frear

Δύο διηγήματα – του Νίκου Παχού

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

«Μαρή ξεπουπουλιασμένη κότα σ’ έγδαρα» έκρωξε η κυρα-Ναντίν και τα αστάτως αιωρούμενα σωματίδια στη μισοφωτισμένη σαλονοτραπεζαρία της βάρεσαν προσοχή. Έκανε δεξιά, πάρ’ το κάτω το τραπεζάκι. Έκανε αριστερά, πώς δεν σωριάστηκε φαρδιά πλατιά στο πάτωμα. Στο τσακ το γλίτωσε το πορσελάνινο βάζο –κληρονομιά απ’ τη γιαγιά της τη γαλλίδα, καμάρι της. Σταυροκοπήθηκε, βούλιαξε στον καναπέ κι άναψε τσιγάρο. «Μα σ’ εμένα; Εγώ που έχω κάνει καν και καν γι’ αυτόν, να μου πουλήσει σκάρτο πράμα; Ποιος σου ‘δωσε ρε το κεφάλαιο για την επιχείρηση; Ποιος σε ορμήνεψε τότε στα δύσκολα;». Ολόκληρο μαγαζί είχε στήσει απ’ το τίποτα. Από πλανόδιος μεγάλο και τρανό αφεντικό. «Στους φίλους δεν φέρονται έτσι» μονολόγησε με την τσιγαροφωνή της και σηκώθηκε να πάει να του τα ψάλλει.

Ήταν γύρω στο ’65 όταν τον είχε πρωτοδεί στη γειτονιά. Αψώμωτο, λιανό παιδαρέλι, με κόκκινα μάγουλα και μία χάρη λεπτεπίλεπτη. Είχε έρθει από το χωριό να δουλέψει κι έμενε σε ένα πατάρι. Τον είχαν προσλάβει στο βουλκανιζατέρ, αλλά γρήγορα τον σχόλασαν γιατί δεν σκάμπαζε μία. Για οικοδομή ούτε συζήτηση. Ζητιάνευε κι αυτός ένα πιάτο φαγητό από τις γυναίκες της γειτονιάς.

Η Ναντίν όμως το είδε το κακό το όνειρο και βάλθηκε να του βρει δουλειά. Κάτι πρόχειρο έστω, για να μην πάρει τον άσχημο τον δρόμο. Τόσα είχαν δει τα μάτια της. Ίσως κάτι να πουλάει, να βγάζει τα προς το ζην αξιοπρεπώς. Τον μάζεψε, λοιπόν, μια μέρα τάχαμου να του κάνει το τραπέζι. Αφότου αυτός είχε κατεβάσει τον αγλέορα, και μετά και την τρίτη μερίδα μιλφέιγ, η Ναντίν μπήκε στο ψητό. «Η φτερού μας ξέγραψε τελευταία» του είπε «πάει σ’ άλλες γειτονιές πιο ευκατάστατες. Σε χρίζω πάραυτα ανθυποφτερού. Καλορίζικος.» Και παρά τα ‘μα και μου’ αυτουνού, του έδωσε το απαραίτητο ποσό για το πρώτο εμπόρευμα. Τον δασκάλεψε πού θα βρει καλά φτερά, πώς να διαλαλεί την πραμάτεια, ποια δρομολόγια να παίρνει. Ξεκίνησε κι αυτός δειλά δειλά κι όλο τον διόρθωνε αυτή, ως ευσυνείδητη μέντορας. Ήταν καλός μαθητής ωστόσο και γρήγορα ξεπετάχθηκε. Δεν τον πείραζε η σύγκριση με την αυθεντική φτερού. Κι είχε και τα τυχερά του, τις κατακτήσεις του. Μα αυτά δεν τα ‘μολογούσε στην Ναντίν. Τα κρατούσε για τον εαυτό του.

Μ’ εκείνα και με τ’ άλλα, κάνεις δεν κατάλαβε πώς πιάστηκε, εκεί μετά το ’80. Άλλωστε στον αναβρασμό της Ελλάδας του Ανδρέα, καθένας είχε δικαίωμα να ζήσει το προσωπικό του θαύμα. Τα ψουψού έδιναν κι έπαιρναν. «Έκανε γνωριμίες στην παράταξη. Ήρθαν λεφτά στα χέρια του κι έτσι έστησε το μαγαζί». Είδη προικός «La femme au foyer». Τα φτερά δεν έλειπαν, ούτε από την ταμπέλα, ούτε από τη βιτρίνα. Ήταν πλέον το σήμα κατατεθέν του.

