Από το τέλος της άνοιξης μέχρι και ολόκληρο τον Σεπτέμβριο οι λέξεις πάντα μου έρχονται δύσκολα. Είναι όλα γύρω, έντονα και φωτεινά και δυνατά, πνιγηρά, θαμπώνουν το μυαλό και η προσοχή μου αποσπάται από μια ζωηρή μέλισσα και το πολύχρωμο λουλούδι της ή την πίσσα και την αμμωνία που έχουν αρχίσει και μυρίζουν στην πόλη. Κόβω κάθε χρόνο ένα κλαδάκι από τη μιμόζα που κάποια ευγενική ψυχή είχε φυτέψει μποροστά από την πολυκατοικία και που συνέχιζε να μεγαλώνει ήσυχα και μεθοδικά κάτω από τις πλάκες του πεζοδρομίου. Βάζω το σκοτωμένο κλαδάκι σε ένα ποτήρι με νερό πάνω στο γραφείο μου και μοσχοβολάει όλο το δωμάτιο από τις κίτρινες φουντίτσες. Τρυπώνει το άρωμα στη χαραμάδα του συρταριού, τις σελίδες των βιβλίων, τα μαξιλάρια, μπαίνει μέσα στα ρουθούνια και το στόμα μου και στέκεται στο ύψος της καρδιάς. Πιο κει στο δρόμο υπάρχει και ένα ωραίο διώροφο σπίτι με αυλή και λευκά, μυρωδάτα τριαντάφυλλα που ξεχύνονται πάνω από τον φράχτη σα να θέλουν να πιάσουν κουβέντα με τους περαστικούς. Πολλοί ανταποκρινονται και κόβουν ένα για να το προσφέρουν αργότερα ή να στολίσουν το τραπέζι της κουζίνας. Παρ’όλα αυτά οι τριανταφυλλιές του γείτονα έχουν πάντα απόθεμα. Δεν θυμάμαι να έχω κόψει ποτέ από τα τριαντάφυλλα αυτά. Πάντα στο γραφείο μου υπάρχει ένα κλαδάκι μιμόζας, η θυσία που προσφέρω στη μνήμη και στην απώλεια κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Όπου και να κρυφτώ, σε σιωπή και σε σκοτάδι, κουβαλάω μαζί μου και το άρωμα. Και είναι αδύνατο να γράψω.
Έμαθα για εκείνη από τους ανθρώπους της γειτονιάς, τον ψιλικατζή κυρίως. «Την είδες την καινούργια» ρωτούσε τους άντρες που έρχονταν για τα τσιγάρα και τις μπύρες τους. Γέλια και επιφωνήματα, μετά προστυχιές, «θα την ξεσκίσω», «θα ματώσει» και «θα κλάψει».. Την έλεγαν Ελένη αλλά σιγά σιγά θα ξεχνούσαμε όλοι το πραγματικό της όνομα. Όταν τελικά την είδα κι εγώ, είχε μπει το καλοκαίρι. Περασμένα μεσάνυχτα, σε στενάκι κάτω από τη λεωφόρο. Τράβηξε το βλέμμα μου το χρυσό της φόρεμα, σαν πυγολαμπίδα μέσα στα τσιμέντα. Ψηλά, κόκκινα τακούνια, ακούγονταν τα βήματα της στο δρόμο σαν εκκρεμές. Μετρούσε τη νύχτα. Ήταν κατάλευκη, σα να χε κατέβει η πανσέληνος στην Καλλιθέα. Θυμάμαι είχαμε μάθει στο σχολείο για τον Παρθενώνα. Αν πάς λέει στην Ακρόπολη δε θα βρείς στα αρχαία κτίσματα ούτε μια ευθεία γραμμή, όλες καμπύλες. Έτσι ήταν κι αυτή. Φτιαγμένη για αγκαλιά, να γεμίζουν τα χέρια σα να τα βάζεις μέσα σε εύφορο χώμα και να πιάνεις ζωή. Πρόλαβα να τη δω να μου χαμογελάει, τα χείλη της ανέβηκαν περισσότερο από τη μία πλευρά, δυο σειρές μικρά, ίσια δοντάκια από κάτω. Εάν μετρούσε κανείς τη διαφορά της γωνίας ανύψωσης των χειλιών από τη μία και την άλλη πλευρά του στόματός της θα εντόπιζε με ακρίβεια και την αιτία του πόθου, που μου γεννήθηκε εκείνη τη στιγμή, για εκείνη. Επιτάχυνα κι έφυγα.
Σιγά σιγά μάθαινα και τα υπόλοιπα. Αύξησα τις επισκέψεις μου στον ψιλικατζή αλλά και στον περιπτερά και τον φούρνο. Όλοι γι’αυτήν μιλούσαν. Χάζευα τις εφημερίδες και άκουγα. Άρχισα να παίρνω τσιγάρα, μπαχαρικά, φιστίκια, ένα σωρό άχρηστα πράγματα, όλα τα πετούσα πριν καν φτάσω στο σπίτι. Κρατούσα μόνο όσα ακουγα για εκείνη. Ξένη λέει ήταν. Άλλος έλεγε Ουκρανία, άλλος Εστονία, ακούστηκε κι ένα Ελβετία. Ήρθε για να κάνει λεφτά στην Ελλάδα με αυτό που της άρεσε περισσότερο. Να προσφέρει έρωτα απλόχερα, όχι σε έναν αλλά σε όσους το ζητούσαν. Δεν είχε ξαναπεράσει λέει τέτοια γυναίκα από την περιοχή…ποια περιοχή; Από την Αθήνα ολόκληρη! Δινόταν σε έναν κάθε βράδυ, τον πρώτο που πήγαινε σ’αυτήν, αλλά δινόταν ολοκληρωτικά. Έρωτας, λαγνεία, τρυφερότητα, έκσταση, λέξεις που περιέγραφαν την ίδια αίσθηση καθώς δεν είχε ακόμη επινοηθεί η μοναδική αυτή λέξη. Άλλωστε δε χρειαζόταν. Ήταν μάταιο να προσπαθήσεις να περιγράψεις μια νύχτα μαζί της. Γι’αυτό οι πρισσότεροι, ακόμη και οι πιο χυδαίοι, οι «θα την ξεσκίσω» κτλ έδειχναν μαγεμένοι την επόμενη ημέρα. Ξέραμε στη γειτονιά ποιοι είχαν περάσει τη νύχτα μαζί της, ξεχώριζαν. Πολλά ακούγονταν, δύσκολο να ξεχωρίσεις τη πραγματικότητα από το μύθο. Μιλούσαν για αρχαία μαγεία, για ιέρειες του έρωτα που έδιναν σώμα και ψυχή μέχρι να φτάσουν στην απόλυτη έκσταση και να ενωθούν με το Θείο. Την άφηναν, λέει, σχεδόν λιπόθυμη κάθε βράδυ. Ούτε τα λεφτά δεν είχε κουράγιο να ζητήσει. Τόσο φανταστικοί εραστές ήταν. Το βλεπες όμως στα μάτια τους ότι η ζωή τους είχε αλλάξει, ότι ένιωσαν πράγματα που δεν φαντάζονταν καν ότι μπορούσαν να βιώσουν. Ήταν πια κάτω από τα μάγια της.
Έβγαινε λίγο μετά τα μεσάνυχτα και στεκόταν έξω από το παλιό ζαχαροπλαστείο, τη «Μιμόζα» για λίγα λεπτά, τόσο διαρκούσε η αναμονή, και μετά, την άλλη ημέρα πάλι. Έτσι της βγήκε και το παρατσούκλι, μιμόζα, και έτσι την ξέραμε πια στη γειτονιά. Απέφευγα να περνάω από κει τα μεσάνυχτα. Όχι μήπως τη δω να έρχεται αλλά μην τη δω να φεύγει. Δεν πρέπει να έμενε μακρυά γιατί όλο και κάπου την πετύχαινα. Πάντα με φαρδιά ρούχα και τζόκευ καπέλο, αδύνατο να καταλάβει κανείς ότι η γυναίκα αυτή είχε αποκτήσει θρυλικές πια διαστάσεις στον κόσμο μετά τα μεσάνυχτα.Δεν μάθαμε ποτέ και πολλά γι’αυτή. Ελάχιστα ελληνικά μιλούσε. Τη συναντούσες, της έδινες τα λεφτά στην αρχή ή το τέλος, δεν τα ζητούσε ποτέ η ίδια, σε πήγαινε σπίτι της και σε μεταμόρφωνε μέσα σε μια νύχτα. Η νύχτα αυτή ήταν εξίσου σημαντική και για την ίδια. Το κατάλαβα μετά αυτό.
