frear

Επιστρέφοντας στους νεκρούς την ύλη των άστρων – γράφει ο Κ.Χ. Λουκόπουλος

Ελένη Σιγαλού, Εκπνοές νερού, Κουκκίδα, Αθήνα 2023.

Διάβασα τις Εκπνοές Νερού, την συλλογή της Ελένης Σιγαλού με πολύ ενδιαφέρον, καθώς είναι το πρώτο βιβλίο ποίησης με την παραδοσιακή μορφή του σονέττου που καλούμαι να προλογίσω. Οφείλω να ομολογήσω ότι κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης χαμογελούσα κάθε τόσο διαπιστώνοντας ότι η γλώσσα αντιμετωπίζεται με τέτοιο σεβασμό και τρυφερότητα, που αισθανόμουν την ανάγκη να επιστρέψω ώστε να απολαύσω εκ νέου την ομορφιά που είχα μόλις απολαύσει. Ενώ χρησιμοποιεί η ποιήτρια μια φόρμα που έχει στο παρελθόν συνδεθεί με ρεύματα που απέχουν ως αισθητική και ως περιεχόμενο πολύ από τη σημερινή εποχή, δεν γλιστράει ποτέ σε λυρικές υπερβολές, διατυπώνει το ποιητικό περιεχόμενο με σαφήνεια, και υπακούει – θα μπορούσα να πω – σε έναν ελεγχόμενο οίστρο σχεδόν με ανακούφιση, φροντίζει δηλαδή την ομοιοκαταληξία και τα μέτρα της περισσότερο ως ένα «μαντρικό» καθήκον που απομακρύνει το νου από την υπερέκθεση, σαν -ας πούμε- μια χειρωνακτική εργασία που οδηγεί εν τέλει στην ποιητική μέθεξη. Μια γενικότερη παρατήρηση, είναι έτσι κι αλλιώς, ότι προσέρχεται στο είδος διαβασμένη και εξοπλισμένη θεωρητικά. Αυτή η προσέγγιση, και με μία σεμνότητα που τη χαρακτηρίζει και ως άνθρωπο, αποτελούν την ταυτότητα της συλλογής.

Αρχής γενομένης από του πεζόμορφου Προοιμίου ο αναγνώστης προετοιμάζεται να βυθιστεί σε μια ατμόσφαιρα ποιητική που προκύπτει όταν υδρολύονται οι συμβάσεις, έτσι, το κρεβάτι, που είναι ένα πεδίο προσέγγισης του σώματος –αν και, όπως λέει η ποιήτρια, πρέπει να διανύσεις απόσταση για να φτάσεις στο άλλο σώμα– γίνεται μια πύλη απ’ όπου το ποιητικό υποκείμενο αρχίζει να αντιλαμβάνεται το σύμπαν. Η πρόσληψη της ποιητικής ανάτασης προκύπτει σα μια δραπέτευση από τον κλειστό χώρο στο αιθέριο άπαν. Με αυτό το εναρκτήριο πεζό ποίημα ο αναγνώστης εισάγεται σταδιακά σε ένα καθεστώς συμμετοχής που τον ωθεί να απολαύσει τη μετρική μέθεξη που ακολουθεί.

Η θεματική της συλλογής ποικίλλει: από τη μελέτη και την αποδοχή της απώλειας, φυσικής ή κοινωνικής, ως τον θάνατο και τη ζωή υπό το πρίσμα του θανάτου. Από τον χρόνο και τα ροκανίδια του πάνω στη βιωτή, έως τον έρωτα και την προδοσία, τα ματαιωμένα όνειρα, τα ταξίδια, που μετατρέπονται σε ένα μανιφέστο ποιητικής και βιωματικής σοφίας. Όλα παραδίδονται στον αναγνώστη με μεράκι και αισθητική αρτιότητα αλλά και με διάθεση (ίσως και υποσυνείδητη) να πειραχτεί ο τρόπος. Για παράδειγμα μου άρεσαν πολύ κάποια τετράστιχα που αλλάζουν τον τονισμό από τη λήγουσα στην προπαραλήγουσα στον πρώτο και στον τέταρτο στίχο, στο ποίημα «Οι δίφθογγοι του Αυγούστου». Στο τρίτο τετράστιχο λέει:

Το φως φρουμάζει. Με κομμένο χαλινό
τρέχουν οι ώρες. Αφηνιάζει το χορτάρι
στον κάμπο γέρνει γερασμένο το φεγγάρι
του Αντάρη τρέμει το ’να μάτι κόκκινο.

Η συγκυρία μού θύμισε τον «Αποσπερίτη» του Θανάση Παπακωνσταντίνου, όπου ορίζει το μέτρο χρησιμοποιώντας διαφορετικό κάθε φορά τριβόμενο σύμφωνο:

Η μέρα φεύγει, ποιος την κλέβει

Θα ξεχωρίσω ένα από τα πολύ όμορφα και νοσταλγικά ποιήματα της συλλογής που είναι το ποίημα «Στο καφέ» της σελίδας 31, όπου οι ανεκπλήρωτοι πόθοι παρομοιάζονται με τα ταξίδια που δεν ταξιδεύτηκαν ποτέ, ενώ ένα από τα καλύτερα καταληκτικά δίστιχα βρίσκεται στο ποίημα «Χορός σκιών» που φτιάχνει μιαν ατμόσφαιρα φθοράς όπου κυριαρχεί η συκιά, το δέντρο που καταράστηκε ο Χριστός. Λέει το δίστιχο:

στάζει το γάλα του αγίνωτου θανάτου/
το θύμωμα του σύκου του αοράτου.

καθώς και στο ποίημα «Δίκοπο μαχαίρι» της σελίδας 21, όπου ξεκινάει διατάσσοντας τις εποχές ως ένα σταθερό χρονικό περιβάλλον που φιλοξενεί τη γλυκιά και επώδυνη προσμονή και καταλήγει στην εμπεδόκλεια διαρχία του έρωτα και του θανάτου. Λέει στο δίστιχο:

δώρο του ρίγους σου το δίκοπο μαχαίρι /
φώσφορος θάνατος και μαύρο μεσημέρι.

Εξαιρετικά ενδιαφέρον βρήκα στο ποίημα «Άνοιξη» το πώς πλησιάζει εννοιολογικά την ποιητική του Καρούζου –δίχως τη συνοδευτική ελληνορθόδοξη θρησκευτικότητα– και υιοθετεί αυτή την αντιστροφή μεταξύ της ζωής και του θανάτου όπου η άνοιξη, η μήτρα της ανθοφορίας της φύσης, γίνεται κιόλας το φέρετρό της. Σπουδαίο ποίημα σε κάθε περίπτωση.

ΑΝΟΙΞΗ

Έτσι όπως φύσαγε τ’ αγέρι
άνθη θητεύανε στο χώμα
το φως γυμνό πάνω στο σώμα
κ’ ήταν δεν ήταν μεσημέρι

απ’ το παράθυρο κοιτούσες
των μελισσιών τ’ αλισβερίσι
στο βάθος ένα κυπαρίσσι
σε ρώτησε γιατί πενθούσες

μισή γερμένη στο περβάζι
έκλεβες λόγια όπου τα φύλλα
λένε στη ρίζα όλο νάζι
προτού ριχτούν στην κατρακύλα.

Η Άνοιξη πώς κατεβάζει
μια ψύχρα μιαν ανατριχίλα!

Τέλος, στο Επιμύθιο, με τίτλο «Στου Ζερβού ξανά», η ποιήτρια κλείνει τους λογαριασμούς που άνοιξε στο προοίμιο: Επιστρέφει στους νεκρούς της την ύλη των άστρων που της χάρισαν για να γράψει. Μαζί με τη νυχτερίδα από τη στολή του πατέρα που διαπερνά το στήθος της, η θεϊκή φωνή του Γιάννου τη λογχίζει από τον Άδη. Κρέμονται τα παιδιά, η πιτσιρικαρία, σαν ώριμα σύκα από την αρσενική συκιά. Σύμβολο πλέον το δέντρο για την ποιητική της Ελένης Σιγαλού.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Το κείμενο διαβάστηκε στο Εναλλακτικό βιβλιοπωλείο, κατά την παρουσίαση του βιβλίου (16.12.2023). Ζωγραφική: ©Alberto Hernández Reyes. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

 

 

 

 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη