«Σήμερα όλα θα τελειώσουν». Δεν ήταν δήλωση, αλλά υπόσχεση, όπως οι πολεμιστές πριν τη μεγάλη μάχη. Εκείνη χωρίς να με κοιτάξει συνέχισε να σιδερώνει. Την πιο καυτή μέρα του Ιούλη. Έκανα να ακουμπήσω με το δάχτυλό μου τη σταγόνα ιδρώτα που κατηφόριζε από το μέτωπό της. Η ανεπαίσθητη σύσπαση σαν γελάκι που διέκρινα στην άκρη των χειλιών της, με σταμάτησε. Ειρωνεία. Έμαθα να την ξεχωρίζω. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Έχω ξανακάνει τέτοιου είδους δηλώσεις-υποσχέσεις για το ίδιο πάντα θέμα. Χωρίς αποτέλεσμα.
Νιώθω τόσο λίγος όταν το κάνει αυτό. Πιο μικρός από μυρμήγκι. Η σταγόνα προσγειώθηκε πάνω στο γαλάζιο μου πουκάμισο. Την πάτησε με το σίδερο και έγινε ατμός. Της γύρισα την πλάτη και πήγα στην πόρτα. Το χέρι μου έπιασε το μπαστούνι πεζοπορίας που είχα αγοράσει όταν ήρθαμε να μείνουμε εδώ. Η λαβή του γυαλίζει όπως την πρώτη μέρα που το πήρα από ένα μαγαζί με είδη άθλησης. Το λάστιχο στην άκρη του αφάγωτο. «Καθημερινό περπάτημα στον παράδεισο, «εξασφαλισμένη άσκηση», μας είπε ο μεσίτης όταν μας έδειξε το σπίτι. Και αυτό για μένα είχε τη μεγαλύτερη βαρύτητα στην απόφαση μου να πω το ναι. Το σπίτι με τον τεράστιο κήπο, με τα πεύκα και τα λιγούστρα και το κατάφυτο ρέμα απέναντι, ήταν λες και ζούσαμε σε κάποιο χωριό της βόρειας Ευρώπης και όχι λίγα χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας. Όλα ήταν όπως μας τα είπε, εκτός από τον σκύλο και τον ιδιοκτήτη του στο παραδίπλα σπίτι.
Η χαρά και η προσμονή της πρώτης μας αναγνωριστικής βόλτας έπεσαν με φόρα στον πέτρινο τοίχο της αυλής του γείτονα, με τον σκύλο του να τρέχει κατά πάνω μας με άγριες διαθέσεις. Εκείνη μου έπιασε το χέρι. Πριν με πιάσει πανικός βλέπω με την άκρη του ματιού μου κίνηση στον κήπο. «Επ, επ, ηρέμησε καλό σκυλάκι», είπα με το σάλιο να κοντεύει να με πνίξει, με την ελπίδα ότι θα με ακούσει ο ιδιοκτήτης του και θα τον μαζέψει.
Τελικά κέρδισε ο σκύλος. Δώδεκα χρόνια ήττας. Με λέει υπερβολικό, ξέρω ότι έγινα μικρός. Ο ιδιοκτήτης δεν τον μάζεψε ποτέ και κόψαμε το περπάτημα. Έλεγα, «τι να κάνουμε», «έτσι είναι με τα σκυλιά, μαρκάρουν την περιοχή τους», «άσε που και το μούτρο του γείτονα είναι ύποπτο». «Μακριά από μπλεξίματα».
Βγαίνω στον δρόμο. Ο καυτός αέρας με χτύπησε σα χαστούκι. Καλά που σκέφτηκα και πήρα και ένα θερμός με παγωμένο νερό. Γιατί σήμερα με τον καύσωνα; Η πιο ακατάλληλη μέρα για περπάτημα. Όχι άλλες δικαιολογίες. Σφίγγω τη λαβή του μπαστουνιού. Κάνω πρώτο, δεύτερο, τρίτο βήμα, σηκώνει το κεφάλι του, κάνει να σηκωθεί στα πόδια του. Η παλάμη ιδρώνει, η λαβή γλιστράει ελαφρά. Το στήθος του ανεβοκατεβαίνει. Ανοίγει το στόμα και ένα αχνό γρύλισμα ακούγεται. Κλείνει τα μάτια παραιτημένος. Πλησιάζω. «Ένας καύσωνας σου χρειαζόταν», σκέφτομαι και πάω να τον προσπεράσω με ανακούφιση. Ώσπου ακούστηκε κάτι σαν ρόγχος. Τον ξέρω αυτόν τον ήχο. Τον θυμάμαι. Είναι το τέλος. Χωρίς να το σκεφτώ ανοίγω το θερμός και τον καταβρέχω, του ανοίγω το στόμα και του βάζω να πιεί. Τον χαϊδεύω να ηρεμήσει. Παρακαλάω να σωθεί. Ώσπου οι ανάσες του γίνονται κανονικές. Τον σηκώνω και τον βάζω στη σκιά, στην είσοδο της αυλής. Χτυπάω την πόρτα. Βγαίνει ο γείτονας, του λέω να τον βάλει μέσα πριν ξαναχάσει τις αισθήσεις του. Εκείνος με κοιτάζει. Στέκεται σαν άγαλμα. Του το ξαναλέω, μήπως δεν κατάλαβε. Κατανεύει. Σκύβω και πιάνω το μπαστούνι μου. Η λαβή του είναι πυρωμένη από τον ήλιο. Παίρνω τον δρόμο για το σπίτι. «Το απόγευμα καλύτερα, να έχει πέσει ο ήλιος». «Μαζί της», σκέφτομαι και χαμογελώ με αυτοπεποίθηση.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Gianni Strino. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]