Μετά από λίγους μήνες αρχιζαν να κυκλοφορούν οι πρώτες φήμες. Η Μιμόζα λέει ήταν διαβητική. Συζητούσαν οι εραστές της μεταξύ τους για την ασυνήθιστα γλυκιά γεύση της και κάποιος που ήταν νοσοκόμος, κατέληξε ότι αυτό συνέβαινε λόγω των υψηλών επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Ο πρώτος που το επιβεβαίωσε ήταν ο Παντελής, λεβεντόπαιδο, από κάποιο χωριό του Πάρνωνα, είχε έρθει στην Αθήνα να σπουδάσει γιατρός. Μιλούσαμε για τα βουνά και τα δάση, με έκανε να ξεχνιέμαι. Όταν πέρασε μια νύχτα με τη Μιμόζα, την επόμενη το πρωί τον πέτυχα μπροστά στο ζαχαροπλαστείο, κλειστό ακόμη. Έτρεμε ολόκληρος. «Τι τρέχει ρε Παντέλω;» Και μου τα πε όλα, κλαίγοντας και ρουφώντας τη μύτη του και ανάβοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Μου είπε για τη βραδιά του με τη Μιμόζα, την « πιο σαγηνευτική γυναίκα του κόσμου». Του έδωσε το σώμα της απλόχερα και αυτή χάρηκε το δικό του σα να το γνώριζε από πάντα. «Αυτό ήταν έρωτας δεν ήταν πήδημα. Ήταν ψυχή. Με κοίταζε στα μάτια και βούρκωνε, μου έπιανε το κεφάλι με τα δύο χέρια και με φιλούσε για ώρα πολλή». «Όταν άρχισε να ξημερώνει, ήμασταν ξαπλωμένοι ανάσκελα, χωρίς ανάσα, και γύρισε και κάτι μου ‘πε αλλά δεν καταλάβαινα, δεν έβγαινε νόημα, σα να ψιθύριζε. Έτσι την άφηναν και οι άλλοι, έτσι έλεγαν. Σηκώθηκα, ντύθηκα, αυτή συνέχιζε τα δικά της». Άνοιξα το ψυγείο της να βρω κάτι να πιω…». Άρχισε να κλαιει με αναφιλητά ο Παντελής, τον αγκάλιασα με το ένα χέρι για να τον συνεφέρω… «Είχε τις ινσουλίνες της στο ψυγείο ρε συ» είπε μέσα από αναφιλητά, «είχε δίκιο ο μαλάκας ο νοσοκόμος». Γύρισα στο κρεβάτι και η Μιμόζα μόλις που μπορούσε να ανοίξει τα μάτια. Είχε πέσει σε υπογλυκαιμία. Είχα στην τσέπη ένα σακουλάκι με σοκολατένιες ελίτσες, της έβαλα στο στόμα αρκετές και την ανασήκωσα για να μπορέσει να τις καταπιει. Συνήλθε τελικά, εντάξει είναι τώρα». Σκούπισε μάτια και μύτη με την ανάποδη του χεριού του και σηκώθηκε να φύγει. «Παντέλω, μην το πεις σε κανέναν, δεν καταλαβαίνουν» και έφυγε χωρίς να μιλήσει.
Ο Παντέλος, όμως μίλησε και τα είπε όλα σε όλους. Και έτσι ξεκίνησε το κακό. Πήγαιναν κι αυτή πάντα τους δεχόταν, πάντα. Αφού ξέδιναν, την έκαναν να τελειώσει όσες φορές χρειαζόταν μέχρι να λιποθυμήσει. Γελούσαν με τους οργασμούς της κι αυτή δινόταν, αγαπούσε, έκανε έρωτα. Στο τέλος την μπούκωναν με γλυκά, σοκολατάκια, καραμελωμένα αμύγδαλα, τουλουμπάκια.. Έφευγαν χωρίς να πληρώσουν. Λίγα γλυκά μόνο. Μαθεύτηκε γρήγορα το κόλπο. Με πενταροδεκάρες στη «Μιμόζα» αγόραζες τη νύχτα της ζωής σου. Κι αυτή όλους τους δεχόταν, όλους τους αγαπούσε. Έγινε γνωστή και στις γύρω περιοχές, «η πουτάνα που πληρώνεται με γλυκά»…
Πήγα κι εγώ. Στήθηκα έξω από τη «Μιμόζα» από τις 10, για να είμαι ο πρώτος. Και ήμουν. Μπήκε στο αυτοκίνητό μου και μου είπε πώς να πάω σπίτι της. Ανοιξε την πόρτα και με έβαλε μέσα, σα να ήμουν το αγόρι της. Έβγαλε τα παπούτσια της και με αγκάλιασε. Ήταν τρυφερή, ήταν υπέροχη. Θυμάμαι κάθε δευτερόλεπτο και πίσω από τα μάτια μου παίζουν ακόμη οι σκηνές από κείνο το βράδυ, την 21η Ιουνίου. Το ανοιχτό παράθυρο, η λευκή κουρτίνα που μόλις κουνιόταν, οι ήχοι από το δρόμο, το σκοτάδι, ο γλυκός της ιδρώτας, τα δάκρυα, η φωνή, η κραυγή. Όταν σηκώθηκα από το κρεβάτι ήταν λιπόθυμη. Έβγαλα μια σοκολάτα γάλακτος από την τσέπη μου και την έκοψα σε μικρά κομμάτια. Της φιλούσα το μέτωπο και την τάιζα σιγά σιγά. Είδα της βλεφαρίδες της να κουνιούνται σαν πληγωμένη πεταλούδα. Τα μαγουλά της έγιναν ξανά ροδαλά. Άνοιξε τα μάτια και μου χαμογέλασε. Άφησα ένα μάτσο με λεφτά στο κομοδίνο, τυλιγμένα σε κύλινδρο με μια κίτρινη κορδέλα και σηκώθηκα να φύγω. Με κοίταξε βαθιά μέσα στα σωθικά μου με μια απορία στα μάτια και με ένα αδύναμο χαμόγελο που έκρυβε λυγμό.
Το επόμενο βράδυ πήγα στον κυρ-Παναγιώτη για μπύρες και παγωτό. Φαινόταν αναστατωμένος, ανήσυχος και τον ρώτησα τι τρέχει. «Πέθανε η Μιμόζα» μου είπε. Έδωσε ένα ματσάκι με λεφτά απέναντι, πήρε ένα σωρό γλυκά και τα έφαγε όλα. Είχε διαβήτη ξέρεις. Τη βρήκαν πριν από λίγο. Δεν φάνηκε, και ανησύχησε ο πελάτης, Ο Τέλης απ’το κουρείο ήταν. Είχε στείλει γυναίκα, παιδιά στο χωριό για τη νύχτα αυτή και η Μιμόζα άφαντη. Πήγε κάτω απ΄το σπίτι της και φώναζε, την έβλεπε ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ακούνητη. Έσπασε την πόρτα και τη βρήκε νέκρη ανάμεσα σε μπακλαβάδες και γαλκτομπούρεκα. Άκου ρε την τρελή! Πήγε ο άνθρωπος να γαμήσει και έμπλεξε. Δεν είναι ρε φίλε να έχεις εμπιστοσύνη σε καμιά τους».
Πέρασαν χρόνια από τότε. Δεν περνάει μέρα που να μη σκέφτομαι την Ελένη. Τη βλέπω στα πρόσωπα των γειτόνων, στους άντρες που την πόθησαν και που τους αγάπησε όλους, τους αγκάλιασε όλους. Τη βλέπω στην ανθισμένη μιμόζα, τα λευκά σεντόνια και το δρομάκι μπροστά από το ζαχαροπλαστείο. Εκεί που την είχα πρωτοδεί να μου χαμογελάει, με κείνο το χρυσαφένιο φόρεμα και τις κόκκινες γόβες. Μου φαίνεται ότι τις ακούω ακόμη να μετράνε τη νύχτα, να μετράνε την καρδιά μου με το ρυθμό που εκείνη μου έμαθε εκείνο το βράδυ και οποιαδήποτε άλλη γυναίκα στη ζωή μου, οποιοσδήποτε άλλος ρυθμός, δεν θα ήταν παρά ένα κομμάτι λιωμένης σοκολάτας.