– Μένουν τα λόγια άταφα; αναρωτήθηκες.
– Κανένα μνήμα σιωπής πονετικής δεν τα δέχεται, σου απάντησα. Τριγυρνούν στα SMS, στα δίκτυα, στα ραδιοκύματα και στον αέρα, στα post-it, στα συνθήματα και στα σεντόνια. Άλιωτα στο μαρτύριο της αθανασίας, ανάπαυση δεν ξέρουν, ίχνη αναζητούν ενός φόνου ανεξιχνίαστου. Τι ξέρεις να μου πεις;
– Δεν έχω τίποτα να πω ή να ομολογήσω.
– Εσύ ο τελευταίος που τον είδες;
– Μπορεί, αλλά δεν τον σκότωσα εγώ.
– Και σένα, ποια η δουλειά σου;
– Το αντίδρομο ταξίδι δεν είναι η δουλειά μου.
– Ναι, αλλά εσύ του πούλησες καπνό, καφέ, νερό. Εσύ του μίλησες, εσύ τον άκουσες, εσύ τον είδες να στρίβει το τσιγάρο και να με καλεί στο κινητό.
– Κι εσύ, εσύ ποιος είσαι τώρα που μου ζητάς ευθύνες;
– Καλέ μου άνθρωπε, να σε ρωτήσω μόνο: με κάρτα πλήρωσε ή με μετρητά;
– Ένα εικοσάευρο από την τσέπη έβγαλε και του ’δωσα τα ρέστα.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Oliver Takáč. Δείτε τα περιεχόμενα του όγδοου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]