frear

Η απέναντι όχθη – του Θανάση Κουτσογιάννη

Αυτή τη φορά θέλω να τελειώνει η ιστορία. Να τελειώνει όπως την έχω φανταστεί. Μη μου πεις ότι είναι εγωιστικό. Εγώ γράφω το σενάριο και σκηνοθετώ το έργο. Καιρός, λοιπόν, να τελειώνω με τις εκκρεμότητες.

Λοιπόν, πριν από τρία χρόνια. Μια γνωριμία, τυχαία, μέσα σε μια μεγάλη παρέα. Πάντα μπερδεύω την τύχη με το πεπρωμένο. Πολλά τα λόγια της παρέας. Λέω σκόπιμα «πολλά λόγια» για να αποφύγω τη λέξη φλυαρία, αφού κανείς δεν πρόκειται να παραδεχτεί ότι φλυαρεί. Κατά βάθος ήταν μια φλύαρη σιωπή. Όλοι απασχολημένοι με τα λόγια τους. Εγώ σιωπηλός. Σχεδόν. Ας πούμε κάτι σαν τον βράχο που στα κύματα της θάλασσας μια χάνεται, μια φαίνεται, όμως είναι πάντα εκεί. Πάντως το προτιμώ σε κάτι τέτοιες στιγμές. Είναι βέβαια και εκείνη η φυσική μου συστολή, για την οποία πολλές φορές έχω οικτίρει τον εαυτό μου.

Εκεί κι εσύ, μέσα στην παρέα. Δεν έλεγες πολλά, μάλλον το βότσαλο στο κύμα είσαι, ακολουθείς τα νερά, μα πάντα στα ρηχά μένεις.

Κοίταζα για αρκετή ώρα το είδωλό σου στον απέναντι καθρέπτη. Σαν φωτογραφία σε κάδρο. Και πιο δίπλα ένας πίνακας, ο «Χορός στο Moulin Rouge» του Τουλούζ-Λωτρέκ, συμπλήρωνε το ντεκόρ του τοίχου. Σχολίαζα μέσα μου την εικαστική σύνθεση και έβλεπα εσένα στον ρόλο της χορεύτριας. Χαμογέλασα με τη σκέψη.

Είδες μάλλον το χαμόγελό μου. Δεν ξέρω αν διάβασες και τη σκέψη μου.

-Δεν μιλάς…. Μου άνοιξες την κουβέντα.

Ξαφνιάστηκα λίγο. Άφησα τον καθρέπτη και τον πίνακα. Σε κοίταξα. Πιο συμπαθητική μου φάνηκες. Ο καθρέπτης μάλλον σε αδικούσε.

– Σαν να βαριέσαι εδώ μαζί μας, συνέχισες, ή κάτι πιο ενδιαφέρον σε τραβάει.

Χαμογέλασα συγκαταβατικά, χωρίς να απαντήσω. Σε κοίταξα για λίγο επίμονα και στάθηκα στα μάτια σου. Προσπάθησα να ανιχνεύσω τις προθέσεις. Το κάνω συχνά αυτό. Απέφυγες το βλέμμα μου. Τα μάτια σου, βυθός. Έχουν το χρώμα αλλά και το βάθος φθινοπωρινού κύματος που φέρνει τη γεύση του χειμώνα. Δεν με κοίταζαν κατευθείαν αλλά κι όταν κοίταζαν δεν ήμουν σίγουρος ότι μ’ έβλεπαν. Δεν υπόσχονται. Προειδοποιούν.

Φλυαρήσαμε λίγο, δεν θυμάμαι τι ακριβώς είπαμε. Κράτησα πάντως το τηλέφωνό σου φεύγοντας.

– Όταν έχεις χρόνο πάρε να βγούμε. Μου το είπες με χαμόγελο Τζοκόντας.

Σου τηλεφώνησα μια δυο φορές, αλλά είχες δουλειά.

Η τρίτη θα ήταν η τελευταία, είπα μέσα μου, αν και αυτή τη φορά οι δουλειές σου σ’ εμπόδιζαν να βρεθούμε. Όμως, ίσως να το κατάλαβε η γυναικεία σου διαίσθηση, δέχτηκες την πρόταση.

Βγήκαμε τη επομένη του τηλεφωνήματος. Ξαναβγήκαμε μερικές φορές ακόμη. Χωρίς κάτι το ενδιαφέρον να λέμε. Σπατάλη χρόνου μάλλον, έτσι μου φαινόταν.

Δε βλεπόμασταν και για ένα διάστημα σε είχα σχεδόν ξεχάσει. Δεν είχαμε δέσει. Το είχες καταλάβει κι εσύ. Η συντροφιά μας είχε, αυστηρά σχεδόν, προσδιορισμένα όρια. Και για να είμαι ειλικρινής ένιωθα να με χρησιμοποιείς. Ό, τι δεν μπορούσες να πεις με άλλους τότε, έβγαινες με μένα να τα λες.

Επανήλθες στη μνήμη μου και στη ζωή μου, όταν, εντελώς απροσδόκητα, κάποιο απόγευμα μου τηλεφώνησες.

– Τι κάνεις; Χαθήκαμε και τα σχετικά. Έτσι ξαναδέσαμε. Αρχίσαμε να βγαίνουμε πιο συχνά, χωρίς όμως κάποια αλλαγή, χωρίς κάποια εξέλιξη.

Έβγαινες μαζί μου από συνήθεια ή από ανάγκη. Έτσι μου φαινόταν. Κι η φωνή σου κάπως απόμακρη. Αλλάζει ύφος και παλμό μόνο όταν έχεις διάθεση για εξομολόγηση.

Δεν είμαι όμως αυτός που νομίζεις, Δανάη. Έχω κουραστεί πια να παίζω τον ρόλο του εξομολογητή. Να σου πω την αλήθεια, στην αρχή μου άρεσε αυτός ο ρόλος. Μου έδινε την αίσθηση ότι καλλιεργείται η εμπιστοσύνη ανάμεσά μας. Σιγά σιγά όμως βαρέθηκα. Κάτι σαν παπάς άρχισα να νιώθω. Δεν ήξερα βέβαια αν μου έλεγες όλες τις αμαρτίες σου. Ως μελλοντικός εραστής σου πάντως ήμουν έτοιμος να τις συγχωρήσω. Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι για μια γυναίκα είναι άλλος ο εξομολογητής κι άλλος ο εραστής. Οι δυο ρόλοι δεν συμπίπτουν, δεν ταυτίζονται. Κι ενώ εγώ προτιμώ τον δεύτερο ρόλο, εσύ σταδιακά αλλά σταθερά μου έδινες τον πρώτο. Διάσταση ρόλων, διάσταση στόχων, διάψευση ελπίδων. Εξ ού και η κούραση κι η βαρεμάρα.

Κανονικά θα έπρεπε να έχω εξαφανιστεί από κοντά σου. Αυτό υπαγορεύει η θεωρία των κινήτρων. Δεν κάνουμε κάτι χωρίς κάποιο κίνητρο. Συμπεραίνω, λοιπόν, ότι συνέχιζα να κάνω παρέα μαζί σου, γιατί στο βάθος του μυαλού μου δεν είχε φύγει η ελπίδα ότι μπορεί κάτι να γίνει.

Το βασανίζω καιρό τώρα, το βασανίζω τόσο που έγινε βάρος. Λέω να σε ξεγράψω, αλλά κάτι από μέσα μου δεν μ’ αφήνει.

Έτσι, όταν χθες το απόγευμα μου τηλεφώνησες, και είχες πολλές μέρες να κάνεις κάτι τέτοιο, δεν έψαξα δικαιολογία για να μη βρεθούμε. Κατά βάθος το περίμενα. Το ήθελα.

Αυτή τη φορά δεν κάθισα απέναντι, όπως τις άλλες φορές που βγαίναμε. Κάθισα δίπλα σου. Το είδα που το πρόσεξες και πήγες να χαμογελάσεις. Έφτασε στα πρόθυρα των χειλιών σου το χαμόγελο, αλλά δε βγήκε, λες και παραφυλάει στα ακρόχειλα η θλίψη και το κλέβει.

