frear

Αφοσίωση – της Αλέκας Πλακονούρη

Όταν έρχονταν μπουλούκια στα μέρη τους, έτρεχε μαζί με όλο το παιδομάνι ξοπίσω τους, ξεσηκώνοντας με σπουδή τα τραγούδια τους και τα σκέρτσα των θεατρίνων. Γυρνώντας στο σπίτι, τα αναπαριστούσε σε ντελίριο μπροστά στον καθρέφτη∙ η μάνα της τη βούταγε απ’ το μαλλί, «Πουτάνα θα γίνεις, μωρή;», και την άρχιζε στα σκαμπίλια για να βάλει μυαλό. Εκείνη ακάθεκτη όμως έβρισκε κάθε φορά τρόπο, με λίγα κέρματα που έκλεβε απ’ το σπίτι ή περνώντας κρυφά ανάμεσα απ’ τους μεγάλους, να χωθεί στο καφενείο όπου έπαιζαν οι πλανόδιοι θεατρίνοι και να παρακολουθήσει δύο και τρία έργα μαζί.

Κοιτούσε κατάματα τους ηθοποιούς κι ανοιγόκλεινε το στόμα της προσπαθώντας να αντιγράψει όχι μόνο τα λόγια τους, αλλά κι ό,τι έκρυβαν αυτά από κάτω. Δάκρυα τρέχανε απ’ τα μάτια της, γέλια ξεσκίζαν το στήθος της, κατάρες βγαίνανε απ’ το στόμα της, οργή ζωγράφιζαν τα χεράκια της στον αέρα, υποσχέσεις σταλάζανε απ’ τα μάτια της, χορούς ξεσηκώναν τα πόδια της, λέξεις αγάπης γλυκαίναν τα χείλη της. Χάζευε εκστασιασμένη τα χαρτονένια σκηνικά και τα τσαλακωμένα κοστούμια που χτίζανε εκείνο τον κόσμο μαγείας, που την τράβαγε στα βάθη του σαν μαγνήτης. Ήταν μάλιστα τόση η λαχτάρα της να τα μάθει όλα μεμιάς, που στο διάλειμμα επαναλάμβανε τσάτρα πάτρα τα λόγια του έργου αδιαφορώντας για τους θεατές γύρω της: Κι όντας οι ράχες τα βουνά, οι λόγγοι, τα λαγκάδια, σε κρύβουν απ’ τα μάτια μου και δεν μπορώ να σ’ ίδω, γίνομαι όνειρο γοργό και σε ακολουθάω. Άλλοι γελάγανε με τη ζέση της κι άλλοι τη σιχτιρίζανε και τη σπρώχνανε πέρα ενοχλημένοι. Μια φορά μάλιστα μια θεατρίνα είχε θαυμάσει τις υποκριτικές της προσπάθειες και γελώντας σαν καλοκαιριάτικη μπόρα τής είχε τσιμπήσει το μάγουλο τρυφερά. Περνούσε ο καιρός και εδραιωνότανε η απόφαση μέσα της: όταν μεγάλωνε, θα έφευγε μαζί τους και θα γινότανε μια περιζήτητη θεατρίνα.

Στα δεκαπέντε της είχε μάθει πια όλους τους ρόλους ‒Γαλάτειες, Γενοβέφες, Στέλλες Βιολάντη και Μαρίες Πενταγιώτισσες‒ και μια άνοιξη αυτό που ονειρευότανε τόσα χρόνια το έκανε πράξη∙ έφυγε μ’ ένα μπουλούκι απ’ το χωριό. Στην αρχή καθήκον της ήταν απλώς να παίρνει το αντίτιμο για την είσοδο, αργότερα βοηθούσε να στήσουν τα σκηνικά κι έπαιζε και κανένα ρολάκι, προετοιμαζόταν όμως αδιάκοπα για εκείνη την ώρα που θα ερμήνευε όλους τους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Διορθώνοντας ξεφτισμένα κοστούμια και καρφώνοντας σκηνικά, περάσανε χρόνια και χρόνια και κατέληξε να είναι επαγγελματίας υποβολέας σε διάφορα θέατρα στην πρωτεύουσα. Δεν χρειαζόταν να διαβάζει τα έργα, τα ήξερε πια όλα απ’ έξω. Αναριγούσε κάθε φορά ακούγοντας τα χειροκροτήματα και επιθυμούσε στο τέλος της παράστασης να βγει απ’ το σκοτεινό της λαγούμι και να υποκλιθεί μαζί με τον θίασο, όντας αναπόσπαστο μέλος του, ίσως ακόμη και στυλοβάτης.

Μια μέρα τυχαία άκουσε τον διάλογο δύο νέων ηθοποιών, που μιλούσαν γι’ αυτή χαχανίζοντας:

«Μα τι θεατρίνα θα γινόταν τάχα η άμοιρη με το χωλό ποδαράκι της κι αυτό το αλλήθωρο μάτι…»

Εκείνη κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της τρίβοντας τα χέρια της μεταξύ τους και συνέχισε μέσα της τον μονόλογο της Λαίδης Μάκβεθ, που είχε αφήσει στη μέση.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Saul Leiter. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη