Μετάφραση: Θοδωρής Σταμάτης
Συνήθειες δύο εκατομμυρίων ετών είναι δύσκολο να κοπούν. […] Το ασυνείδητο φαίνεται να γνωρίζει πάρα πολλά. Τι ξέρει όμως για τον εαυτό του; Ξέρει ότι πρόκειται να πεθάνει; […] Και είναι όντως τόσο καλό στο να λύνει προβλήματα ή μήπως απλώς κρατά τις συμβουλές του για τις αποτυχίες; Πώς γίνεται να κατέχει αυτή την αντίληψη την οποία εμείς κάλλιστα θα μπορούσαμε να φθονούμε;
Αυτό το απόσπασμα προέρχεται από ένα δοκίμιο του Κόρμακ Μακάρθι με τίτλο «Το πρόβλημα Κεκουλέ», που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nautilus, τον Απρίλιο του 2017. Ο τίτλος του δοκιμίου αναφέρεται στον Γερμανό χημικό Φρίντριχ Άουγκουστ Κεκουλέ (1829-1896), ο οποίος εξιστορεί πώς ανακάλυψε το δακτυλιοειδές σχήμα του μορίου τού βενζολίου αφότου είδε σε όραμα ένα φίδι που κατάπινε την ουρά του, τον ουροβόρο, που στην αρχαία αιγυπτιακή μυθολογία συμβόλιζε την ανανέωση και την αναγέννηση.
Όπως το διατυπώνει ο Μακάρθι, το πρόβλημα Κεκουλέ συνοψίζεται στο εξής ερώτημα: γιατί ο ασύνειδος νους του χημικού δεν του είπε απλώς ότι «το άτομο έχει τη μορφή δακτυλίου»;. Η απάντηση του Μακάρθι είναι ότι η γλώσσα αποτελεί μια ικανότητα που αναπτύχθηκε πρόσφατα. Κατά τη διάρκεια της εξελικτικής του προϊστορίας, το ανθρώπινο είδος κατευθυνόταν από τον προγλωσσικό ζωικό του εγκέφαλο, ο οποίος συνεχίζει να μας αποκαλύπτει τα μηνύματά του μέσω ονείρων, εικόνων και απεικασμάτων: «Υπάρχει μια διαδικασία εδώ, στην οποία δεν έχουμε πρόσβαση. Πρόκειται για ένα μυστήριο δυσερμήνευτο, αν όχι τελείως απροσπέλαστο». Το δοκίμιο απηχεί τις συζητήσεις στις οποίες για πολλά χρόνια συμμετείχε ο Μακάρθι στο Ινστιτούτο Σάντα Φε, ένα διεπιστημονικό κέντρο αφιερωμένο στη μελέτη της πολυπλοκότητας που διακρίνει τα φυσικά και κοινωνικά συστήματα. Το συγκεκριμένο ίδρυμα το επισκέπτεται από τη δεκαετία του 1990 και σήμερα είναι μέλος του διοικητικού του συμβουλίου.
Δύσκολα προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Μακάρθι ενδιαφέρεται για το πρόβλημα Κεκουλέ. Τα βιβλία του είναι μια αδυσώπητη μάχη να ειπωθεί το ανείπωτο. Ο Ματωμένος Μεσημβρινός (1985) [1], με τον βροντερό ρυθμό του, και το Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους [2], με τις κατάστεγνες προτάσεις του, είναι κείμενα τα οποία εκμεταλλεύονται όλες τις δυνατότητες της γλώσσας προκειμένου να φανερώσουν εμπειρίες που η γλώσσα αδυνατεί να εκφράσει. Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του, Ο δρόμος (2006) [3] ήταν η προσπάθεια να εκφραστεί η απερίγραπτη ερήμωση ενός μετα-αποκαλυπτικού πλανήτη και η οδύνη όσων ζουν στα ερείπιά του. Οι κριτικοί έχουν επισημάνει την επιρροή που άσκησε πάνω του ο Φώκνερ και ο Χέμινγουεϊ, ωστόσο μια τέτοια απόφανση υποβαθμίζει το επίτευγμά του. Το καινούργιο του μυθιστόρημα, Ο επιβάτης [4], δείχνει ότι ο Μακάρθι ανήκει στην ίδια συνομοταξία με τον Μέλβιλ και τον Ντοστογιέφσκι, συγγραφείς τους οποίους ο κόσμος δεν θα πάψει ποτέ να έχει ανάγκη.