Και τι καντήλια δεν είχε κατεβάσει από μέσα της η Ναντίν σε όλη τη διαδρομή προς το μαγαζί. «Αγύρτη! Αχάριστε! Κουνιστέ!» Και πήγαινε αργά αργά με τη μαγκούρα της ασθμαίνοντας. Δεν ήταν τόσο η παραξενιά της, που στα γεράματα είχε βγει στην επιφάνεια. Ήταν το παράπονό της. Ότι την ξέχασε. Το ‘χε χρυσοπληρώσει το φτερό βέβαια. «Πέπουλο, αγάπη μου! Πρώτης ποιότητας κι άθραυστο» της είπε, κι αυτό να σπάσει με την πρώτη χρήση; Ε λοιπόν θα του τα ζητούσε όλα πίσω. Και με τόκο. Και τα λίγα, τα τωρινά, αλλά πιο πολύ τα τότε. «Θέλω το μισό της επιχείρησης» θα του έλεγε «αν δεν ήμουν εγώ, στον δρόμο θα ήσουν ή σε κανά μπουρδέλο λεκανατζού». Όταν είχε να κάνει με λεφτά η Ναντίν ξεχνούσε και σαβουάρ βιβρ, και γαλλικές καταγωγές. Τότε τον είδε με χειροπέδες να τον τραβάν από την πόρτα του μαγαζιού και της κόπηκαν τα πόδια. «Ναντίν μου τα έμαθες;» φώναξε απ’ το παράθυρο η γαλιάντρα η Κούλα, «κάλυψη ήταν το μαγαζί. Μηχανή. Τον Μάκη τον πάνε μέσα. Εμπόριο λευκής σαρκός». Ήταν που το ‘χε δει το όνειρο. «Καλά να πάθει» πρόλαβε να ψελλίσει «στην Ναντίν δεν κάνουνε πουστιές».

«ΕΙΔΑ ΤΟΝ ΔΙΑΟΛΟ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ»

Δευτέρα 8 Αυγούστου του 1994 –καταμεσίς Δεκαπενταύγουστου– βρέθηκα στο μεγαλύτερο δίλημμα που είχα βιώσει στην ως τότε ζωή μου. Είχα να διαλέξω ανάμεσα στην τρομερή αδυναμία μου, στον μεγάλο μου αδερφό τον Μάρκο, και την επουράνια σωτηρία μου. Εκείνη την ημέρα χωρίς να έχουμε καλά καλά ξυπνήσει μας είχαν επισκεφθεί φουριόζες πρωί πρωί η κυρία Λέλα με τη γειτόνισσά της την Ευτέρπη και μας το είχαν ξεκαθαρίσει. Ο Μάρκος πρέπει να κόψει να βάζει τέρμα αυτούς τους σατανάδες.

«Είναι βλασφημία Λενάκι μου» έλεγε η Λέλα.

«Μεγάλη βλασφημία» σιγοντάριζε η Ευτέρπη.

«Τα άκουσα πάλι χθες τα δαιμόνια. Γύρω στις 4» συνέχιζε η Λέλα.

«Στις 4» συμπλήρωνε η Ευτέρπη.

«Ευτυχώς βγήκα, λιβάνισα και σκόρπισαν οι εξαποδώ, αλλά σ’ το λέω κοριτσάκι μου, μού το ‘πε και ο πάτερ»

«Ο πάτερ» διέκοψε η Ευτέρπη.

«Αν δεν κόψει ο γιος σου αυτά τα διαόλια, χαΐρι δεν θα δούμε».

Σαν οικογένεια ήμασταν πολύ της εκκλησίας. Δεν λείπαμε από κυριακάτικη λειτουργία. Ο πατέρας μου οικτίριζε όσους πατούσαν μόνο σε γιορτές, γάμους και βαφτίσια. Η πλειοψηφία δηλαδή. «Πού οδεύει ο κόσμος;», μονολογούσε, «σήψη και παρακμή». Αλλά και η μητέρα μου είχε φροντίσει από πολύ νωρίς να μας διδάξει για τον καλό Θεό που μας προστατεύει και μας αγαπά. Κι εγώ, όσα μου έλεγαν τα τηρούσα ευλαβικά. Είχα κλείσει τα δέκα και ανυπομονούσα πότε θα έρθει η ώρα της πρώτης μου εξομολόγησης, να συγχωρεθώ επιτέλους για τότε που ήμουν έξι κι έκλεψα την γόμα του φίλου μου του Ηλία. Πολύ μου βάραινε την ψυχή αυτή η αμαρτία. Ο Μάρκος ήταν τότε δεκαπέντε και πού τον έχανες, πού τον έβρισκες στο δωμάτιό του να παίζει δυνατά έναν ρυθμικό θόρυβο που το αποκαλούσε μουσική Iron Maiden, στο στερεοφωνικό που μας είχε φέρει ο θείος μας απ’ τη Γερμανία τα Χριστούγεννα. Ήταν ο καλύτερος αδερφός. Ο πιο τέλειος. Είχε και κοπέλα, αν και με είχε ορκίσει να μην το πω στη μαμά. «Μόνο να την παντρευτείς» τον είχα συμβουλέψει «τώρα που την έχεις εκθέσει». Εκείνος είχε ξεκαρδιστεί και γνέψει καταφατικά. Ήταν δυνατόν αυτό το αγνό παιδί να ήταν δούλος του διαβόλου, όπως τον είχε αποκαλέσει η Ευτέρπη; Δεν μπορούσα να το διανοηθώ. Αλλά οι αποδείξεις της ήταν ατράνταχτες. Μας είχε φέρει ένα φυλλάδιο που τους είχε μοιράσει ο πάτερ. «Αν θέλετε να σώσετε τα παιδιά σας κάψτε όλους τους δίσκους και τις κασέτες ροκ» κατέληγε στον επίλογο. Βέβαια ο Μάρκος όταν τού το είπα γέλασε, λέγοντας ότι αυτός άκουγε χέβι μέταλ που ήταν πολύ χειρότερο. Κι εγώ πολύ είχα διχαστεί.

