια της αθωότητας, ακούγεται ο παιδικός σκύλος να γαυγίζει απελπισμένα ψυχορραγώντας στις ράγες του τρένου, σε μια ανύπαρκτη ελπίδα, απέναντι όχι μόνο στην αδιαφορία για τον θάνατο ενός σκύλου, αλλά και τον χαμό των ανθρώπων στις γειτονικές και μακρινές πόλεις, καθώς το ανθρώπινο βλέμμα χάνεται στον παραμορφωμένο καθρέφτη του χρόνου.
Ή το σπαραχτικό «Μάρκος Δράκος» όπου φαίνεται αναποδογυρισμένος ο κόσμος, αφού οι «καθώς πρέπει» φέρονται απάνθρωπα και οι περιφρονημένοι και άχρηστοι αφήνουν καθαρά και γνήσια αισθήματα να αναβλύσουν σαν άγιο μύρο πάνω στον απαγορευμένο τάφο της μητέρας του Μάρκου, όπου μόνος τον έσκαψε, την έθαψε και τη λειτούργησε. Άνθρωποι απλοί, πολλές φορές ένοχοι, ανατρέπουν τα σκοτεινά δεδομένα και τα γεμίζουν με φως. Όπως στις φλούδες καρπουζιού, ένας άνθρωπος μαζεύει τις φλούδες της γειτονιάς με το καροτσάκι του, για να ταΐσει τον γέρο γαϊδουράκο και τα άλλα ζωντανά της περιοχής. Μια ήσυχη θυσία ψυχής, χωρίς τις κορόνες και τα παράσημα της ανδρείας.
Το χιούμορ του, καυστικό, απλώνεται στα τραγικά παρακλάδια της πραγματικότητας, όπου ο άνθρωπος είναι αθώος και ένοχος ταυτόχρονα. Ένα αμυδρό, παράπλευρο χαστούκι στη διαμόρφωση της κοινωνίας και της ανθρώπινης συμπεριφοράς, με τα αδιέξοδα προβλήματα, τα τραγικά γεγονότα που διαπερνούν την ανθρώπινη ύπαρξη, σε μια υπερβατική ενδοσκόπηση, με το άλλοτε ζεστό κι άλλοτε ειρωνικό χιούμορ μιας υποδοχής-αποδοχής της καθημερινότητας που μας περικλείει. Ανάμεσα στο υπάρχουμε και δεν υπάρχουμε, φαίνεται και δεν φαίνεται το είδωλό μας στον φακό με το αρνητικό και αδιόρατο πρόσωπό μας.
Μπορεί η αλήθεια να ελευθερώνει αλλά η πραγματικότητα σε αλλάζει. (Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου)
Όπως ο γέρος, που έχει απομονωθεί και παρακολουθεί απόμακρος τις κακόψυχες διαδόσεις των συχωριανών, ζει ελεύθερος δίπλα στον τάφο της γυναίκας του και τα άγρια άλογα.
Η αλλαγή δεν σημαίνει απαραιτήτως ελευθερία, εδώ όμως ταυτίζεται με αυτήν.
Η γλώσσα του Κασαπίδη άλλοτε ωμή, άλλοτε τρυφερή, είναι κυρίως ρεαλιστικά στοχαστική απέναντι στη διαρκή αλλαγή που επιβάλλει ο ρυθμός της ζωής στον άνθρωπο και τη Φύση, όπου το μειδίαμα του χιούμορ φωτίζει παράπλευρα τις ματωμένες όχθες του αέναου ποταμού του χρόνου.
Μια συλλογή που ενώ φαίνεται απλή, στην ουσία είναι μια αιματηρή χαρτογράφηση της ζωής στην επαρχία, ανάμεσα στα βουνά και τις ράχες, τα ποτάμια και τους στάβλους της Ιστορίας.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Dale Bissland. Δείτε τα περιεχόμενα του ενδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]