frear

Άδειο πιάτο – της Φεβρωνίας Βλαχοπούλου

Να συνέλθω πρώτα. Να χαλαρώσω τα μποτάκια μου, μια γουλιά ουίσκι, πάλι πίνεις, είσαι νηστική και πίνεις ουίσκι, να συνέλθω όμως πρώτα, κουράστηκα στην ανάβαση. Γύρω μου τα τραπέζια άδεια, στη βεράντα κανένας, ακόμα και να φωνάξω μπορώ, να σταθώ στην άκρη της ταράτσας, να ουρλιάξω, να μη μείνει τίποτα μέσα μου, να τα πετάξω όλα στο νερό, το βουητό του θα τα πάρει να τα σκορπίσει, σωματίδια ύλης στο άπειρο, να μη σε πονάνε, να βγουν να πάνε στο νερό, το νερό μπορείς να το πιάσεις; όχι, το βουητό του μπορείς να το πιάσεις; όχι, κι αν σταθώ άκρη-άκρη, κι αν σκύψω, σταγόνες θα βρέξουν το πρόσωπό μου, θα κλείσω τα μάτια μου και μπορεί ακόμα και να σε νοιώσω δίπλα μου, ναι γιατί όχι, και τότε που σταθήκαμε η μια δίπλα στην άλλη, απλώσαμε τα χέρια στον καταρράκτη εγώ κράτησα την αναπνοή μου, εσύ φώναζες, έλα, έλα νερό, έλα. Όμως καλύτερα να μείνω εδώ, η καρέκλα με κρατάει, με στηρίζει, τα πόδια μου δεν ξέρω πια, αν και μια χαρά τα κατάφερα, τόσος δρόμος μέχρι εδώ, στενό πέρασμα και δεξιά ο γκρεμός, άκρη-άκρη πήγαινες, είχα τρομάξει, φοβόμουν αλλά δεν είπα τίποτα, κάποια στιγμή κοντοστάθηκες, κλώτσησες μια πέτρα στο κενό, υπόκωφος θόρυβος ή ήταν η καρδιά μου που χτυπούσε δυνατά, δεν ξέρω, κοιταχτήκαμε, η άβυσσος, και έσκυψες να κοιτάξεις, πού να είναι η πέτρα, είπες, και εγώ σε τράβηξα από το μανίκι, πάμε να γυρίσουμε, έχει δρόμο μέχρι τον καταρράκτη, δεν θα προλάβουμε, το βράδυ έχουμε το ραντεβού, συνεχίσαμε, ήρθαμε, παρήγγειλες λεμονάδα με τζίντζερ μια ολόκληρη καράφα, απεχθάνομαι τη λεμονάδα, με κοίταξες, μου γέμισες το ποτήρι, διψούσα, χαμογέλασα, τσουγκρίσαμε, ήταν καλοκαίρι. Το ποτήρι μου άδειο, θα συνεχίσω με νερό είπα στο σερβιτόρο, καλή όρεξη κυρία, έχει αφήσει μπροστά μου το χάμπουργκερ, ωραίες οι πατάτες, τραγανές, πάρε πατάτες, σου είπα, με κοίταξες και συνέχισες με τη σαλάτα σου και ξανά να μιλάς για τον Αντρέα τον ξάδελφο, με τους γιατρούς χωρίς σύνορα στην Αφρική, να στέλνει φωτογραφίες φρίκης, γύρισε και δεν μπορούσε να σταθεί σε ένα μέρος, ήταν σαν όλος αυτός ο πόνος να είχε μπει μέσα του, δεν τον άφηνε να ησυχάσει, έτρεχε να μαζέψει χρήματα, να καταστρώσει σχέδιο, τώρα ήξερε, και να ξαναφύγει. Εσύ βοηθός του, να τον στηρίζεις, ίσως και να έφευγες μαζί του, το νερό, το νεράκι που τρέχει άφθονο, είπες, δεν αντέχω, είπες, ναι ξέρω με χρειάζονται και εδώ, αλλά θέλω να πάω έστω για λίγο, δεν με πιστεύεις, για λίγο θα είναι, να βοηθήσω σε κάτι, ό,τι μου πουν, αντί να τρέχω και να πηγαίνω στο γυμναστήριο, θυμάσαι τι έλεγε η γιαγιά, παίζετε μπάλα και κουράζεστε άδικα, έλεγε, ενώ τα χωράφια ζητούν τα χέρια μας, δαγκώνω το χάμπουργκερ, κρέας, πόσο καιρό έχω να φάω κρέας, αηδία, ψωμί τυρί και μαρούλι πολύ καλύτερα, ε αδελφούλα; το ξέρω συμφωνείς, και το νερό να τρέχει, σηκώνομαι, είμαι δίπλα στα κάγκελα, σκύβω προς τον καταρράκτη, έλα νεράκι, ο χρόνος, το νερό που τρέχει, ο χρόνος, να φύγω, κάπου να πάω που να μην κυλάει το νερό, να φύγω, να σταματήσω το χρόνο, να μην αισθάνομαι τίποτα, μια παγοκολόνα, εκείνα τα παραλληλόγραμμα πάγου που είχε η γιαγιά για το ψυγείο της και ξαπλώναμε πάνω τους, μια παγοκολόνα δεν είναι παρά μόνο πάγος, δεν έχει σπλάχνα, δεν έχει τρύπες είναι συμπαγής, είναι δυνατή. Κι αν λιώσει; καλά θα είναι, δεν θα αισθανθεί τίποτα, νεράκι. Βγάζεις το κινητό, μου δείχνεις φωτογραφίες του Αντρέα με τα παιδάκια, ματάκια τεράστια, υποψία χαμόγελου, γιατί δεν υιοθετείς ένα παιδί, έχεις χρόνο, είσαι ικανή, μια απόφαση είναι. Ένας καθεδρικός ναός υψώθηκε μπροστά μου με τους πύργους, τις αψίδες του, με τα τόξα του, με τους ρόδακες στα παράθυρα και οι δράκοι στις γωνίες να στηρίζονται στα πίσω πόδια έτοιμοι να πεταχτούν πάνω μου, με κοιτάζουν, ερχόμαστε. Σταμάτα πια με τα παιδάκια σου, είχα ιδρώσει, φεύγουμε, έχει τόση υγρασία εδώ, περπατάμε η μια δίπλα στην άλλη, έκλαιγα, γιατί έκλαιγα, έκλαιγα, δεν θυμάμαι, τι έχεις, ρώτησες, μια θλίψη, δεν ξέρω γιατί, μια θλίψη, είπα, κοιταζόμαστε. Άδειο το πιάτο, που πήγε το χάμπουργκερ; το κρέας πού είναι; Το είχα βγάλει, πού είναι, τι έγινε, έπεσε κάτω, όχι, το έφαγα; Τι σημασία έχει. Και το νερό ακούγεται; Γιατί δεν το ακούω; Να φύγω. Καλύτερα εκεί κάτω, ναι, μέσα στην ασχήμια, στην ανοησία, που με  κάνουν να τρέχω όλη μέρα να γλιτώσω, να τους ξεφύγω, αυτές μου δίνουν τον ρυθμό, να φύγω, κανένας γύρο μου, φωνάζω το σερβιτόρο, καμία απόκριση, σηκώνομαι, πού είμαι, πώς θα γυρίσω, να σταματούσε ο χρόνος, στέκομαι ακίνητη, μια παγοκολόνα , κλείνω τα μάτια, εικόνες από την Ανταρκτική, να εκεί δεν κινείται τίποτα, εκεί δεν υπάρχει ο χρόνος, μια παγοκολόνα, τίποτα δεν μπορεί να μπει μέσα μου, δεν έχω κενά, δεν έχω τρύπες, τι να το κάνεις θα λιώσουν κι εκεί οι πάγοι, μα πού είναι ο σερβιτόρος, πέφτει ο ήλιος αρχίζω να κρυώνω, κάποιος, είναι κάποιος εδώ, ανεβαίνει από το υπόγειο, υπόγειο, πώς να είναι εκεί κάτω, μα γιατί δεν μου μιλάει, μου μιλάει, γιατί δεν ακούω τίποτα; Πρέπει να φύγω.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη