Το χωράφι μας πέρα στα Μισ’νά ήτανε κάμποσο. Ποτέ δεν κάρπιζε, τίποτα δεν έκανε, ούτε καπνό, ούτε σιτάρι, ούτε βρώμη, το χώμα ήτανε άγονο, στουρνάρι. Ακόμα κι αγριοχόρταρα εκεί, λίγα φύτρωναν, αγκάθια όμως πολλά, κάτι ασπράγκαθα με μεγάλο κεφάλι, πολύ αιχμηρά, σαν εκείνα που έφτιαξαν το στεφάνι του Ναζωραίου, που μπήχνονταν στα ποδάρια σ’ σαν αλογοκάρφια. Σπάνια πήγαινα τις γίδες εκεί. Μια δυο φορές το χρόνο τις πήγαινα όμως. Τα Μισ’νά ήταν απόμερα και δεν πέρναγες, εκτός κι αν ήθελες να πας επίτηδες. Κάποτε τα μετέπειτα χρόνια, ο πατέρας μου, που δεν ήθελε να το βλέπει ακαλλιέργητο, το φύτεψε ελιές, αυτές μεγάλωσαν, αλλά ποτέ δεν έκαμαν, σπυρί.
Είχαμε σύνορο, μια μεγάλη ευθεία γραμμή, από την κορυφή μέχρι τον πάτο, με το Παπαδοπουλέικο, αλλά κι εκείνο μπαΐρι ήτανε, ίδιο χώμα, ο Παπαδόπουλος δεν το καλλιέργαγε ποτέ. Πάνω στο σύνορο είχε μια μεγάλη χειμωναπ’διά, που κάθε χρόνο έκανε σωρό απίδια, περισσότερα κι από τα φύλλα, όλα άχρηστα, στυφά, που δεν ωρίμαζαν ποτέ. Η απιδιά ήταν το μοναδικό σημάδι που έδειχνε πού ήταν το σύνορο. Ήταν ακριβώς πάνω στο σύνορο, τα κλαριά πήγαιναν και προς τα δύο χωράφια, αλλά το δέντρο ήτανε δικό μας, όλοι το ξέρανε αυτό κι ο Παπαδόπουλος, όσο ζούσε, ποτέ δεν το αμφισβήτησε.
Εμείς μαζεύαμε κάθε χινόπωρο τ’ απίδια, τα βάζαμε στο κατώι και τα δίναμε, κάθε μέρα κι από λίγα, για να τα φάει το γουρούνι, γιατί για τίποτε άλλο δεν έκαναν. Κάτι χρονιές η μακαρίτισσα η γριά τα κρέμαγε κάτω από τη βεράντα ένα ένα. Τα ‘δενε με σπάγκους η γριά από τις ουρές κι ο παππούς ανέβαινε πάνω σε μια σκάλα και τα κρέμαγε ψηλά κάτω από τη βεράντα, για να μη τα παίρνει ο ήλιος. Ο παππούς δεν ήθελε ν’ ανεβαίνει, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, γιατί θα τον έτρωγε από την γκρίνια η γριά. Εκεί θα ωρίμαζαν σιγά σιγά, έτσι έλεγε, και θα ‘βαζε κι αυτή καμιά φέτα στο στόμα της αργότερα το χειμώνα για να γλυκαίνεται.
Κανένας άλλος δεν έτρωγε απ’ αυτά, σουρώνανε, εκεί πάνω κρεμασμένα στον αέρα και στο κρύο και γίνονταν χειρότερα κι απ’ όταν ήταν φρέσκα. Άσε που πήγαιναν τα κλαροπόντ’κα κι έτρωγαν τα γερά, εκείνα που δεν είχαν σαπίσει. Κάτι λίγα λαγάριζαν στο τέλος κι ανέβαινε ο παππούς, παραπέρα το Γενάρη Φλεβάρη, και ξεκρέμαγε κανένα γερό και το έδινε της μακαρίτισσας της γριάς για να το ξεφλουδίσει με τον σουγιά της, να το κόψει λεπτές φέτες και να το ματσιαλίσει σιγά σιγά με τα ούλα, γιατί δόντι δεν είχε κανένα.