Από καιρό έχω προετοιμάσει τη σκηνή στο μυαλό μου, σαν καλός κινηματογραφιστής. Πώς να αρχίσω, τι να πω, ακόμα και το ύφος έχω αποφασίσει…

Θα σου μιλήσω, Δανάη. Αυτή τη φορά θα μιλήσω εγώ.

Θα εξομολογηθώ εγώ. Είμαι αποφασισμένος.

Μα δεν πρόλαβα. Αρχίζεις να μιλάς… Σε βλέπω να μιλάς μα δεν σ’ ακούω. Περίμενε… Άλλο προβλέπει το σενάριο, Δανάη. Μα τι σ’ έπιασε. Η φλυαρία σου αυτή είναι έξω από τα πλάνα μου. Μα τι είναι αυτό που προσπαθεί να δραπετεύσει από μέσα σου; Σαν τον ήχο των τζιτζικιών σ’ ακούω. Μα τι μου λες; Στάσου λίγο, πρέπει να σου μιλήσω, να σου πιάσω το χέρι, να σου πω, να δείξω αυτό που θέλω, αυτό που νιώθω. Σταμάτα για λίγο, συνεχίζεις να μιλάς και μου χαλάς το σενάριο.

Νιώθω αμήχανα. Μια παλλόμενη, από τον ήχο της φωνής σου, αμηχανία. Μια πόλη είσαι, που νομίζω ότι την ξέρω καλά, αλλά μόνο από φωτογραφίες κι όταν έρχεται η ώρα να σε περπατήσω, χάνομαι στα στενά σου. Μια πόλη ψυχρή και θορυβώδης είσαι απόψε, Δανάη.

Ξαφνικά, σταματάς για λίγο και με κοιτάς. Πίνεις μια δυο γουλιές. Πιάνω το κενό. Τώρα, τώρα πρέπει να σου μιλήσω. Αρχίζω να λέω κάτι, να σε προλάβω πριν συνεχίσεις να μιλάς. Σαν πρόλογος μου φαίνεται, αδέξιος. Ακούω τη φωνή μου να ξαναγυρνάει σαν αντίλαλος σε βαρέλι. Νιώθω στεγνό το λαιμό μου. Και τα χείλη μου. Τα πόδια μου αμήχανα διπλώνονται στο πόδι της καρέκλας. Δυσκολεύομαι να συγκεντρωθώ. Τι έχω πάθει;

Ένα ένα όσα ετοίμασα να πω φεύγουν. Ένα σφουγγάρι νιώθω πως έχω στο κεφάλι μου και χραπ! σβήνει όσα θέλω να πω..

Επιμένω όμως. Είπαμε, εγώ γράφω το σενάριο κι εγώ σκηνοθετώ την παράσταση. Εσύ ας ακούσεις, λοιπόν, τον σκηνοθέτη. Και είμαι αποφασισμένος. Μέχρι τέλους. Με λυτρώνει η ιδέα ότι το τέλος θα γραφτεί με φιλί. Φιλί στα χείλη μου που στέγνωσαν.

Πιάνω κι ανάβω το κερί, πάνω στο τραπέζι, που από ώρα είχε σβήσει.

-Πιο καλά έτσι με το κερί, δεν συμφωνείς;

Για να κερδίσω λίγο χρόνο, να συγκεντρωθώ, ελπίζω να με φωτίσει λίγο. Θέλω να σε κοιτάξω στα μάτια. Να κερδίσω την μάχη με τη δειλία μου. Θέλω να δω τι καθρεφτίζεται στο βλέμμα σου. Το προσπαθώ. Σημαδεύω τη ματιά σου μα δεν την πετυχαίνω. Πετάει από τραπέζι σε τραπέζι. Σαν τη πεταλούδα ή μάλλον σαν τη μέλισσα με το κεντρί της έτοιμο.

Εξακολουθώ να κυνηγώ το βλέμμα σου. Διασχίζω την ίδια διαδρομή. Να το ανταμώσω. Σε μια στιγμή αυτό ακουμπάει στο διπλανό τραπέζι. Το ακολουθώ. Ένα ζευγάρι χασμουριέται.

