Στα πενήντα του άφησε τη μεγαλούπολη για τις χάρες ενός νησιού. Θα αποτραβιόταν από την τύρβη της σύγχρονης ζωής, θα ξεκούραζε πνεύμα, αυτιά και μάτια, θα ζούσε σ’ ένα μικρό σπίτι με αυλή και ζώα, θα έγραφε τις ιστορίες που τού στοίχειωναν για χρόνια πολλά το μυαλό. Όλα πήγαν όπως τα είχε σχεδιάσει –οι ιστορίες όμως δεν ήρθαν. Κάθε πρωί καθισμένος στο γραφείο του μπροστά στο παράθυρο έγραφε κι έσβηνε, πάλι και πάλι, κι ύστερα έπιανε το γραπτό από την αρχή, κι έσβηνε ξανά –κι έγραφε πάλι. oι ιστορίες όμως δεν έλεγαν να γεννηθούν.
Άρχισαν τότε να τον επισκέπτονται απρόσκλητες τις νύχτες στο κρεβάτι, σαν για να τον κοροϊδέψουν: ολοκληρωμένες, εντελείς, παρέλαυναν ολοζώντανες μπροστά του –όλες οι ιστορίες που είχε ποτέ ονειρευτεί να σμιλέψει με το χέρι στο χαρτί. Το επόμενο πρωί έσκυβε πάλι με λαχτάρα πάνω από το πληκτρολόγιο, έτοιμος να μεταφέρει στη λευκή σελίδα τα νυχτερινά οράματα από λέξεις και σημεία στίξης, ό,τι είχε απομείνει από την εύθραυστη, φασματική φύση τους. Άλλες φορές πάλι πεταγόταν στη μέση της νύχτας κι έτρεχε στο γραφείο ξυπόλητος, αναμαλλιασμένος, σκουντουφλώντας στα λιγοστά έπιπλα, επαναλαμβάνοντας ψιθυριστά τις φράσεις που τον συντρόφευαν δευτερόλεπτα πριν στην άλλη πλευρά του φεγγαριού, μην τις ξεχάσει. Μάταιος κόπος.
Έζησε με αυτή την αγωνία δίπλα στη θάλασσα για καιρό πολύ, με τους χειμώνες να διαδέχονται τα καλοκαίρια, το φθινόπωρο να ονειρεύεται το πρόσωπο της καινούργιας άνοιξης.
Ύστερα τα χρόνια κύλησαν.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Winslow Homer. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]