Ελένη Μωϋσιάδου Δοξαστάκη, ΕΨΙΛΟΝ Μικρό και Κεφαλαίο, Poema 2023.
Η αγάπη είναι πάντα χαμηλόφωνη
Στην εξοχή της ποίησης δεν έχουνε πια στέγες τα σπίτια! Είναι ξεσκέπαστα και τα τζιτζίκια σφηνωμένα στα μαλλιά της γης ψάλλουν ερωτικά, ψάλλουνε τ’ αγριοπούλια χωμένα στις γλαυκές κόχες των έρημων όρμων. Εκεί, σε τέτοιες ώρες, περνάει, πάντοτε αγκαλιασμένο, ένα ζευγάρι. Ο έρωτας -ας προσκυνήσουμε- λειτουργεί σ’ όλη την έκταση και σ’ όλο το βάθος του τη ζωή, ενώ οι δείχτες της καρδιάς δείχνουν το πιο λαμπρό μεσημέρι […].
Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος, 1982 (β΄ έκδοση), σ. 119.
Στα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη συνοψίζονται, κατά την άποψή μου, τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης της Ελένης Μωϋσιάδου Δοξαστάκη, ΕΨΙΛΟΝ Μικρό και Κεφαλαίο, στην πέμπτη αυτή ποιητική συλλογή της, που μας ξαφνιάζει ξανά, μετά τα Έλυτρα και λύτρα του 2009, τα υπέροχα χάικου Ο Μύθος και ο Ήλιος του 2014 και τα έξοχα ποιήματα της συλλογής Ομφάλιος λώρος του 2021.
Με την καλαίσθητη αυτή ποιητική της συλλογή και με ποιήματα που τρέφονται πάντα με στέρεη γνώση, γλωσσομάθεια και αρχαιομάθεια μαζί, και αρδεύονται από αισθήσεις πυκνής ζωής, η ποιήτρια μάς οδηγεί σε μια ποίηση που προσεταιρίζεται την έξαρση και την άπειρη συνδυαστική της φαντασίας, για να δημιουργήσει ένα τοπίο καθαρά ονειρικό, το οποίο νιώθουμε πιο πραγματικό απ’ το πραγματικό. Ο κόσμος αυτός χτίζεται με μια γλώσσα η οποία αποδεικνύει σε κάθε βήμα ότι είναι σε θέση να οργανώσει την αφήγηση με αμφισημίες και γοητευτικές συζεύξεις, να ανασύρει εικόνες οι οποίες συγκροτούν έναν ειδυλλιακό τοπίο, γεμάτο χρώματα κι αρώματα, ήχους και φως. Στο ποιητικό αυτό τοπίο κεντρική θέση κατέχει ο έρωτας.
1. Η δύναμη του έρωτα
Ο έρωτας, ο οποίος ήταν στο παρελθόν για την Μωϋσιάδου ένα εν δυνάμει στοιχείο, μια δυνατότητα σε αναστολή, υποταγμένη στο κυνήγι του ωραίου και της τέχνης, ανεβαίνει τώρα με μια πρωτόγνωρη δύναμη στην επιφάνεια, για να συνταράξει το ποιητικό εγώ:
Ο Έρωτας,
Δύναμη μυστική,
Δεν τον αγγίζει γνώση και σπουδή.
Οι στίχοι σκιαγραφούν εξαρχής έναν ορίζοντα και μια προοπτική κατανόησης. Η κλασική, επίσης, παιδεία της Ελένης Μωϋσιάδου είναι ορατή. Η ποιήτρια προσλαμβάνει τον έρωτα ως δύναμη ακατανίκητη. Οι παραπάνω στίχοι απηχούν, νομίζω, την αλήθεια του ηρακλείτειου αποφθέγματος; «Θυμώ μάχεσθαι χαλεπόν. ο γαρ αν θέλη ψυχής ωνείται» (D. K. Fr. 85). Σε ελεύθερη απόδοση, «είναι δύσκολο να πολεμήσεις την επιθυμία., γιατί αυτό που θέλει το αγοράζει με τίμημα που πληρώνει η ψυχή». Την ίδια άποψη εκφράζει στα Πολιτικά του ο Αριστοτέλης, δηλώνοντας με έμφαση ότι «αρχικόν και αήττητον ο θυμός» (1328α). Ο θυμός είναι δύναμη ακατανίκητη, μια ακαταμάχητη επιθυμία η οποία φιλοσοφικά αντιτίθεται στον λογισμό. «Δεν τον αγγίζει γνώση και σπουδή», μας λέει η ποιήτρια που κυριαρχείται από τον έρωτα: «Θέλω απόψε να χορέψω / ημίγυμνη στο δειλινό / και όπως ρόδινα θα ιδρώνω / μες στη ματιά σου να λουστώ / μ’ όλα τ’ αρώματα του πόθου / κι έναν βαθύ αναστεναγμό».
Από το πρώτο, λοιπόν, ποίημα ο έρωτας εμφανίζεται να διαποτίζει και να διαφεντεύει ψυχή:
Νερένια έχει ο έρωτας ψυχή
Το σώμα μια ακρογιαλιά
Ούτε τον χάνει
Ούτε τον κρατά
Η απόλυτη κυριαρχία του έρωτα πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη.
2. Η ομορφιά του έρωτα
Η εύστοχη παρομοίωση του έρωτα-νερού συνεχίζεται: «γράφει η ψυχή του κύματος στην άμμο δαντελάκι». Η ποιήτρια περνά τώρα από τη δύναμη στην ομορφιά του έρωτα. Γιατί η Ελένη Μωϋσιάδου συνεχίζει να είναι μια πεπεισμένη λυρική, μια ταγμένη λάτρης της ομορφιάς, που δημιουργεί εικόνες άτριφτες, προκειμένου να αποδώσει τη δύναμη αλλά και την ομορφιά του Έρωτα:
Με χίλια άσπρα άλογα
ορμά το κύμα
στην ακρογιαλιά.
Κι αυτά δαντέλα γίνονται
στης άμμου την ποδιά.
Η ποιήτρια συναντά τη λάμψη του έρωτα: «Κι ο άνεμος, / αν τον ερωτευθείς, / θα λάμψει από τη λάμψη / του έρωτά σου». Συναντά την ομορφιά σε κάθε βήμα, σε κάθε στιγμή. Όπως στη νυχτερινή προσμονή, όταν ο Έρωτας γίνεται ποίηση:
Όμορφα που μιλά η προσμονή
Ριγώ στα βήματά του
Κι όταν ακούω το κλειδί
Το ποίημα τελειωμένο.
Ο Έρωτας, όπως η ποίηση, είναι πανταχού παρών:
Παντού διαβάζεις ποίηση
Και χωρίς γραφή.
Κάθε στιγμή μας μπορεί να είναι ποίηση, άρα και έρωτας:
Κάθομαι στο παράθυρο.
Διαβάζω ποίηση
Στίχοι
οι σταγόνες της βροχής
και ποιητής…
εσύ!
Η δύναμη του έρωτα, συνταυτισμένη με την ομορφιά, αισθητοποιείται στην ικανότητά του να κατακλύζει τον χρόνο και τον χώρο και, προπαντός, την ψυχή, εκτοπίζοντας την πραγματικότητα και αποσπώντας μας από τα γήινα:
Ποτέ δεν είχα φανταστεί,
δεν ονειρεύτηκα,
δεν σκέφτηκα ποτέ μου
πως κάποια μέρα εσύ κι εγώ,
μες στο πολύβουο
-όπως το ξέραμε- Ηράκλειο,
θα ακούμε περπατώντας βιαστικοί,
κρατώντας αποστάσεις
κι ωστόσο φοβισμένοι,
στα βήματά μας να ηχεί
άδεια η πόλη.
Κυριεύει, λοιπόν, την ψυχή ο Έρωτας. Ἔρως δ᾽ ἐτίναξέ μοι φρένας, ως ἄνεμος κὰτ ὄρος δρύσιν ἐμπέτων. («ο Έρως μού συντάραξε το νου / σαν άνεμος στα δρυά που πέφτει του βουνού», η Σαπφώ (μτφρ. Παναγή Λεκατσά). Και η Ελένη Μωϋσιάδου:
Η ύπαρξή σου με μαγεύει και με θλίβει.
Άνεμος είσαι που περνά κι όλο ξεφεύγει.
Δεν είσαι εικόνα, να σταθώ να προσκυνήσω.
Δεν είσαι ελπίδα, σε μπουκάλι να σε κλείσω-
μα σ’ αγαπώ.
Η ύπαρξή σου με μεθά και με ζαλίζει.
Πρόβλημα είσαι σκονισμένο απ’ τον καιρό.
Ίχνος δεν είσαι μυστικό ν’ ακολουθήσω.
Κάβος δεν είσαι σε λιμάνι να δεθώ-
μα σ’ αγαπώ.
Έρως δ’ ετίναξέ μοι φρένας… Η ποιήτρια ζωγραφίζει με τη δύναμη του λόγου την μυστική ορμή του Έρωτα. Ορμά στην ψυχή όπως ο άνεμος στις βελανιδιές. Στη ρεαλιστική της απεικόνιση:
Ενέδρα στήνει ο πόθος.
Πεπειραμένος κυνηγός
και λυσσασμένος σκύλος,
ομού.
Βαράει πάντα στο ψαχνό,
με χθόνια ορμή κι ύστερα
αναδιπλώνεται
και ήρεμος γυρίζει
στη μήτρα, που τον γέννησε.
Να ξαναγεννηθεί.
Έρως δ’ ετίναξέ μοι φρένας… Με δυο μόνο συλλαβές («Πό-θος») ο Έρωτας σφραγίζει «τη μοίρα όλων των θνητών».
Ο Πόθος.
Μυθικός πατέρας.
ιεροφάντης των κρυπτών.
Με δύο συλλαβές ρυθμίζει
και τη ζωή των ζωντανών.
3. Η οδύνη του Έρωτα
Δύναμη λοιπόν, και ομορφιά ο Έρωτας. Αλλά και οδύνη Η κίνησή του παλίντροπη. Η ποίηση αυτή, η λουσμένη «μ’ όλα τ’ αρώματα του πόθου», δεν νεφοβατεί. Έχει επίγνωση της παντοδυναμίας, άρα και των δεινών του Έρωτα. Η ποιήτρια με παρρησία αποφαίνεται ότι ο έρωτας «Ζωή γεννά και ηδονή. / Αλλιώς μετρά η οδύνη». Βιώνει την παλίντροπη κίνησή του, όπως ωραία θα μας πει με τα λόγια του σοφού Εφέσσιου. Μια παλίντροπη και «παλίντονη» κίνηση δεν είναι πάντα «αρμονία». Η πληρότητα ή και ολότητα του Έρωτα περιέχει τη χαρά αλλά και τον πόνο. Γιατί αν στη φιλοσοφία η διαλεκτική των αντιθέσεων οδηγεί στη σύνθεση, δεν συμβαίνει το ίδιο στη ζωή. Εδώ ο πόνος μένει πόνος, σύμφυτος με τη χαρά.
Την πιο συνήθη εκδοχή του πόνου συναντά η ποιήτρια στο πεπερασμένο της ύπαρξης, καθώς έχει επίγνωση ότι «χορτάρι η κάθε σάρκα» (Τ. Σ. Έλιοτ). Ο μικρός θεός στέκεται αδύναμος μπροστά στου χρόνου την καταδρομή. Τα φύλλα του έρωτα φυλλορροούν με τον καιρό. («ρόδό σουνε όντε σέ πηρα και σ’ έφερα στο μύλο / μα κάθε μέρα που περνά σου πέφτει κι ένα φύλλο», η κρητική μαντινάδα που διάβασα κάποτε στο μουσείο «Λυχνοστάτης» του αείμνηστου Κώστα Μαρκάκη). Και η ποιήτρια:
Ο έρωτας για την ψυχή μας ό,τι το φύλλο για το κλαδί
Έρχεται η στιγμή που το παίρνει ο άνεμος.
Ο χρόνος και η φθορά λοιπόν απειλούν τον έρωτα. Μπορούν να μετατρέψουν τον χαριτωμένο θεό στο γνωστό ξύλινο άλογο, το «χωρίς όπλα ή δόρατα -δούρειο όμως πάντα». Με τον τρόπο της ποίησης:
Από μικρή, στα δεκαεπτά,
Μ’ αγαπά δεν μ’ αγαπά.
Και τώρα, στα σαράντα,
Δεν μ’ αγαπά-
Για πάντα!
Ο χρόνος και η παραφθορά των σχέσεων:
Στο παρελθόν τους η αγάπη
βύσσινο.
Αρνάκι μόνο στο παρόν τους
φρικασέ!
Τώρα ο Άδωνης απών. «Στο χάος ανελήφθη». «Γυμνός ωραίος νέος, χαρίεις και / απών». Τώρα ο ήλιος γέρνει «σ’ ένα εξαίσιο μαβί». Ο κύκλος κλείνει. Στ’ αυτιά μας ο απόηχος: «Από τον έρωτα δε ν γλίτωσε κανείς / μήτε κι ο Νάρκισσος». στα μάτια μας ποιήματα συνήθως μικρά -είναι καταπληκτική η επίδοση της Μωυσιάδου στην οργάνωση της μικρής φόρμας- σαν κομμάτια σπασμένου καθρέπτη με το είδωλο μέσα τους θρυμματισμένο, που επιτείνουν ακόμη πιο έντονα την αίσθηση της εγκατάλειψης.
Εν κατακλείδι: μέσα στο «μεθύσι της ψυχής» η ποιήτρια αμφισβητεί τη γνώση, συχνά την ακυρώνει, και υποκλίνεται στην παντοδυναμία των αισθήσεων. Η ποιητική ρέμβη τής επιτρέπει να εγκολπώνεται τα στοιχεία που την περιβάλλουν, να ανακαλύπτει το θαύμα μέσα στην καθημερινή μας πεζότητα και να το μεταπλάθει σε ποίηση. Ένα καθηλωτικό, απρόβλεπτο και ιαματικό θαύμα.
Χαιρόμαστε λοιπόν στην ποίηση αυτή το θαύμα του έρωτα, την καθαρότητα του λόγου, λέξεις που σταλάζουν μουσική σαν μύρο, τη σεμνότητα των εκφραστικών μέσων, κάποτε και τους ρυθμούς των χαμηλόφωνων λυρικών τού καθ’ ημάς Μεσοπολέμου που οργανώνουν μια ειδυλλιακή ατμόσφαιρα μέσα στην οποία η ποιήτρια «μισοκλείνει τα βλέφαρα», καταδύεται σε επίπεδα βάθους, κάνει ορατό το αόρατο. Και συλλαμβάνει όχι απλώς το πάθος. εμμένει στις συναισθηματικές αποχρώσεις που υποδηλούν το πάθος. Η ψυχή της, που έχει συλλάβει βαθιά ό, τι ο νους πρόκειται να εκφράσει, έχει τη δύναμη –την αντλεί από την μέθεξη στο «μεγάλο μεσημέρι» της φύσης- να αναστήσει τον Έρωτα με έναν ανανεωμένο λυρισμό ο οποίος γεννά τις τρυφερές εικόνες («η τέχνη σκέφτεται με εικόνες» μας είπε ο Σκλόφσκι) που οργανώνουν ποιητικά την αφήγηση.
