Γεωργία Μακρογιώργου, Ανταύγειες, Εκδόσεις ΑΩ, 2023.
Είναι γεγονός ότι η Πανδημία, ο εγκλεισμός και οι πρωτόγνωρες επιπτώσεις τους στην ανθρώπινη κατάσταση και εμπειρία έδωσαν ώθηση στη συγγραφή παντός είδους κειμένων ανά τον κόσμο. Έδωσαν επίσης και τον απαραίτητο χρόνο συγκέντρωσης που ως γνωστόν απαιτεί η συγγραφή, αφού σχεδόν όλες οι υπόλοιπες μορφές της ενσώματης ανθρώπινης δραστηριότητας ανεστάλησαν ή περιορίστηκαν στο ελάχιστο. Υπό το κράτος του φόβου και το καθεστώς της αβεβαιότητας, οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να απομονωθούν σε μικρούς πυρήνες/εστίες συνύπαρξης. Στο πλαίσιο της εγκαθίδρυσης μιας παγκόσμιας, νεοφανούς ετεροτοπίας, περιόρισαν τη δραστηριότητά τους μέσα σε μικρότερες, στενώς οικογενειακές ετεροτοπίες, εντός των οποίων όφειλαν να ακολουθούν συγκεκριμένες συμπεριφορές και πρωτόκολλα, η παρέκκλιση από τα οποία εγκυμονούσε κινδύνους και τιμωρίες. Πώς διαχειρίζεσαι μια τέτοια συνθήκη στην οποία ποτέ δεν θα επιθυμούσες να βρεθείς, υπό το καθεστώς της οποίας, όμως, έχεις τον χρόνο εκείνο που πάντα επιζητούσες για κάνεις κάποια από αυτά που ήθελες, αλλά δεν είχες το χρόνο να κάνεις; Ορισμένα δεν γίνονται εκ των πραγμάτων. Η πράξη της γραφής ωστόσο, μάλλον βρέθηκε στο απόλυτο στοιχείο της: παρατεταμένα διαστήματα απομόνωσης εντός στενών οικογενειακών ετεροτοπιών και αναστολή των μετακινήσεων σήμανε εκκίνηση της γραφής μέσα στη φούσκα της καραντίνας.
Έτσι, λοιπόν, ξεκινάει και το εγχείρημά της συγγραφέως Γεωργίας, αλλά και της ηρωίδας της Αντιγόνης ως «Χρόνος ρουφηγμένος στο λάπτοπ» (σελ. 9) και ως τέτοιος καταλήγει εκ νέου στο τέλος του εγχειρήματος με την ίδια ακριβώς φράση στη σελ. 183. Αποκτά λίγο-λίγο τη μορφή ενός πλέγματος αλληλοεξαρτώμενων ιστοριών, αφηγήσεων και παροντικών καταγραφών, με αναληπτικές αναδρομές στο τραυματικό παρελθόν, στάσεις στο δυστοπικό παρόν και ελπιδοφόρες προοικονομίες για το άμεσο μέλλον. Ροζ ανταύγειες στα βαμμένα από την Αντιγόνη μαλλιά της γιαγιάς Φιλιώς στο ξεκίνημα των αφηγήσεων που στο τέλος, μέσα στον χυλό τής άνοιας, εξελίσσονται σε «ανταύγειες από κείνες της μνήμης, που αστράφτουν για λίγο κι ύστερα χάνονται» (σελ 182).