Επιτέλους το βρίσκω, το ανταμώνω. Μια ανάσα.. Τώρα μιλώ εγώ, Δανάη.

Πριν ανοίξω το στόμα μου, κοιτάς το ρολόι.

-Φεύγουμε;

Με αιφνιδίασες, πάνω που πέρναγα στην επόμενη, καθοριστική, σκηνή.

Συμφώνησα ανόρεχτα.

Πλήρωσα κι αρνήθηκα τη συμμετοχή σου στον λογαριασμό.

-Θα πάρεις ταξί; Ε, όχι δα. Θα σε πετάξω, δεν μου είναι κόπος.

Είχε αρχίσει κι ένα ψιλόβροχο.

Μέχρι να φτάσουμε στο αυτοκίνητο δεν είπαμε κουβέντα. Αμήχανη βουβαμάρα. Ο αγώνας συνεχίζεται, λέω μέσα μου. Έστω και στις καθυστερήσεις ανατροπές γίνονται.

Η διαδρομή σύντομη πολύ.

Σταματώ έξω από το σπίτι σου. Δεν προλαβαίνω να πω τίποτα. Ανοίγεις την πόρτα και βγαίνεις. Με κοιτάς λοξά. Ακούω την καληνύχτα σου καθώς κλείνεις την πόρτα του αυτοκινήτου. Σαν σφύριγμα του διαιτητή μου φάνηκε. Το τέλος του αγώνα.

Κάνω να σκουπίσω τα χείλη μου. Στεγνά τα βρίσκω πάλι. Καληνύχτα Δανάη.

Βρέχει πιο δυνατά τώρα. Βροχή ανοιξιάτικη. Σε βλέπω να προχωράς προς την είσοδο της πολυκατοικίας. Με το βλέμμα σ’ ακολουθώ. Η βροχή αφήνει την παρουσία της στα μαλλιά σου. Το πουκάμισο, βρεγμένο, αρχίζει να κολλάει στο κορμί σου, το τζιν σου είχε αρχίσει να ρουφάει τις σταγόνες της βροχής. Είναι η πολλοστή φορά που παρατηρώ τα οπίσθιά σου αλλά πρώτη φορά φωτογραφίζω με το βλέμμα μου τόσο καθαρά τις αναλογίες σου και μάλιστα υπό βροχήν. Φτάνεις στην είσοδο. Ανοίγεις την τσάντα σου. Το κλειδί μπαίνει στην κλειδαριά. Ρίχνω το τελευταίο βλέμμα πάνω σου, μια γρήγορη ματιά. Η πόρτα ανοίγει. Χάνεσαι μέσα της. Και μέσα μου. Χρειαζόταν η νυχτερινή βροχή για να σε δω πιο καθαρά.

Βάζω πρώτη και ξεκινώ. Σχεδόν μηχανικά οδηγώ. Κάνω τον γύρο του οικοδομικού τετραγώνου και επιστρέφω μπροστά στο σπίτι σου. Κοιτάζω στον τέταρτο. Το παράθυρο φωτισμένο. Τώρα θα έχεις βγάλει το βρεγμένο πουκάμισο και το παντελόνι. Διατρέχω όλα τα χαρακτηριστικά του κορμιού σου. Θα είσαι στο μπάνιο. Κοιτάζεσαι στον καθρέπτη. Με σκέφτεσαι; Το παράθυρο μικραίνει σιγά σιγά…

Σβήνω τη μηχανή του αυτοκινήτου.

Ανάβω τσιγάρο.

Ξανά από την αρχή. Επανασυναρμολόγηση της σκέψης. Η φαντασία μου είναι αδύνατο να με προδώσει.

Λοιπόν, είσαι στο σαλόνι, αφήνεις το πουκάμισο δίπλα στον καναπέ για να στεγνώσει, το τζιν το πετάς λίγο πιο πέρα στην καρέκλα, τα μαλλιά σου βρεγμένα, βρεγμένα πολύ, βλέπω τις σταγόνες να κυλούν αργά αργά στο κορμί. Τις αγγίζεις με τα ακροδάχτυλα. Τις απλώνεις στο σώμα σου. Χάδι.

Κι εγώ; Πού είμαι;

Εγώ είμαι οι σταγόνες, η βροχή, η Χρυσή Βροχή.

Αφού υπάρχουν Δανάες στον κόσμο, ε! θα υπάρχει και Χρυσή Βροχή.

Δεν ξέρω αν είναι ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος για να κυλήσω στο κορμί σου, σίγουρα όμως είναι ο πιο παρηγορητικός εκείνη την ώρα. Η μεταμφιεσμένη μου αποφασιστικότητα.

Συνεχίζω να κοιτώ το παράθυρό σου. Η βροχή δυναμώνει. Την ακούω, τη βλέπω, σε βλέπω μέσα της. Απλώνω το χέρι μου. Κυλάς στα δάκτυλά μου.

Κάποτε με είχες ρωτήσει αν πιστεύω στα θαύματα. Ε ναι! λοιπόν, πιστεύω. Δεν ξέρω αν το κατάλαβες απόψε, μα πιστεύω ακόμα στα θαύματα. Έστω και με την συνδρομή της μυθολογίας.

Ανάβω κι άλλο τσιγάρο. Το τελευταίο που απέμεινε.

Φυσώ τον καπνό δυνατά. Κοιτάζομαι στον καθρέπτη. Ένας Δίας πνιγμένος στον καπνό, ελεεινός.

Ξαναγυρνώ στον χρόνο μου. Βάζω μπροστά το αμάξι και ξεκινώ.

Περνώ το φανάρι. Δεν κοίταξα το χρώμα του, ούτε που το είδα. Σταματώ για τσιγάρα στο περίπτερο. Πριν από τρία χρόνια, στο ίδιο περίπτερο, την ίδια εποχή είχα σταματήσει πάλι για να πάρω τσιγάρα. Ακριβώς το ίδιο συναίσθημα είχα και τότε, την ίδια αποφασιστικότητα. Θα σου μιλήσω, έλεγα.

Θα σου μιλήσω, Δανάη. Δεν είμαι αυτός που νομίζεις. Την άλλη φορά θα σου μιλήσω. Είσαι μια εκκρεμότητα στη ζωή μου.

Ξαναμπαίνω στο αυτοκίνητο. Ανάβω κι άλλο τσιγάρο και ξεκινώ. Θα – σου – μιλήσω, θα – σου -τα – πω, το φωνάζω ρυθμικά συντονισμένος με τον ήχο της βροχής, που τον ακούω να χτυπά στην οροφή του αυτοκινήτου. Την άλλη φορά θα σου μιλήσω.

Μπροστά μου η Εγνατία απλώνεται σαν ποταμός και χάνομαι μέσα του.

Φτάνω στο σπίτι. Είναι σαν να πέρασα στην απέναντι όχθη του ποταμού.

Βγάζω αργά τα κλειδιά κι ανοίγω.

Η Δανάη μου ακριβώς πίσω από την πόρτα με περιμένει ανυπόμονα. Την είχα ξεχάσει και πείνασε το ζωντανό. Της δίνω το φαΐ της και κάθομαι στον καναπέ. Την κοιτώ που τρώει. Ευτυχισμένη μου φαίνεται. Μόλις τέλειωσε έρχεται δίπλα μου, με κοιτά στα μάτια και μου κουνάει την ουρά. Την χαϊδεύω τρυφερά.

– Α! ρε Δανάη… Μόνο εσύ μου έμεινες. Και δεν ξέρω αν θα πρέπει να σου αλλάξω όνομα… δυο Δανάες είναι πολλές.

Την επόμενη φορά πάντως λογαριάζω να τελειώνω με τις εκκρεμότητες.

Κουρασμένο μα αποφασιστικό με παίρνει ο ύπνος στον καναπέ.

Σε λίγο ξημερώνει. Πάλι.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Mario de Biasi. Δείτε τα περιεχόμενα του όγδοου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: