Κανείς δεν νοιαζόταν για τη γιαγιά. Εκείνη όμως πάσχιζε ν΄αλλάξει πλευρό, μα με χίλιες δυο μανούβρες το μόνο που κατάφερε ήταν να κολλήσει στα κάγκελα του κρεβατιού και να αποκάμει. Να σαλέψει δε μπορούσε πια. Τι άλλο της απόμενε; Μονάχα να βογκάει, μήπως τη βαρεθεί κανείς και της σταθεί. Ένα χέρι ζητούσε, ένα χέρι θα την έσωζε. Αλλά κανείς. Μόνο στόματα ασεβή, δίχως έλεος, βούιζαν γύρω της.
«Γιαγιά, ησυχία!»
«Γιαγιά, θα βγάλεις το σκασμό καμιά φορά; Έχουμε τον πόνο μας, έχουμε κι εσένα!»
«Μην της μιλάτε έτσι» διαμαρτυρήθηκε η συγγενής του διπλανού ασθενή. Γέρος ήταν κι ο δικός της, μα εκείνη τον φρόντιζε. Με τις αποκλειστικές του, με τα φακελάκια, με τα όλα του. Όσο να πεις ήταν για λύπηση η γριούλα, μια εγγονή είχε μόνο κι αυτή δούλευε πρωί-απόγευμα, πωλήτρια. Μια στάλα ευγένεια δεν κόστιζε τίποτα.
«Γιαγιά υπομονή! Θά ΄ρθει η εγγονή!»
«Πότε; Καλέ, ελάτε! Με πονάνε τα κάγκελα. Ελάτε, ελάτε! Στη φυλακή με βάλατε;»
Κάποιος χτύπησε επίμονα το κουδούνι. Εμφανίστηκε η νοσοκόμα.
«Πάλι εσύ μας ταλαιπωρείς; Θα σε μαλώσω, γιαγιά! Δεν είσαι μόνη σου! Τόσοι ασθενείς εδώ μέσα!»
«Ω, ελάτε, ελάτε. Πιάστηκα! Πονάει το πόδι μου πάνω στο κάγκελο.»
«Ε, καλά! Και τι φοβάσαι; Μη σπάσει το σπασμένο; Έλα, ηρέμησε!» της έβαλε τις φωνές η νοσοκόμα από μακριά. Και λες πως ήταν και κουφή, συμπλήρωσε χασκογελώντας «στο κάτω κάτω εσύ τά ʼφαγες τα ψωμιά σου».
Κι όλοι ξέσπασαν στα γέλια μαζί της.
«Μωρέ θα μας θάψει όλους η γριά. Την ξεχάσανε οι άνθρωποι, την ξέχασε κι ο χάρος!» συμπλήρωσε κι ένας ασθενής.
Και δωσ’ του γέλια και γέλια, δίχως σταματημό.
Τότε ήταν που μπήκε στο δωμάτιο ασθμαίνουσα η εγγονή. Τους είδε να γελάνε με τα βλέμματα στραμμένα στο κρεβάτι της γιαγιάς. Είδε και τη γιαγιά κολλημένη στο κάγκελο, το βλέμμα της σαν του δαρμένου σκυλιού.
«Γιαγιούλα μου, τι έπαθες;»
«Ω, ελάτε, κυρία! Πονάω! Κι αυτές οι μύγες όλο βουίζουν!»
«Η εγγονή σου είμαι γιαγιούλα μου. Δεν με γνώρισες; Και πού είναι οι μύγες; Δε βλέπω καμιά.»
«Να τες, να τες, δεν τις ακούτε; Δεν τις ακούτε πως χαχανίζουν! Σαν άνθρωποι κάνουν. Ακούτε; Εσύ είσαι εγγονούλα μου;»
«Εγώ, γιαγιά μου. Έλα να σου ισιώσω το κορμάκι σου. Σ΄αγαπώ, γιαγιούλα μου!»
«Κι εγώ, κοριτσάκι».
«Έλα, γύρνα λίγο. Αχ, πώς βάρυνες έτσι. Κι ας μίκρυνες τόσο. Αδελφή, έρχεστε λίγο;»
Κοιτάζει γύρω της. Η αδελφή άφαντη.
«Έλα, γιαγιούλα μου, θα τα καταφέρουμε μόνες μας εμείς. Και μετά να δεις τι σου πήρα. Μια φάτνη, γιαγιούλα μου, με το Χριστούλη, την Παναγίτσα…»
«Παγώνω! Βάλε με μέσα! Να με ζεστάνουν τα ζωάκια….Κουράστηκα. Φεύγω… Βουίζει το κεφάλι μου… Να προσέχεις, κοριτσάκι. Μύγες, μύγες γέμισ’ ο τόπος…».
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Amal Gharib. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]