Σωνόταν ο Ιούλης κι ο τόπος όλος φούσκωνε απ’ τη βροχή. Χοντρές μακριές κλωστές το νερό. Είχε φέξει καλά. Ανασηκώθηκε και κοίταξε απ’ το παράθυρο. Το χαλάζι πετροβολούσε για ώρα το ελενίτ. Η αυλή, εκεί που το τσιμέντο έκανε κοιλιά, μικρή λίμνη. Πού και πού ξεμύτιζαν πεσμένα μανταλάκια.
Έψαξε με τα μάτια της τη γαρδένια. Τρεις μήνες τώρα ξερνούσε άνθη. Άμα γίνωναν, πριν χλωμιάσουν για τα καλά, έπιανε η Ελένη και τα τρυγούσε. Τα πιο μικρά τα ‘χωνε μες τα σγουρά της τα μαλλιά. Τα μεγάλα, τα στρίμωχνε στο φουσκωμένο στήθος, πάνω πάνω, να καμαρώνουνε λευκά κι αθώα. Λεφτά για λιπάσματα και γλάστρες δεν είχε. Μπόλικο χώμα γης σ’ ένα μεγάλο πλαστικό μπετόνι αποκεφαλισμένο. Μισό χρόνο χωρίς δουλειά με το ζόρι έβγαζε το φαΐ της. Κάθε τέσσερις μέρες μόνο ένα μπρίκι νερό κι έπειτα, την ξαλάφρωνε απ’ τα ξερά. Στη βδομάδα πάνω, με βρεγμένες τις άκρες των δαχτύλων έπαιρνε τη σκόνη απ’ τα φύλλα. Τα βράδια εκείνη της αντιγύριζε τη φροντίδα. Άμα το σκοτάδι έπηζε, μπούκαρε απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο, πότιζε τις ξασπρισμένες κουρτίνες κι έπειτα άλειφε από πάνω ως κάτω τους τοίχους. Η μυρωδιά της ξελιγωτική, έσμιγε με τον ιδρώτα κι όλα τα στέγνωνε.
Κάμποσες νύχτες τώρα βολόδερνε πάνω στον κουρασμένο σουμιέ. Ταμάχι μεγάλο να μείνουν για λίγα λεπτά τα μάτια κλειστά. Έσφιγγε τα βλέφαρα τόσο που την πονούσαν. Το ξημέρωμα την έβρισκε ξέπνοη πάνω στο στρώμα. Με τον καιρό, παράτησε και το λουλούδι, μόνο του, στο έλεος του Θεού. Μικρή κοπέλα και τα πόδια της δεν τη βαστούσαν να βγει στην αυλή. Τρέκλιζε σαν έπαιρνε λίγα βήματα, γαντζωνόταν απ’ την καρέκλα να μη σωριαστεί χάμω και πίσω πάλι στο κρεβάτι. Άμα το είδε αυτό, την πήρε ο φόβος και το ‘πε στο γιατρό. «Δεν έχεις τίποτα. Τα πόδια δεν κουβαλούν το σώμα σου γιατί δε θες ζωή». Της τρύπησαν τα αυτιά τα λόγια.
«Σήμερα, η μπόρα κρατά πολύ», σκέφτηκε με τα μάτια στο παράθυρο.
Ξαφνικά, θυμήθηκε τη γαρδένια. Πετάχτηκε έξω με την άσπρη νυχτικιά. Βούτηξε στα γρήγορα με τα δυο της χέρια το μπιτόνι και με το ζόρι σούρνοντάς το, το έχωσε στην κουζίνα. Γέμισε ο τόπος νερά, έτρεχαν απ’ την πράσινη κορφή ίσαμε κάτω. Στα σβέλτα, γονάτισε μπροστά της. Άνοιξε σαν χτένια τα δάχτυλα και τα ‘χωσε βαθιά μέσα στα φύλλα. Τα ταρακούνησε λίγο κι έδιωξε μακριά τα νερά να μη τη βαραίνουν. Τα λουλούδια σαν από πείσμα στέκονταν ακόμα πάνω, καρφωμένα. Μα ‘κει που το κορμί της τέλειωνε, ένας σκούρος καφετής χυλός απλωνόταν. Έκαμε γρήγορα τις χούφτες κουτάλες κι έπιασε να αδειάζει λαίμαργα το νερό. Μόλις το χώμα γίνηκε μαλακή ζύμη, χαλάρωσε τα χέρια.
Ανακουφισμένη έβγαλε μια βαθιά ανάσα κι έγειρε το κεφάλι πάνω στο λουλούδι. Τα βρεγμένα μαλλιά ακούμπησαν απαλά τα υγρά άνθη. Μοσχοβόλησε ο τόπος όλος και μέσα από ‘κείνα τα άσπρα, πρόβαλε η μάνα της στα ολόλευκα ντυμένη. Τη χάιδεψε στο μάγουλο τρυφερά και της ψιθύρισε στ’ αυτί: «Ελένη μου, ψάξε βαθιά, κάτω στις ρίζες. Σου ‘χω φυλαγμένο τον θησαυρό».
Ύστερα σώπασε. Ολόλευκη και φωτεινή όπως ήρθε, έτσι κι έφυγε.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]