Ο Αντρέας τριγυρνούσε στη γειτονιά από τότε που ήμασταν παιδιά. Περπατούσε πάντα γρήγορα, σα να βιαζόταν να προλάβει κάτι που μόνο αυτός ήξερε. Ενώ βάδιζε, κουνούσε το κεφάλι του πάνω κάτω σε μια διαρκή κατάφαση και κοιτούσε γύρω του συνεχώς, εκεί που εμείς δε βλέπαμε τίποτα. Φορούσε, χειμώνα καλοκαίρι, ένα λευκό κοντομάνικο. Αποκλείεται να ήταν το ίδιο γιατί, όσα χρόνια τον ξέραμε, ήταν πάντα κάτασπρο και καλοσιδερωμένο. Από κάτω ένα καφέ κοτλέ παντελόνι και μαύρα αθλητικά παπούτσια, κι αυτά πάντα σε άψογη κατάσταση. Τότε ζούσε με την αδερφή του και τη μάνα του σε μια παλιά μονοκατοικία. Γυναίκες νοικοκύρισσες, μοσχομύριζαν σαπούνι όποτε περνούσαν, ντυμένες στα μαύρα πάντα, για τον άντρα και τον πατέρα που είχανε χάσει. Ζούσανε και οι τρεις στο μικρό σπίτι με τις ίριδες, που δώριζαν λουλούδια σε αγόρια που συναντούσαν κορίτσια, σε κυριακάτικα τραπέζια μέσα σε καλό ανθοδοχείο, στους περαστικούς πλανόδιους που ήθελαν να ομορφύνουν την ημέρα τους, σε μένα, που τα έβαζα στο γραφείο μου, μέσα σ’ ένα ποτήρι νερό και όσο κρατούσαν. Μεγάλες ίριδες, θάμνοι ψηλοί, η μία με λευκά και η άλλη με μωβ άνθη. Ποτέ δεν μάλωσαν κανέναν που έκοβε. Ευχαριστώ έλεγαν όλοι και εκείνες, μάνα και κόρη, απαντούσαν πάντα «να στε καλά» μ’ ένα χαμόγελο παλιό, απομεινάρι ευτυχισμένων ημερών. Ήταν το σπίτι με τις ίριδες το σπίτι του Αντρέα.
Κάποια στιγμή μάθαμε ότι η μάνα τους πέθανε και έμεινε η αδερφή να τον φροντίζει. Τρελό τον λέγαμε, ο Αντρέας ο τρελός, τον συμπαθούσαμε όμως όλοι. Ήταν αφοσιωμένος στη δική του πραγματικότητα και δεν έδινε σημασία στους γύρω του. Δεν μιλούσε σε κανέναν. Το μόνο που ακούγαμε να ψιθυρίζει ήταν «το ξέρω», συνεχώς, σαν προσευχή, ανεβοκατεβάζοντας το κεφάλι. Η αλήθεια ήταν ότι όταν ήμουν πολύ μικρός τον φοβόμουν, όχι γιατί υπήρχε λόγος αλλά επειδή ήταν διαφορετικός. Ποτέ του δεν πείραξε κανέναν, ζούσε όμως σε έναν κόσμο που ήταν αδύνατο να κατανοήσουμε. Όσο περνούσαν τα χρόνια εμείς αλλάζαμε. Τελειώσαμε το σχολείο, κάναμε φιλίες, χαλάσαμε φιλίες, οι πρώτοι έρωτες, οι πρώτες επαναστάσεις…ο Αντρέας όμως παρέμενε ίδιος, με το κατάλευκο μπλουζάκι του και την ίδια εμμονική προσήλωση σε κάτι που για μας ήταν αόρατο.