Την Τετάρτη το πρωί μας είχε καλέσει η κυρία Λέλα στο ευχέλαιο που είχε οργανώσει. Ο Μάρκος κοιμόταν μέχρι το μεσημέρι εκείνο το καλοκαίρι. Άλλο ένα σημάδι που με είχε τραντάξει. Δεν κάνουν έτσι τα σωστά παιδιά. Σταθήκαμε όλοι γύρω από το τραπέζι κρατώντας κεριά, ενώ ο πάτερ έψελνε. Η Ευτέρπη είχε και μια σύνοψη και τον ακολουθούσε με μεγάλη ζέση. Μια στιγμή, η κυρία Λέλα έδειξε εμένα και την μάνα μου στον πάτερ. Κι αυτός μας πλησίασε και άρχισε να διαβάζει κάτι με ένταση, όσο η Ευτέρπη μας θυμιάτιζε και μας σταύρωνε. Εγώ ήμουν όσο πιο ευλαβικός μπορούσα, με σκυμμένο το κεφάλι και προσευχόμουν στον θεό να σώσει την ψυχή του αδερφού μου.

«Πάμε και σ’ αυτόν» φώναξε η κυρία Λέλα μετά το τέλος.

«Σ’ αυτόν» σαν ηχώ της η Ευτέρπη. Και ξεκινήσαμε όλοι σε παράταξη με τον πάτερ μπροστά να κρατάει τον σταυρό και την κυρία Λέλα και την Ευτέρπη από πίσω να φωνάζουν «Εμπρός στον δαιμονισμένο».

Δεν πρόλαβε η μάνα μου να ξεκλειδώσει και οι ευλαβικοί επισκέπτες μας όρμησαν μέσα με ύμνους και ψαλμωδίες. Πήγα να βρω τον Μάρκο ο οποίος ακόμη κοιμόταν στο δωμάτιό του. Πριν καλά καλά βγω να τους το πω, η Ευτέρπη μπούκαρε και άρχισε να φωνάζει «Να πατάξουμε τον όξαποδω», όσο ο πάτερ κραύγαζε «Εξορκίζω σε» κι είχε κολλήσει το σταυρό στην πλάτη του ξαπλωμένου μπρούμυτα Μάρκου. Τότε ξύπνησε αυτός και άρχισε κάτι καντήλια που ντρέπομαι να τα περιγράψω και μας πέταξε όλους έξω.

Πέντε Αύγουστους μετά, είχα βγει ξημερώματα στην αυλή να καπνίσω κρυφά κι άντε να πάρω λίγο μάτι τη Λίτσα την μπαργούμαν από απέναντι, που γύριζε εκείνη την ώρα από τη δουλειά. Εκείνο το βράδυ ήταν που είδα τον Βλάντι τον ρουμάνο, που ερχόταν τα καλοκαίρια να βοηθήσει τον παππού μου στα περιβόλια, να πηδάει σαν κλέφτης από το μπαλκονάκι της Ευτέρπης κι αυτήν απ’ το παράθυρο ημίγυμνη, κρατώντας το νυχτικό στα βυζιά της να του στέλνει φιλιά. Το παλιό μυστήριο αίφνης λύθηκε, και κατάλαβα ότι πλέον είχα δει τον διάολο του Δεκαπενταύγουστου του 1994 με τα μάτια μου.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Violeta Apostolova-Leti. Δείτε τα περιεχόμενα του όγδοου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη