Ο άνδρας στέκεται δίπλα στις ράγες. Οι ακτίνες του απογευματινού ήλιου αναπηδούν πάνω στα μεταλλικά καλώδια και έκαιγαν τα μάτια του. Η όραση είναι ευρέως αποδεκτό ότι αποτελεί την πιο σημαντική του αίσθηση για κάποιον που επάγγελμά του είναι ο κινηματογράφος, και επιλέγει να την προστατέψει. Μπαίνει στο μπαρ του σταθμού, άδειο εκτός από τον μπάρμαν και ένα παλιό πιάνο. Το τρένο θα καθυστερήσει ώρες ακόμα και είναι ο μοναδικός επιβάτης που είχε φτάσει στον σταθμό τόσο νωρίς.
«Νομίζω ότι σε έχω δει κάπου. Είσαι σκηνοθέτης;».
«Δεν περίμενα να με αναγνωρίσει κάποιος».
«Επειδή είμαι μπάρμαν δεν σημαίνει ότι δεν έχω κουλτούρα».
«Δεν εννοούσα συγκεκριμένα εσένα, είναι απλά δουλεία του παρασκηνίου, λίγοι ξέρουν πώς μοιάζει ένας σκηνοθέτης ακόμα και αν ξέρουν το όνομα».
«Μην αγχώνεσαι, πλάκα έκανα».
«Να σου κάνω μια ερώτηση. Δουλεύει το πιάνο;»
«Το έχουμε για την αισθητική, αλλά είμαι αρκετά σίγουρος ότι δουλεύει».
«Μπορώ να παίξω;»
«Αν συνεισφέρεις πρώτα στα έσοδα του μπαρ, σίγουρα».
Ο άνδρας γνέφει, και ο μπάρμαν του γεμίζει ένα ποτήρι. Το πίνει γρήγορα και κάθεται στο ογκώδες ξύλινο πιάνο. Πατάει μερικά πλήκτρα και νιώθει ντροπή από την κακοφωνία για την οποία είναι υπεύθυνος. Έπειτα από μερικές ακόμα αποτυχημένες προσπάθειες, επιστρέφει στον πάγκο του μπαρ.
«Τι προσπαθείς να παίξεις;».
«Είναι η μουσική από μια παλιά ταινία. Λέγεται Καλά Χριστούγεννα, κύριε Λόρενς. Την έχεις ακουστά;».
«Όχι. Έχω κουλτούρα, αλλά όχι τόση. Καλή ταινία;».
«Είναι σημαντική για εμένα, επομένως δεν είμαι και ο αντικειμενικός κριτής του αν είναι καλή. Εγώ και ο πατέρας μου συνηθίζαμε να την βλέπουμε μαζί».
«Ήταν και αυτός σκηνοθέτης;».
«Ούτε κατά διάνοια. Θεωρούσε ότι η σκηνοθεσία είναι κακή επιλογή καριέρας, έκανε τα πάντα για να με αποτρέψει. Ειλικρινά, δεν είχαμε και πολλά κοινά. Αλλά αγαπούσαμε και οι δύο το Καλά Χριστούγεννα».
«Με τι έχει να κάνει;».
«Είναι πολεμική ταινία. Ένας αιχμάλωτος και ένας διοικητής ερωτεύονται σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων στον δεύτερο παγκόσμιο, αλλά εξαιτίας της κατάστασης καταπιέζουν τα συναισθήματα τους. Εγώ γοητεύτηκα από την ιστορία, στον πατέρα μου αρέσουν οι στρατιωτικές στολές. Ίσως να μην κατάλαβε ποτέ ότι οι άνθρωποι ήταν ερωτευμένοι, να νόμιζε ότι απλά εκτιμούν ο ένας τον άλλο για τον ανδρισμό τους ή κάτι τέτοιο. Τέλος πάντων. Οι λόγοι ήταν διαφορετικοί, αλλά μας άρεσε και στους δύο η ταινία».
«Έχετε να μιλήσετε καιρό;».
«Δεν θα ξαναμιλήσουμε ποτέ ακόμα και αν θέλαμε, αν καταλαβαίνεις. Αυτός είναι ο λόγος που είμαι εδώ, περιμένοντας το τρένο».
«Συγγνώμη, δεν έπρεπε να ρωτήσω κάτι τόσο προσωπικό».
«Δεν πειράζει. Εγώ το ξεκίνησα».
Ο άνδρας κάνει να σηκωθεί από τον πάγκο και να επιστρέψει στο πιάνο, αλλά ο μπάρμαν τον σταματάει, και του γεμίζει άλλο ένα ποτήρι. Κάθε απόπειρα φαίνεται ότι αντιστοιχεί και σε μια συνεισφορά στα έσοδα του μπαρ. Πίνει και αυτό γρήγορα, και κάθεται ξανά στο πιάνο. Αυτή τη φορά δεν βιάζεται να πατήσει τα πλήκτρα. Κλείνει τα μάτια και ονειρεύεται τον εαυτό του ξαπλωμένο στον καναπέ ενός σπιτιού, στο οποίο είχε πάψει να ζει εδώ και χρόνια. Μουσική και εικόνες, είκοσι τέσσερις το δευτερόλεπτο. Οι στιγμές ανάμεσα στις εικόνες δεν έχουν υπόσταση στον ήχο, αυτές επιτρέπει στον εαυτό του να τις ξεχάσει. Κλειστά φώτα, μυρωδιά ποπ κορν, μια μικρή τηλεόραση στο βάθος να τρεμοπαίζει. Ακούει τις νότες και παράλληλα τις αποδίδει μία προς μία, χωρίς παραλήψεις. Όταν ολοκληρώνει το εγχείρημα του, πληρώνει τα ποτά και βγαίνει από το μπαρ. Πλέον επικρατεί ομοιογενής σιωπή. Λίγοι από τους υπόλοιπους επιβάτες του τρένου έχουν αρχίσει να εμφανίζονται. Στέκεται ξανά δίπλα στις ράγες. Ο απογευματινός ήλιος έχει δώσει πλέον τη θέση του σε έναν έναστρο νυχτερινό ουρανό.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Bas Hordijk. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]