Δύο φορές, ήρθαν και τον πήραν από την κλινική. Έλειψε 2-3 εβδομάδες και μετά επέστρεφε στη γειτονιά, προσπαθώντας να περπατήσει πάλι γρήγορα, προσπαθώντας να ανοίξει πάλι τα μάτια του και να δει. Τελικά τα κατάφερνε. Σιγά-σιγά ξαναέβρισκε το ρυθμό του και συνέχιζε το τελετουργικό του. Τον κερνούσαν καφέ όταν περνούσε από το καφενείο, τον έπινε, όρθιος, με μια ρουφηξιά, ψελλίζοντας πρώτα ευχαριστώ και ξεκινώντας αμέσως μετά το περπάτημα και τα αμέτρητα «το ξέρω». Ακούστηκε κάποια στιγμή η λέξη «σχιζοφρένεια». Πολύ εντυπωσιάζονταν όλοι με αυτή τη λέξη, είχε κάτι το επιστημονικό και τρομαχτικό ταυτόχρονα και στον κόσμο αρέσουν κάτι τέτοια, αισθάνονται σημαντικοί. Για τον ίδιο, ήταν ακόμη μία λέξη άνευ σημασίας, κομμάτι του δικού μας κόσμου, που για τον Αντρέα ήταν αδιάφορος.
Έφυγα από εκείνη τη γειτονιά αφήνοντας πίσω χρόνια όμορφα και αθώα, με ματωμένα γόνατα, με ξενύχτια για εξετάσεις, ξενύχτια για έρωτα, χαρτζιλίκι, μπιλιάρδο και τον Αντρέα τον τρελό να τριγυρνάει στα δρομάκια, να μουρμουράει «το ξέρω», να πίνει καφέ στα όρθια στο καφενείο «Αιγαίον» και να είναι πάντοτε προσηλωμένος σε μια ιερή αποστολή που μόνο σ’ εκείνον είχε αποκαλυφτεί. Στα χρόνια που πέρασαν ρουφήχτηκαν όλα αυτά στο εσωτερικό του εγκεφάλου μου και καλύφτηκαν από άλλα πιο σκοτεινά, πιο ρυπαρά μέχρι που τα ξέχασα εντελώς, λες και ανήκαν σε μια άλλη ζωή. Κάπως στεκόμουν όταν έβλεπα κάτι γνώριμο, κάτι που ανήκε σε κείνη την άλλη ζωή, προσπαθώντας να καταλάβω πού το είχα ξαναδεί, όμως ποτέ δε θυμόμουν όσο κι αν προσπαθούσα.
Τριάντα χρόνια χρειάστηκαν για να ξαναγυρίσω πίσω στα παλιά λημέρια. Είχα μόνο την παλιά μου διεύθυνση, όταν έφτασα όμως, όλα γύρω μου έγιναν ξανά γνώριμα, έγιναν η παλιά μου γειτονιά, κι ας είχαν πέσει σπίτια, κι ας είχαν σηκωθεί γκρίζοι μονόλιθοι χωρισμένοι σε κλουβιά. Λίγα μέρη είχαν παραμείνει ίδια, αλλά αυτό αρκούσε για να βρω το δρόμο μου. Η πολυκατοικία μου είχε μείνει ίδια, παράταιρη όμως με τα μοντέρνα τσιμέντα. Τα μαγαζιά στο τετράγωνο είχαν αλλάξει ιδιοκτήτες που τα ήθελαν πιο φωτεινά και με μουσικές να παίζουν δυνατά. Έτσι πρόσταζε η σύγχρονη τάση. Ο κόσμος είχε προχωρήσει. Ο λαβύρινθος είχε μείνει ίδιος, τους τοίχους είχανε βάψει, να φαίνεται πιο όμορφος.
Στην άλλη γωνία, το καφενείο «Αιγαίον» είχε γίνει all day coffee and food “Egeo”…για φαντάσου! Νέα παιδιά γελούσαν, χωρίς λόγο, δυνατά μόνο και μόνο για ν’ ακουστούν. Στέκονταν με τα καλά τους, ώρα πολλή, όρθια, κρατώντας ένα ποτήρι που πλησίαζαν στα χείλη πότε πότε αλλά η στάθμη δεν κατέβαινε. Όρθιοι για ώρα, όρθιοι όπως έπινε τον καφέ του ο Αντρέας.Ο Αντρέας! Ο Αντρέας ο τρελός, άραγε πού να ναι. Έκανα γρήγορους υπολογισμούς στο κεφάλι μου. Θα ήταν εξήντα και, τώρα. Έκλεισα τα μάτια για να προσανατολιστώ. Στο δίπλα τετράγωνο ήταν η μονοκατοικία. Έφυγα από το θόρυβο και πήγα προς τα εκεί. Το σπίτι ήταν ίδιο, λίγο γερασμένο αλλά ίδιο. Μερικές ρωγμές μπροστά, έλειπαν λίγα κεραμίδια, αγριόχορτα είχαν φυτρώσει στον κηπίσκο. Οι θάμνοι με τις ίριδες ακόμη εκεί. Τους θυμόμουν πιο ψηλούς αλλά μάλλον εγώ ήμουν πιο μικρός. Έτσι δε γίνεται συνήθως; Στο πεζούλι, μπροστά, καθόταν ο Αντρέας, μια παραφωνία από το παρελθόν. Λευκό μπλουζάκι, καφέ κοτλέ, μαύρα αθλητικά. Κουνούσε το κεφάλι του πάνω κάτω και μουρμούριζε «το ξέρω». Ήταν πια εντελώς καραφλός αλλά κατά τ’ άλλα ίδιος.
«Αντρέα, με θυμάσαι; Είσαι καλά; Η αδερφή σου είναι καλά; Πες μου τα νέα σου. Με θυμάσαι; Ο Γιάννης είμαι». Είχε το βλέμμα του καρφωμένο σε κάποιο μακρινό σημείο και συνέχισε να κουνιέται και να μουρμουράει. «Να καθίσω μαζί σου;» Δεν πήρα απάντησα, κάθισα. Ποτέ δεν είχα ξαναβρεθεί τόσο κοντά του. Μου φάνταζε τεράστιος όταν έμενα εδώ αλλά τελικά ήταν μια σταλιά, είχε συρρικνωθεί, είχε μικρύνει σα φιγούρα που απομακρύνεται, προς το παρελθόν, προς έναν άλλο κόσμο, το δικό του ίσως. Ο Αντρέας ήταν το πιο γνώριμο πρόσωπο εκεί πέρα, το μοναδικό. Κουβαλούσε τις αναμνήσεις μου. Τον έβλεπα και σιγά σιγά μαλάκωνα, γινόμουν παιδί, πήγαινα ξανά σχολείο, είχα τους γονείς μου που με προστάτευαν από τα πάντα κι εγώ το μόνο που είχα να κάνω ήταν να μεγαλώσω. Και το έκανα, με τίμημα τη μνήμη, την απώλεια της πραγματικής μου υπόστασης, της καθαρής, της λευκής.
«Τι ξέρεις Αντρέα, θα μου πεις;» Ο ήλιος χαμήλωνε, οι σκιές νικούσαν. Το παρελθόν έβγαινε σε δάκρυα και δεν μπορούσα να τα κρατήσω πίσω. «Τι ξέρεις Αντρέα, πες μου! Πες μου Αντρέα, θέλω να μάθω!» Ο αποχωρών ήλιος πέρασε πίσω από τις ίριδες στέλνοντας μια σκιά στο δεξί του μπράτσο, έμβλημα Γάλλων ιπποτών, la fleur-de-lis! Ο Αντρέας γύρισε και το κοίταξε και μετά κοίταξε εμένα στα μάτια, μέσα, βαθιά, μια το σύμβολο και μια εμένα. Η άκρη του χειλιού του σα να σηκώθηκε λιγάκι. Ακούμπησε τη σκιά με το χέρι του, τη χάιδεψε. «Το ξέρω» μου ψιθύρισε, αυτή τη φορά μόνο για μένα. Οι κόσμοι μας βρεθήκαν για μια στιγμή. Το παρελθόν πήγε μπροστά, το μέλλον προς τα πίσω και συναντήθηκαν για λίγα δευτερόλεπτα, όσο έμεινε η σκιά στο χέρι του. Δε χρειαζόταν να μάθω τι ήξερε ο Αντρέας, ποτέ δε χρειάστηκε. Ήταν πάντα εκεί και φρουρούσε το είναι μας, το φυλούσε, το προστάτευε, σαν ιππότης. Ίσως αυτό να έβλεπε, ίσως αυτό να ήξερε Η σκιά της ίριδας μετακινήθηκε από το δικό του χέρι στο δικό μου. Κούνησα ελαφρά το κεφάλι μου προς τα κάτω σε χαιρετισμό και για μια στιγμή, για μία μόνο στιγμή, σταμάτησε να κουνιέται στο ρυθμό του κόσμου του και με χαιρέτησε κι εκείνος.