Ο Κόρμακ Μακάρθι, που γεννήθηκε το 1933 και μεγάλωσε στους κόλπους μιας μεσοαστικής οικογένειας Ιρλανδών Καθολικών σε μια φτωχή περιοχή του Νόξβιλ, στο Τενεσί, εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο και υπηρέτησε για κάποια χρόνια στην αμερικανική αεροπορία. Ποτέ δεν είχε σταθερό επάγγελμα ούτε συμμετείχε στη λογοτεχνική ζωή. Σε μια σπάνια συνέντευξη εξ αφορμής του αφιερώματος που του έκανε ο κριτικός Ρίτσαρντ Μπ. Γούντγουορντ στους New York Times το 1992, ανέφερε ότι όταν μια τοπική εφημερίδα παρέθεσε ένα γεύμα προς τιμήν του, εκείνος αρνήθηκε ευγενικά να παρευρεθεί. Ουδέποτε δίδαξε λογοτεχνία ούτε έδωσε διαλέξεις. Πριν του απονεμηθεί η Υποτροφία ΜακΆρθουρ, μια άνευ όρων χορηγία που προσφέρεται σε άτομα εξαιρετικών ικανοτήτων, το 1981, ζούσε λιτά, περνώντας μεγάλες περιόδους σε συνθήκες που κάποιοι ενδεχομένως θα θεωρούσαν ότι άγγιζαν τα όρια της φτώχειας, αφιερωμένος αποκλειστικά στη συγγραφή.
Τα μυθιστορήματά του έχουν επικριθεί επειδή περιέχουν υπέρμετρη βία, ως εάν αυτό το γεγονός να αποδείκνυε ότι συνολικά το έργο του διακρίνεται από κάποιου είδους νοσηρότητα. Στη συνέντευξη στους New York Times απαντά πως αν κάτι είναι νοσηρό, είναι ακριβώς το να αρνούμαστε τη βία που διέπει την ανθρώπινη ζωή: «Ζωή χωρίς αιματοχυσία δεν υπάρχει. Νομίζω πως η πεποίθηση σύμφωνα με την οποία το ανθρώπινο είδος μπορεί με κάποιον τρόπο να βελτιωθεί, ότι όλοι θα μπορούσαν να ζήσουν μιαν αρμονική ζωή, είναι πολύ επικίνδυνη ιδέα. Όσοι κατατρύχονται από αυτή την ιδέα είναι οι πρώτοι που θα εκχωρήσουν την ψυχή τους και την ελευθερία τους».
Διαθέτει το σθένος να παρουσιάζει τις απεχθέστερες μορφές ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ένα ολιγοσέλιδο, παραγνωρισμένο μυθιστόρημά του, με τίτλο Ο υιός του Θεού (1973) [5], έχει να κάνει με έναν κατά συρροήν δολοφόνο, και η αγριότητα των εγκλημάτων του απεικονίζεται σε όλο της το μέγεθος, επειδή τα εγκλήματα αυτά είναι κατεξοχήν ανθρώπινα. Στον Επιβάτη, ένας βετεράνος του Βιετνάμ θυμάται να πετά πάνω από τη ζούγκλα και να βλέπει ελέφαντες στα ξέφωτα. Προσπαθώντας να προστατέψουν τις θηλυκές και τα παιδιά τους, οι αρσενικοί ύψωναν τις προβοσκίδες τους και προκαλούσαν τα ελικόπτερα. Οι πιλότοι αντέδρασαν ρίχνοντάς τους ρουκέτες: «Αλλά δεν αστοχήσαμε ποτέ. Και οι ρουκέτες τούς διέλυαν. Με μια γαμημένη έκρηξη» [6]. Ο βετεράνος λέει ότι λυπάται για ό,τι έκανε. «Δεν μας είχαν κάνει τίποτα. Και σε ποιον να πάνε να διαμαρτυρηθούν; […] Γι’ αυτό μετανιώνω» [7]. Όμως γιατί έκανε αυτό που έκανε; Υπάρχει άραγε απάντηση;
Ο Επιβάτης είναι μια σπουδή στο να ζει κανείς χωρίς απαντήσεις. Ο ταξιδιώτης του τίτλου είναι το αγνοούμενο δέκατο πτώμα σε ένα βυθισμένο αεροσκάφος που συνετρίβη στην ακτή της Νέας Ορλεάνης. Τα συντρίμμια που βρίσκονται στον βυθό της θάλασσας εξετάζονται από τον επαγγελματία δύτη Μπόμπι Γουέστερν, πρώην μαθηματικό και γιο ενός φυσικού ο οποίος εργάστηκε μαζί με τον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ για την κατασκευή των ατομικών βομβών που ρίχτηκαν στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Επισκεπτόμενος το Ναγκασάκι μετά τον πόλεμο μαζί με μια ομάδα επιστημόνων, ο πατέρας του Μπόμπι διαπίστωσε ότι «τα πάντα ήταν σκουριασμένα. […] Στους δρόμους υπήρχαν καμένα κουφάρια βαγονιών του τραμ. […] Καθισμένοι πάνω στα μαυρισμένα ελατήρια ήταν οι απανθρακωμένοι σκελετοί των επιβατών, χωρίς ρούχα, χωρίς μαλλιά. […] Όσοι επέζησαν περιφέρονταν εδώ κι εκεί, αλλά δεν υπήρχε μέρος να πάνε» [8].
Βουτώντας με έναν συνάδελφο για να εξετάσει το αεροσκάφος, ο Μπόμπι βρίσκει τους άλλους εννιά επιβάτες και το πλήρωμα δεμένους στις θέσεις τους, με τα μαλλιά τους να επιπλέουν και τα μάτια τους «κενά από κάθε σκέψη» [9]. Το βαλιτσάκι του πιλότου και το μαύρο κουτί του αεροσκάφους είναι αδύνατον να βρεθούν. Ενώ οι καταδύσεις συνεχίζονται, ο Μπόμπι παρακολουθείται και ανακρίνεται από πράκτορες της υπηρεσίας πληροφοριών· το σπίτι του γίνεται φύλλο και φτερό, το αυτοκίνητό του εξαφανίζεται, το διαβατήριό του κατάσχεται και δεσμεύεται ο τραπεζικός του λογαριασμός. Το σκάει, καταλήγοντας σε μια καλύβα δίπλα στη θάλασσα, τυλιγμένος με μια παλιά στρατιωτική κουβέρτα να διαβάζει φυσική –«παλιά ποίηση» [10]– και να προσπαθεί να γράψει γράμματα στη σχιζοφρενή αδελφή του Αλίσια, επίσης πρώην μαθηματικό, που αυτοκτόνησε σε ένα ψυχιατρείο πολλά χρόνια πριν. (Το Stella Maris, ένας επίλογος στον Επιβάτη, που έχει ως θέμα του την Αλίσια –το πρώτο μυθιστόρημα του Μακάρθι με γυναίκα ως κεντρική πρωταγωνίστρια–, θα κυκλοφορήσει αργότερα εντός του έτους [11].) Περπατώντας στα όρια της παλίρροιας το σούρουπο, ο Μπόμπι κοιτάζει τις πατημασιές απ’ τα γυμνά του πόδια να γεμίζουν με νερό, «και μετά το ξαφνικό σκοτάδι έπεφτε σαν χυτήριο που έκλεινε για τη νύχτα» [12].