Γραμμένες κατά το πρόσφατο παρελθόν της πανδημίας και του εγκλεισμού, οι Ανταύγειες, το νέο πεζογραφικό πόνημα της Γεωργίας Μακρογιώργου από τις εκδόσεις ΑΩ, αποτελεί μια ημερολογιακή καταγραφή γεγονότων, συναισθηματικών καταστάσεων και μνημονικών αφηγηματικών καταβυθίσεων, οι οποίες φαινομενικά πυροδοτούνται από την αναγκαστική συγκατοίκηση/συμβίωση τριών γυναικών που αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές γενιές. Και λέω φαινομενικά, διότι οι προβληματικές στις οποίες εστιάζει το κείμενο είναι διαχρονικές, επαναλαμβανόμενες, ανεπίλυτες εισέτι, ακόμα και κάτω από φυσιολογικές συνθήκες. Οι τρεις αυτοί γυναικείοι χαρακτήρες κυρίως είναι που φαίνεται να έχουν σημασία. Εξελίσσονται, αρθρώνουν λόγο και έχουν φωνή, ενώ οι αντίστοιχοι ανδρικοί μόνο επιφανειακά περάσματα πραγματοποιούν μέσα από τις ιστορίες, λειτουργώντας κυρίως ως διευκολυντές της πλοκής και μάλλον ως αρνητικά δείγματα του φύλου τους. Η γιαγιά Φιλιώ, αρχικά στα πρόθυρα, και στην πορεία στο έλεος της άνοιας. Η κόρη της η Ματίνα, που ως άλλη Λίλυ Μπρίσκο παλεύει να διαχειριστεί τους δαίμονες των επιλογών της μέσω μιας λοξής αντιγραφής εμβληματικών πινάκων ανδρών ζωγράφων, που τους παραλλάσσει ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής, προσπαθώντας να βρει ή να ανακτήσει τη δική της οπτική, να αρθρώσει τον δικό της λόγο, τη δική της επιθυμία. Τέλος, η παγιδευμένη στις αντιφάσεις του σύγχρονου κόσμου Αντιγόνη, κόρη της Ματίνας και εγγονή της Φιλιώς, που είναι και η βασική ενδοδιηγητική αφηγήτρια. Λόγο αρθρώνει περιστασιακά και η ερωτική μετανάστρια Νταρίνα, θύμα κι αυτή, όπως και η γιαγιά Φιλιώ, σκληρής ενδοοικογενειακής βίας, οι εμπειρίες της οποίας επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι η γυναίκα δεν έπαψε σε καμία εποχή να υφίσταται την κυριαρχία του αρσενικού. Υπάρχει ωστόσο και μία εξωδιηγητική αφηγηματική φωνή που κατά διαστήματα αναλαμβάνει τα ηνία της αφήγησης, ειδικότερα όταν πρόκειται για τα τεκταινόμενα της Αντιγόνης με την οποία Αντιγόνη, σε μετα-αφηγηματικό επίπεδο, μάλλον ταυτίζεται και μέσω της οποίας εκθέτει και σχολιάζει την ίδια την πράξη της γραφής, με όλα τα δύσκολα και συνάμα λυτρωτικά της χαρακτηριστικά. Υπάρχουν δε, την εποχή του Skype και των ψηφιακών μέσων, και οι εμβόλιμες χειρόγραφες επιστολές της Αντιγόνης προς τον Σοφοκλή, που ποτέ ωστόσο δεν ταχυδρομούνται, αφού ο Σοφοκλής δεν είναι παρά το πρόσχημα που χρειάζεται η Αντιγόνη για τις αποστροφές της προς εαυτόν. Κοινώς, τα λέει στην πεθερά για να τ’ ακούει η νύφη. Συγγραφική δυστοκία και ανασφάλειες, διλήμματα, και παντός είδους ματαιώσεις. Στο πρώτο, στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, αλλά και στα χειρόγραφα ραβασάκια προς τον αόρατο Σοφοκλή, εκεί όπου το γράφον υποκείμενο, υπό το γνωστό και μη εξαιρετέο βάρος της αγωνίας της επίδρασης (Harold Bloom), επικαλείται τη μούσα που την φαντάζεται:
«λευκοντυμένη, σαν τη νύφη του πρωτομάστορα πριν χτιστεί στο γεφύρι, να ‘ρχεται να με ξυπνάει νωρίς το πρωί…να κάθεται στην πολυθρόνα…να μιλάμε χαμηλόφωνα. Να παρακολουθεί ο καθρέφτης και να φέρνει παλιά είδωλα» (σελ. 10). Και να εμφανίζεται η κοινοτοπία ακάλεστη, με φρου-φρού και αρώματα κι εσύ να προσπαθείς να τη διώξεις.
