Παντρεμένος ήταν, εδώ και είκοσι χρόνια. Έβαλε νωρίς τη θηλιά στον λαιμό. Την πρώτη γυναίκα που του δόθηκε τη νυμφεύθηκε, όπως πρόσταζε η ηθική. Άλλωστε, ήταν και ορφανή, ή έτσι τουλάχιστον του είχε πει. Απέκτησε μαζί της δυο κόρες δίδυμες, που ήρθαν στη ζωή μερικές ημέρες μετά τον γάμο. Η σύζυγος ήταν παλαιών αρχών και τον τυράννησε αρκετά στην αρχή της σχέσης τους. Ούτε φιλί δεν κατάφερνε να της πάρει τις πρώτες εβδομάδες, αλλά τελικά δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην, καθομολογούμενη από όλους τους φίλους, γοητεία του και του δόθηκε ανεπιφύλακτα πάνω στον μήνα.
Το νυφικό της το είχε, από τότε, κρατημένο σε περίοπτη θέση στη ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας, για να περάσει στα χέρια της πρώτης, από τις δύο κόρες, που θα παντρευόταν. Θα χρειαζόταν, βέβαια, αρκετές τροποποιήσεις από τη μοδίστρα, εκτός και αν η εν λόγω κόρη ακολουθούσε τα βήματα της μάνας και τύλιγε με τον ίδιο τρόπο κάποιο ευκατάστατο-γοητευτικό κορόιδο.
Τώρα οι κόρες, είχαν περάσει από το δύσκολο στάδιο της εφηβείας, κόντευαν να τελειώσουν το λύκειο. Αφού εκείνος κατάφερε να αντέξει τα πάνδεινα με τρεις γυναίκες στο σπίτι από την αρχή της συμβίωσης, η λατρεμένη του άρχισε να τού χαλαρώνει τα λουριά. Γνώριζε πολύ καλά πως εκεί γύρω στα σαράντα ξεκινά η κλιμακτήριος στους άνδρες. Για να αποφύγει τα δυσάρεστα, που οι φίλες της υπέστησαν μόλις έφυγαν τα παιδιά για σπουδές, δηλαδή να βρει ο προκομμένος καμιά μικρούλα για να ξανανιώσει, του επέτρεπε πια να βγαίνει ως αργά με την αντροπαρέα τις Παρασκευές. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να έχει αποσώσει τις δουλειές του σπιτιού –τις μισές, μην φανταστείτε και όλες– σκούπισμα, σφουγγάρισμα, μαγείρεμα, σιδέρωμα, που του αναλογούσαν. Μπορεί εκείνη να μην εργαζόταν, αλλά η ισότητα μεταξύ των δύο φύλων έτσι πρόσταζε.
Ήταν ακριβοδίκαιη η καλή του και τις χρωστούσε πολλά για τη σωστή ανατροφή που έδωσε στα κορίτσια τους. Την αγαπούσε και τη σεβόταν πολύ. Ας την έβλεπε να τριγυρνά έτσι νεκλιζέ φορώντας κάποιο από τα δεκάδες babydoll που διέθετε σε όλα τα χρώματα. Παρ’ όλη την έλξη που ένιωθε και τις ορμές που τον κατέκλυζαν, ούτε την άγγιζε αν δεν του το ζητούσε. Η γυναίκα αυτή, χειμώνα-καλοκαίρι, ποτέ δεν φόρεσε πιτζάμες. Έτσι, ντυμένη αέρινα σιδέρωνε, μαγείρευε, έπλενε τα μπαλκόνια ή άπλωνε τα ρούχα. Κανά δυο γειτόνισσες τον είχαν προειδοποιήσει με χιούμορ να προσέχει μην του τη «ματιάσουν», αλλά εκείνος ήταν σίγουρος για το στεφάνι του. Υπερήφανα διατεινόταν σε όλη την παρέα πως ο γάμος του στηριζόταν στα γερά θεμέλια της αλληλοεκτίμησης και του σεβασμού. Δεν την απάτησε ποτέ. Ούτε καν με πληρωμή, που δεν πιάνεται για κέρατο, όπως υποστήριζαν εκείνοι.
Κάθε Παρασκευή που έβγαινε μαζί τους για ρετσίνα, πριν την ταβέρνα, τον τραβολογούσαν σε ένα από τα γνωστά ύποπτα σπίτια του αναχώματος. Οι φίλοι διάλεγαν από ένα κορίτσι και χάνονταν στα πίσω δωμάτια. Ο ίδιος βολευόταν στο στενό, άβολο καναπεδάκι του σαλονιού. Τέτοια διέθεταν αυτά τα σπίτια, γιατί δεν προορίζεται για επισκέψεις και κοζερί. Ένεκα όμως που η παρέα ήταν μεγάλη και τα χρήματα πολλά, η μαντάμ έκανε τα στραβά μάτια. Δεν γκρίνιαζε γι’ αυτόν τον περίεργο επισκέπτη, που δεν αφήνει φράγκο, προκειμένου να μην χάσει τους υπόλοιπους.
Στην πρώτη επίσκεψη –δεν διήρκησε άλλωστε πάνω από σαράντα πέντε λεπτά– βούλιαξε στη θέση του αμίλητος και κατακόκκινος από ντροπή, σαν σχολιαρόπαιδο την πρώτη του φορά. Η γριά πατρόνα ανέσυρε γλυκές αναμνήσεις από τα νιάτα της, συγκινήθηκε αλλά παρέμεινε σιωπηλή. Την επόμενη, όμως, δειλά-δειλά άνοιξε εκείνος τη συζήτηση. Σε αυτό συνέβαλε σίγουρα και το babydoll της. Η πρώτη ατάκα από την πλευρά του σκέφτηκε πως έπρεπε να είναι χιουμοριστική για να σπάσει ο πάγος. «Αφού πρόκειται για αγοραίο έρωτα», είπε, «δεν είναι ανάγκη να περάσει πρώτα από το στομάχι, μετά έχουμε κλείσει τραπέζι σε ταβέρνα» και χαμογέλασε με σκυμμένο το κεφάλι κοιτώντας σχεδόν μέσα από τα φρύδια. Γέλασε κι εκείνη και έτσι γεννήθηκε μια ιδιόμορφη φιλία.
Από τότε άραζε στο καναπεδάκι μέχρι να τελειώσουν οι υπόλοιποι και εξιστορούσε πως πέρασε την εβδομάδα με την καλή του, σε ένα άτομο που άκουγε δίχως να κρίνει. Ένιωθε πανευτυχής που είχε βρει δωρεάν ψυχολόγο και η τσατσά υπερήφανη για την ανατροφή που είχε δώσει στην κόρη της.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Francisco Goya. Δείτε τα περιεχόμενα του όγδοου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]