Η μάνα μου με τον πατέρα μου κουβέντα δεν άλλαξαν ποτέ. Όπου πήγαινε ο ένας, ο άλλος από κοντά. Παντού μαζί στο σπίτι, στο χωράφι, στις λιγοστές συναναστροφές του χωριού, παντού μαζί κι αγαπημένοι. Κάποτε όμως τσακώθηκαν γερά. Τι είχε γίνει:
Όταν πέθανε ο μακαρίτης ο Παπαδόπουλος τα χωράφια τ’ άφησε διαθήκη στους γαμπρούς από τις κόρες του. Το χωράφι στα Μεσ’νά το άφησε στον γαμπρό του το Νιζάμη. «Στον πιο φτωχό έδωσε το πιο άχρηστο», έλεγε η μάνα μου. Δεν ξέρω αν είχε δίκιο η μάνα μου, γιατί του Νιζάμη του άφησε και δύο δωμάτια σπίτι για να μένει η οικογένεια, όχι τίποτα σπουδαίο, μια χαμοκέλα ήταν, που δεν είχε ούτε αποχωρητήριο, σπίτι ήταν όμως, στους άλλους σπίτι δεν άφησε. «Ο μακαρίτης ήταν τίμιος άνθρωπος, καλά τα μοίρασε», έλεγε ο πατέρας μου.
Ο Νιζάμης τώρα, σα νέος ιδιοκτήτης, ήξερε, δεν ήξερε, πέρα το φθινόπωρο, τον έβαλε ο έξω από δω και πήγε στα Μισ’νά και μάζεψε όλα τ’ απίδια, γέμισε κάνα δυο τσουβάλια, τα φόρτωσε στο γαϊδούρι και τα πήγε στο σπίτι του. Το έμαθε ο πατέρας μου και το λέει και στη μάνα μου. Η μάνα μου, που ποτέ δεν είχε καλή γνώμη για το συγκεκριμένο δέντρο και τους καρπούς του, του είπε να μην ασχοληθεί και να το ξεχάσει. Ο πατέρας όμως σ’ αυτά, τα θέματα ιδιοκτησίας, ήταν αυστηρός, τον έτρωγε μέσα του και χωρίς να πει τίποτα στη μάνα μου, παρήγγειλε του Νιζάμη να επιστρέψει τ’ απίδια, αλλιώς θα τον πήγαινε κατηγορούμενο και θα τα πλήρωνε χρυσά. Η μάνα μου, για όλα αυτά, δεν ήξερε τίποτα, αλλά το άλλο απόγευμα, που ήταν μόνη της στο σπίτι, ήρθε ο Νιζάμης με το γαϊδούρι φορτωμένο με τα τσουβάλια. «Τι είναι αυτά;», του λέει. «Έφερα τ’ απίδια, όπως μου παρήγγειλε ο άντρας σου», της λέει αυτός ντροπιασμένος. «Κράτα τα εσύ, μην τ’ αφήνεις, εγώ δεν τα θέλω εδώ πέρα», του λέει η μάνα μου, αλλά αυτός, σα να μην άκουσε, τα ξεφόρτωσε εκεί μπροστά της, πήρε το γαϊδούρι σέρνοντας κι έφυγε.
Θυμάμαι ότι έγινε φασαρία το βράδυ. Μια χαψιά ψωμί δε βάλαμε στο στόμα μας. Εμένα μου δώσανε τη δεύτερη λάμπα και πήγα στο δωμάτιό μου. Άκουγα την έντονη λογομαχία που έρχονταν από την κουζίνα. Αργότερα, που έκανα τον κοιμισμένο, πέρασε η μάνα μου μόνη της για το δωμάτιό τους. Ο πατέρας μου, εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε στην κουζίνα. Κάτω κοιμήθηκε στο τσιμέντο, γιατί κρεβάτι στην κουζίνα δεν είχαμε. Το πρωί που ξύπνησα είδα τα στρωσίδια και κατάλαβα. Ήταν η πρώτη φορά που μάλωσαν.
Αργότερα, προς το τέλος του Απρίλη, πήγαμε με τον πατέρα μου να δούμε μπας κι έχουν βγάλει κοκορόβι οι ελιές. Τις γυρίσαμε όλες μία μία, ούτε σπυρί. Η απιδιά όμως στο σύνορο ήταν ολάνθιστη, κάτασπρη σα νυφούλα, κι αυτή τη χρονιά η παραγωγή θα ήταν αλάθευτη. Αποφύγαμε όμως να το σχολιάσουμε, δεν ξέρω γιατί.
Τα χειμωνάπιδα πάντως εμείς δεν τα μαζέψαμε ξανά, εξάλλου η γιαγιά κι ο παππούς, που θα τα έκαναν κρεμαστά, είχαν φύγει. Σάμπως, ούτε καν το γουρούνι δεν τα έτρωγε πια.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία ©Florin Ghebosu. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]