Χαιρόμαστε εικόνες άτριφτες (οπτικές, απτικές, ακουστικές), βαθύτατα ερωτικές: τη «δαντέλα της ακρογιαλιάς,» δηλωτική της ακαριαίας εξάπλωσης του έρωτα, την ποίηση της σταγόνας της βροχής, τον «ολομέθυστο ήλιο» που σκοντάφτει στα σύννεφα, τον πόθο-κυνηγό που στήνει ενέδρα, τον άσπιλο, γυμνό και ωραίο έρωτα στην παραλία-προσωποποίηση του έρωτα και άλλες πολλές.
Χαιρόμαστε μια γλώσσα ανθηρή και γλαφυρή, φυσική και κομψοεπή, λεπτουργημένη στο έπακρο, που είναι σε θέση, όπως απαιτούσε ο Ελύτης, «να παρακολουθήσει το πιο ασυγκράτητο παραλήρημα, να προικιστεί με τη λαμπρότερη χλιδή» (Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος, Αθήνα 21982, σ. 15), που όμως προτιμά την καθαρότητα και τη σεμνότητα της σύντομης έκφρασης, της κοφτής ανάσας, της εκφραστικής τόλμης, μια γλώσσα που δεν φοβάται την καθημερινή λέξη, γλώσσα λεπτουργημένη, πυροδοτημένη από το συναίσθημα και με μια ανανεωμένη ρητορική, με έναν συμβολιστικό (ή και υπερρεαλιστικό) λυρισμό που οδηγεί στην αλλαγή της ποιητικής εικονοποιίας, στη μουσικότητα της γραφής. [1]
Χαιρόμαστε, εν τέλει, μια καθαρή ποιητική γραφή, μια ευτυχισμένη σύμπτωση της ευρηματικής φαντασίας με την καλλιέργεια, μια ποίηση όλο ομορφιά και ρυθμό. Όπου τα τζιτζίκια σφηνωμένα στα μαλλιά της γης ψάλλουν ερωτικά, όπου ο έρωτας λειτουργεί σ’ όλη την έκταση και σ’ όλο το βάθος του τη ζωή, ενώ οι δείχτες της καρδιάς δείχνουν το πιο λαμπρό μεσημέρι. Νομίζω ότι η ποιήτρια έχει φτάσει με τη συλλογή αυτή σ’ ένα κρίσιμο σημείο στην πορεία της, όπου η έξαρση των παθών έρχεται σε αντίθεση με την έξωσή τους, γεγονός που προσδιορίζει και την δραματικότητα με την οποία φορτίζεται έντονα η ποίησή της. Και ένα ακόμη χαρακτηριστικό: η ποίηση της Ελένης Μωυσιάδου-Δοξαστάκη επενδύεται μουσικά από μια υπόκωφη θλίψη που δεν λέει να πάρει όνομα. Πίσω και κάτω από την τρυφερή επιφάνεια με τα λευκοντυμένα σύννεφα, τις ίριδες, τις καλημέρες που βάφουν τα πρωϊνά, τα φεγγάρια και τα ζωγραφισμένα με ασημί αστέρια, τις χρυσές αμμουδιές με τα πεντακάθαρα νερά, τους κάμπους, τα ψηλά κι ασάλευτα βουνά, τις Νύμφες τις κροκόπεπλες, τους Πόθους και τους Ίμερους, ακούγεται μια μουσική θλιμμένη που εκπορεύεται, αν διαβάζω σωστά, από τον βαθύ πόνο του Έρωτα. Πίσω από τον βιωματικό ή τον εμπειρικό πυρήνα των ποιημάτων πρέπει να ψάξουμε τη «λύπη» που τρέφει την «ομορφιά» Την ομορφιά που είναι σύμφυτη με τον πόνο. Γιατί «καμιά ομορφιά / δεν έμεινε αμέτοχη της λύπης». [2]
Σημειώσεις
1. Στη συλλογή συναντάμε έξοχους δεκαπεντασύλλαβους.
2. Χριστόφορος Λιοντάκης «Το τρομαγμένο ζώο», Με το φως, Καστανιώτης, Αθήνα 2000.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Seigfred Vince. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]