Η θεματικοί πυρήνες της Μακρογιώργου περιστρέφονται γύρω από τα ιεραρχικά δίπολα φύση-πολιτισμός, ορθός λόγος-ανορθολογισμός, νους-σώμα, τα οποία με τη σειρά τους παραπέμπουν στην ασύμμετρη σχέση άνδρας-γυναίκα ως θεμέλιό της Δυτικής παράδοσης γενικότερα, και της ελληνικής πραγματικότητας ειδικότερα, διαιωνίζοντας έτσι την έμφυλη ανισότητα. Σε μία από τις χειρόγραφες επιστολές της προς τον ξενιτεμένο Σοφοκλή, εξάλλου, η βασική αφηγήτρια Αντιγόνη δηλώνει ευθέως τον σκοπό της: «Μάλλον ιστορίες γυναικών θα γράψω. Με γυναίκες σαν τη μάνα μου και τη γιαγιά μου κεντρικές ηρωίδες και μένα παντογνώστρια αφηγήτρια» (σελ. 108). Οι τρεις γυναίκες επιδίδονται σε παιχνίδια ρόλων και κάθε λογής αναζητήσεις και αφηγήματα, ενώ η συνεχής μετατόπιση και το ανικανοποίητο της επιθυμίας τους συμπυκνώνονται στη φράση της Αντιγόνης: «…Σκεφτόμουν ότι οι τρεις γυναίκες του σπιτιού ήμασταν σαν τις ηρωίδες του Τσέχωφ. Που ονειρεύονταν να πάνε στη Μοσχα και ποτέ δεν πήγαν.» (σελ. 34)
Το ζήτημα της «έμφυλης διαφοράς» δείχνει να απασχολεί έντονα την Μακρογιώργου και μου έρχεται στο μυαλό η περίφημη φράση της Luce Irigaray στο εμβληματικό This Sex Which is not One (Αυτό το φύλο που δεν είναι ένα) «είμαι γυναίκα, γράφω μ’ αυτό που είμαι». H Irigaray υποστηρίζει ότι για να ανοίξει εκ νέου ο γυναικείος δρόμος μέσα στη γλώσσα και μέσω αυτής, η μέθοδος κάθε άλλο παρά απλή είναι, αφού η στρατηγική στην οποία βασίζεται έχει να κάνει με ένα συνειδητό, ή και όχι, πρόταγμα παράκαμψης και εκτροπής του Άλλου, αλλά και με το τέχνασμα αναγωγής του Άλλου στο ίδιο. Στο κείμενο της Μακρογιώργου, μέσα από τις αφηγήσεις των χαρακτήρων, η γυναικεία ταυτότητα συνεχώς αντιπαραβάλλεται με την ταυτότητα του ανδρικού υποκειμένου για να αναδυθεί όχι ως μια ευθέως νοηματοδοτημένη και θετικά αναγνωρισμένη ετερότητα, αλλά ως ένα μη υποκείμενο, μια μη ταυτότητα, εντέλει ένας μη-άνδρας. Κι εδώ έχουν τον πρώτο λόγο οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις της γιαγιάς Φιλιώς που κουβαλάει όλα τα τραύματα των γυναικών της γενιάς της, αλλά και της Ματίνας που, αν και περισσότερο προνομιούχα απ’ τη μητέρα της κι αυτή, όπως υποδηλώνει το όνομά της που βγαίνει από το Σταματίνα, είναι σταματημένη από τις πατριαρχικές συμβάσεις και τα στερεότυπα που όρισαν και τη δική της ζωή… «ούτε εμπρός, ούτε πίσω», λέει η Αντιγόνη για τη μάνα της, αλλά, έμμεσα και για αυτήν την ίδια, που παραμένει εν μέρει εγκλωβισμένη στα στερεότυπα της δικής της, εξίσου περίπλοκης εποχής.
O διακειμενικός χαρακτήρας του κειμένου της Γεωργίας είναι εμφανής. H συγγραφέας ανασύρει από το πρόσφατο ή απώτερο παρελθόν σπαράγματα κειμένων, στίχους, εικόνες, σκηνές από ταινίες και έννοιες, που στο δικό της σημασιολογικό περιβάλλον αναφορτίζονται και ενσωματώνονται στη ρητορική του δικού της κειμένου. Τα σημεία επαφής των κειμένων, τα διακείμενα, στην περίπτωση της Μακρογιώργου μπορεί να είναι δάνεια από τη δημώδη λογοτεχνία, φράσεις γνωστών τραγουδιών, πρόσωπα, ακόμη και λέξεις με ειδικό σημασιολογικό βάρος, που εισέρχονται στη γραφή της, τροποποιώντας και καθορίζοντας τη στρατηγική της. Έχω την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα κείμενο που προσπαθεί να χωρέσει τα πάντα και να μιλήσει για όλα, «για τις αντιφάσεις του κόσμου αυτού, για τους κατατρεγμένους και τους θυσιασμένους, τα θύματα του υποτιθέμενου πολιτισμού μας και για τα πτώματα στο Αιγαίο, δίπλα στα εξωτικά νησιά» (σελ.183), ανάμεσα σε άλλα, ένα κείμενο που ξεχειλίζει κυρίως από την επιθυμία να αρθρώσει αυτή καθ’ αυτή την έννοια της γυναικείας επιθυμίας, μέσα στην ψηφιοποιημένη πλέον πραγματικότητα, που εξακολουθεί ωστόσο να υφίσταται τα δεινά της πατριαρχίας. Και μια και η διακειμενικότητα δεν αποκλείει την ιστορική σχέση ανάμεσα στους συγγραφείς και τα κείμενα, υπάρχουν εδώ και ιστορικές αναφορές σε γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας γενικότερα, όπως οι μνήμες του εμφυλίου, αλλά και της Θεσσαλονίκης ειδικότερα, με εκτεταμένη αναφορά στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων και στις συνεχιζόμενες θηριωδίες των ανθρώπων (πόλεμοι, γυναικοκτονίες, και εντελώς σύγχρονες γενοκτονίες) που συνεχίζουν να εξελίσσονται, κυριολεκτικά δίπλα μας, με αμείωτη ένταση. Αναφερόμενος στον διαλογικό χαρακτήρα και την πολυφωνία της γραφής, ο Mikhail Bakhtin μιλάει για τους δεσμούς που αποκτά το εκάστοτε κείμενο με τα προηγούμενά του, αλλά και με αυτά που θα επακολουθήσουν, και οι ποικίλες φωνές ενός έργου υπογραμμίζουν την ύπαρξη άλλων έργων μέσα σε αυτό, γεγονός που στο κείμενο της Μακρογιώργου υλοποιείται μέσα από ένα αρκούντως πολυφωνικό παλίμψηστο οπτικών και αναφορών.
Επιχειρώντας να συγκροτήσει ένα γυναικείο φαντασιακό, δηλαδή έναν τόπο ταυτίσεων ενός Εγώ κι ενός εαυτού που δεν αλλοτριώνεται από την εικόνα που προτάσσει το αρσενικό, η Μακρογιώργου πλάθει χαρακτήρες γυναικών που βρίσκονται σε πορεία αναζήτησης ή «σε πτήση», μια πορεία κατά την οποία η γυναίκα αρνείται την αδράνεια και αναζητά τον εαυτό της προς τα εμπρός, προς το άλμα. Προκύπτει, επομένως, η δυνατότητα ενός είδους γραφής η οποία επιτρέπει στις γυναίκες να επανεγγράψουν την ιστορία τους, να αδράξουν την ευκαιρία να μιλήσουν, υπονομεύοντας τον ανδρικό φαλλο(γο)κεντρισμό. Ένα είδος γραφής που πηγάζει από τη μητέρα, όχι από τον πατέρα, και που προέρχεται από το ασυνείδητο, εξ ου και η συχνή παρουσία των ονείρων στο κείμενο, μέσω των οποίων διακρίνονται οι ανατρεπτικές ανταύγειες του υποσυνείδητου. «Μη με υποτιμάς, λέει το υποσυνείδητο. Είμαι κι εγώ εδώ». (σελ. 80)
Στις Ανταύγειές της, η Γεωργία, μέσω των χαρακτήρων που επινοεί, επιχειρεί να μιλήσει για πολλά. Μας ξεναγεί «στο αρχείο της μνήμης, που ανοίγει και βγάζει και τ’ άλλα, που απέχουν πολύ απ’ τα λαμπερά και τ’ αγαπησιάρικα» (σελ. 80). Μιλάει για τις αντιφάσεις του ανθρώπινου πολιτισμού, αυτή την ευλογία και ταυτόχρονα μάστιγα του είδους μας, και για το κακό που ανέκαθεν έχει το πάνω χέρι στις κοινωνίες μας, και όλα αυτά, με όχημα τη συνυποδηλωτική διάσταση του γλωσσικού κώδικα που φορές λειτουργεί ως ταυτόσημος της φθοράς, της απώλειας αλλά, ταυτόχρονα, και μιας αδιόρατης προσμονής που εξακολουθεί όχι μόνο να ελπίζει, αλλά και να δηλώνει ευγνωμονούσα για το ηδονο-επώδυνο δώρο της ύπαρξης, Πώς αλλιώς άλλωστε να συνεχίσει το ταξίδι της ύπαρξης; Μας δίνει τον τρόπο της, άλλωστε, μέσω της Αντιγόνης στο τέλος κι είναι σαν να ακούω αμυδρά τον Beckett: «Λόγια, πολλά λόγια. Μαζεύω λόγια, φτιάχνω λόγια… πλάθω φιγούρες… Σαν τοτέμ μοιάζουν του ταραγμένου κόσμου μας. Στέκουν εκεί και με κοιτούν. Ψάχνουν για απαντήσεις. Ντρέπομαι που δεν μπορώ να βοηθήσω. Ντρέπομαι και χαμηλώνω τα μάτια. Κι όσο χαμηλώνω τα μάτια, άλλο τόσο ντρέπομαι…». Κι εγώ Γεωργία, κι εγώ το ίδιο αισθάνομαι, πλέον.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Karen Holtsmark. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]