Η σύγχυση των ορίων ανάμεσα στα προσωπικά οράματα και στην κοινά αντιληπτή πραγματικότητα χαρακτηρίζει πολλά από τα επεισόδια που περιγράφονται στον Επιβάτη. Την αδελφή του Μπόμπι την επισκέπτεται τακτικά ένα τζίνι, το Παιδί της Θαλιδομίδης, ένα παραμορφωμένο πλάσμα με «πτερύγια» που σχολιάζει τη συμπεριφορά της, ενίοτε υπό το πρίσμα της μεταφυσικής: «Για τον έμπειρο ταξιδιώτη, ο προορισμός είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια φήμη. […] Το πραγματικό ζήτημα είναι ότι κάθε γραμμή είναι μια κομμένη γραμμή. Πηγαίνεις πίσω ακολουθώντας τα βήματά σου, μα τίποτα δεν σου είναι οικείο. Οπότε, κάνεις μεταβολή για να επιστρέψεις, αλλά τώρα, που πας προς την αντίθετη κατεύθυνση, έχεις το ίδιο πρόβλημα. Κάθε κοσμογραμμή είναι διακριτή, και κάθε τομή σχηματίζει ένα κενό απύθμενο» [13].
Το φάντασμα έχει κάτι από τη χλευαστική διάθεση που διακρίνει τον διάβολο όπως αυτός εμφανίζεται στο παραλήρημα του Ιβάν από τους Αδελφούς Καραμάζωφ του Ντοστογιέφσκι. Μια μορφή που καταφθάνει υποσχόμενη να ξεκαθαρίσει κάπως την κατάσταση, όταν το Παιδί αποχωρεί, φεύγει με τη σειρά της, αφήνοντας τα πράγματα ακόμα πιο ασαφή και ακατάληπτα απ’ ό,τι ήταν προτού έρθει. Πολλές από τις σκηνές του βιβλίου έχουν μιαν απόκοσμη, αινιγματική αύρα την οποία δύσκολα ξεχνά κανείς. Αν ο Επιβάτης ήταν ταινία, θα είχε γυριστεί από τον Ντέιβιντ Λιντς.
Όπως συχνά κάνει στα μυθιστορήματά του, ο Μακάρθι χρησιμοποιεί τον διάλογο ως αφηγηματικό τρόπο, δίνοντας έμφαση σε πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν. Πολλές από τις εν λόγω συζητήσεις διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια γευμάτων σε διάφορα μπαρ της Νέας Ορλεάνης. Σε μία από αυτές, ένας κυνικός φίλος του που πίνει τζιν και καπνίζει πούρο, στον οποίο ο Μπόμπι έχει εκμυστηρευτεί κάποιες από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, διαπιστώνει: «Δεν διαπερνάμε εμείς τις μέρες, Ιππότη. Αυτές διαπερνούν εμάς. Μέχρι το τελευταίο ανάλγητο σφίξιμο της καστανιάς. […] Εννοώ ότι το πέρασμα του χρόνου είναι αμετάκλητα και δικό σου πέρασμα. […] Τελικά, δεν υπάρχει τίποτα να μαθευτεί, ούτε κανείς να το μάθει. […] Είναι περίεργο μέρος αυτός ο κόσμος» [14].
Λίγο πριν πεθάνει, ο φίλος του Μπόμπι τού στέλνει ένα γράμμα σ’ ένα από τα μπαρ στα οποία σύχναζαν. Ελπίζει ότι εάν υπάρχει κάποιου είδους μετά θάνατον ζωή, ίσως ξανασυναντηθούν σε ένα παλιό τους στέκι. Αφότου ο φίλος του πέθανε, το φάντασμά του επισκέπτεται τον Μπόμπι «μια τελευταία φορά και τέρμα» [15]. Όταν η συνομιλία τους κοντεύει να τελειώσει, ο φίλος αναρωτιέται: «Και τι είμαστε εμείς; Δέκα τοις εκατό βιολογία και ενενήντα τοις εκατό σκοτεινές φήμες» [16]. Μετά η οπτασία εξαφανίζεται.
Ο Μπόμπι αποτυγχάνει να ανακαλύψει την ταυτότητα του αγνοούμενου επιβάτη ή για ποιον λόγο βρίσκεται υπό παρακολούθηση από τους «ομοσπονδιακούς» [17]. Όπως πολλοί άλλοι άνθρωποι της εποχής του, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα κρυπτογράφημα σε μια δυσανάγνωστη ιστορία. Ένας δικηγόρος που προτίθεται να τον βοηθήσει να αλλάξει ταυτότητα, εκφράζει τις σκέψεις του όσον αφορά τη δολοφονία του Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, πεπεισμένος ότι τα στοιχεία της υπόθεσης αλλοιώθηκαν. Ο Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ ήταν κορόιδο, ένας επιβάτης που «περίμενε κάποιον να έρθει να τον πάρει, αλλά δεν επρόκειτο να έρθει κανείς» [18]. Εάν υπάρχει κάποιο νήμα που διατρέχει τα μυθιστορήματα του Μακάρθι, αυτό είναι η απουσία εξήγησης.
Ενώ έχει μετακομίσει σε μια καλύβα στους αμμόλοφους κοντά στο Μπέι Σεντ Λούις, ο Μπόμπι δέχεται την επίσκεψη του Παιδιού. Λέει στον Μπόμπι ότι η αδελφή του ήξερε πως εντέλει τίποτα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε: «Δεν μπορείς να πιάσεις τον κόσμο. Μπορείς μόνο να φτιάξεις μια εικόνα του. Είτε πρόκειται για έναν ταύρο στον τοίχο μιας σπηλιάς είτε για μια μερική διαφορική εξίσωση, είναι το ίδιο πράγμα» [19]. Συζητούν για το αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή. Σιγοπερπατώντας στην ακτή, ο Μπόμπι ρωτά το Παιδί αν είναι απεσταλμένος. Το Παιδί απαντά: «Ποιανού;» [20]. Μουσκίδι και ξεπαγιασμένος, ο Μπόμπι πέφτει στα γόνατα. Η γνώση πως η αγαπημένη του αδελφή πέθανε μόνη της ήταν για εκείνον μια αβάσταχτη απώλεια άνευ προηγουμένου. Ψάχνοντας για το Παιδί, βλέπει τη μικρόσωμη και χωλή μορφή του να σβήνει μέσα στη βροχερή παραλία. Σύντομα το τζίνι φεύγει.
Στο «Πρόβλημα Κεκουλέ», ο Μακάρθι γράφει: «Για να το θέσουμε όσο πιο λακωνικά και απροκάλυπτα γίνεται, το ασυνείδητο είναι ένα μηχάνημα με το οποίο χειρίζεται κανείς ένα ζώο». Ίσως αυτό να δίνει την εντύπωση μιας απλουστευτικά υλιστικής κοσμοθέασης, ωστόσο στις περισσότερες προηγμένες επιστήμες, η ύλη είναι ένα φασματικό ζήτημα, όχι εξολοκλήρου διακριτό από την υποκειμενική εμπειρία. Όπως το θέτει ένας από τους συνδαιτυμόνες του Μπόμπι: «Αν η επιστήμη, με κάποιο θαυμαστό τρόπο, συνεχίσει την πορεία της στο μέλλον, τότε θ’ ανακαλύψει όχι μόνο νέους νόμους της φύσης, αλλά και νέες φύσεις τις οποίες θα έχει την ευκαιρία να περιγράψει με νόμους. […] Μέρος της δυσκολίας της κβαντομηχανικής έχει να κάνει με το πρόβλημα του να μπορέσεις να αποδεχτείς το απλό γεγονός ότι δεν υπάρχει πληροφορία ανεξάρτητη από το σύστημα που απαιτείται για τη λήψη της. Δεν υπήρχαν έναστροι ουρανοί πριν υπάρξει το πρώτο ον με νόηση και όραση ώστε να τους ατενίσει. Πριν από αυτό, τα πάντα ήταν μαύρα και σιωπηλά» [21].
Στον απατηλό, απροσδιόριστο κόσμο της κβαντικής φυσικής, οι συνομιλίες με τους νεκρούς, όπως και με πλάσματα που ποτέ δεν υπήρξαν, ενδεχομένως να αποτελούν απτή πραγματικότητα. Ο υλισμός αυτού του τύπου είναι συνεπής με τη θρησκεία, ωστόσο όχι μια θρησκεία του είδους που υπόσχεται λύτρωση. Σύμφωνα με τον χριστιανισμό, ό,τι χάθηκε εντέλει θα επιστραφεί ξανά. Πριν από τον χριστιανισμό, ο Πλάτων υποσχόταν μια ιδανική επικράτεια πέρα από τις σκιές του Σπηλαίου. Τόσο ο μονοθεϊσμός όσο και η κλασική φιλοσοφία είναι θεοδικίες, προσπάθειες να δικαιολογηθούν το κακό και η αδικία ως αναγκαία στοιχεία μιας άγνωστης τάξης πραγμάτων.
Η θρησκεία που υπονοείται στον Επιβάτη είναι μια παλαιότερη πίστη, στην οποία δεν υπάρχει θεοδικία και τίποτα δεν αποκαλύπτεται. Καθώς έσβηνε τη λάμπα στην καλύβα του, εξακολουθώντας να σκέφτεται την αδελφή του, ο Μπόμπι ήξερε πως «τη μέρα του θανάτου του θα έβλεπε το πρόσωπό της και θα ήλπιζε να πάρει εκείνη την ομορφιά μαζί του στο σκότος, ο τελευταίος παγανιστής στη γη, τραγουδώντας απαλά πάνω στο αχυρόστρωμά του σε μια γλώσσα άγνωστη» [22].
❧
Σημειώσεις
1. Κόρμακ Μακ Κάρθι, Ματοβαμμένος μεσημβρινός, μτφρ. Σπήλιος Μενούνος, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1992· Κόρμακ ΜακΚάρθυ, Ματωμένος μεσημβρινός, μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, Καστανιώτης, Αθήνα 2011.
2. Κόρμακ ΜακΚάρθυ, Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους, μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, Καστανιώτης, Αθήνα 2008.
3. Κόρμακ ΜακΚάρθυ, Ο δρόμος, μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, Καστανιώτης, Αθήνα 2009.
4. Cormac McCarthy, Ο επιβάτης, μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, Gutenberg, Αθήνα 2022.
5. Το εν λόγω μυθιστόρημα θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση του Παναγιώτη Κεχαγιά. [Σ.τ.Μ.]
6. Cormac McCarthy, Ο επιβάτης, ό.π., σ. 69.
7. Ό.π.
8. Ό.π., σ. 181.
9. Ό.π., σ. 33.
10. Ό.π., σ. 419.
11. Cormac McCarthy, Stella Maris, μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, Gutenberg, Αθήνα 2022.
12. Cormac McCarthy, Ο επιβάτης, ό.π., σ. 420.
13. Ό.π., σ. 92-93.
14. Ό.π., σ. 384-386.
15. Ό.π., σ. 577.
16. Ό.π., σ. 583.
17. Ό.π., σ. 529.
18. Ό.π., σ. 527.
19. Ό.π., σ. 432.
20. Ό.π., σ. 435.
21. Ό.π., σ. 232-233.
22. Ό.π., σ. 591.
⸙⸙⸙
[Το παρόν κείμενο αποτελεί μετάφραση του άρθρου: «The Passenger: The phantom world of Cormac McCarthy», περ. New Statesman, 19 Οκτωβρίου 2022. Ηλεκτρονική δημοσίευση εδώ (προσπελάστηκε στις 6.12.2022). Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Skander Khlif. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]