frear
Ernst Ludwig Kirchner

Ο πειρατής – του Γιάννη Τζαβέλλα

Στεκόταν όρθιος στην πόρτα της κουζίνας και κοιτούσε τον γυάλινο πειρατή να κείται στο πλακάκι σπασμένος σε μικρά κομμάτια. Τον γυάλινο πειρατή που είχαν αγοράσει από ένα παλιό υαλοπωλείο της Βενετίας και που ο γεράκος με τα στρογγυλά γυαλιά και το πουκάμισο κουμπωμένο ως το λαιμό είχε πει ότι φέρνει τύχη στα νιόπαντρα ζευγάρια. Τώρα ο πειρατής βρισκόταν θρυμματισμένος χάμω χωρίς μαύρο πετσί στο μάτι, χωρίς πίπα. Τον πέταξε με όση δύναμη της είχε απομείνει ύστερα από έναν ακόμη δυνατό καβγά.

Το μέρος άχνιζε. Άχνιζε σαν βομβαρδισμένο πεδίο από τις βαριές και άσχημες κουβέντες που μόλις είχαν εκτοξεύσει. Όλα τώρα έμοιαζαν νεκρά. Το ψυγείο, τα ντουλάπια, οι καρέκλες. Αλλά κι εκείνη, καθιστή στη καρέκλα κρατούσε το πρόσωπο κρυμμένο στις ενωμένες χούφτες της αφήνοντας μόνο το ανέκφραστο βλέμμα της ανάμεσα από τα δάχτυλά της. Ένα πρόσωπο που έχει στερέψει από έκφραση και λόγια. Βλέμμα γυάλινο, σαν το μάτι του πειρατή.

«Τι κάθεσαι έτσι όρθιος; Δεν έχεις κάτι να πεις;»

Πάτησε προσεκτικά ανάμεσα από τα κοφτερά γυαλιά, πήρε τα τσιγάρα και τον αναπτήρα από τον πάγκο της κουζίνας και κάθισε στο τραπέζι, ακριβώς απέναντί της. Ασάλευτος, έγειρε το βλέμμα του προς αυτήν.

Η ίδια έντονη παχιά φλέβα που διέσχιζε το μέτωπό της όταν γελούσε χωρίς σταματημό, η ίδια αυτή τώρα φλέβα είχε κάνει την εμφάνισή της. Τα μαύρα της μαλλιά ήταν τραβηγμένα σφιχτά πίσω σε κότσο και στα μελίγγια της ξέφευγαν άσπρες τρίχες. Πήρε τα χέρια της από το πρόσωπο και τα άφησε αργά πάνω στον μουσαμά του τραπεζιού. Το καθαρό πλυμένο από τα δάκρυα πρόσωπό της φάνηκε.

«Έσπασε ο πειρατής! Ο πειρατής, Ιωάννα. Θυμάσαι;»

Ο γυάλινος πειρατής είχε στην κοιλιά του ένα θερμόμετρο. Ένα θερμόμετρο κυκλικό με δείκτη, που έμοιαζε με ρολόι. Τον καιρό που παντρεύτηκαν ήταν χειμώνας και τους βρήκε στο πρώτο τους νοικιασμένο διαμέρισμα, λίγο έξω από την πόλη, στην εξοχή. Κοιτούσαν τον πειρατή και ανάλογα άναβαν το καλοριφέρ ή έβαζαν μάλλινες κουβέρτες. Έπειτα από δυο χρόνια αποφάσισαν να αλλάξουν σπίτι, να πάνε σε μεγαλύτερο μέσα στην πόλη. Τότε προέκυψε και το παιδί. Αλλά και τότε ο πειρατής κρεμόταν πλάι στην κούνια του παιδιού και μετρούσε την θερμοκρασία μέρα-νύχτα. Ο γυάλινος πειρατής, αγορασμένος τον μήνα του μέλιτος στην Ιταλία, με το λευκό ριγέ ρούχο, το πετσί στο μάτι και την ολόισια πίπα.

Πήρε τον πειρατή στα χέρια του και τον τοποθέτησε πάνω στο τραπέζι. Ό,τι είχε απομείνει. Υστέρα έσκυψε να πάρει ένα κομμένο πόδι που ήταν πίσω από μια καρέκλα. Σκύβοντας είδε εκεί κοντά να γυαλίζει κι άλλο ένα κομμάτι. Ίσως τμήμα του χεριού. Παραδίπλα είδε και την πίπα. Παράλληλα η Ιωάννα έχει σκύψει κι αυτή. Εντόπισε το πετσί και ένα κομμάτι από το ρούχο του. Τα μάζεψαν προσεκτικά και τα τοποθέτησαν όλα μαζί στο τραπέζι.

Τώρα ο πειρατής ήταν μοιρασμένος σε πολλά κομμάτια. Κομμάτια που άλλα έδειχναν ότι μπορούν να ενωθούν και άλλα που θα έμεναν για πάντα μόνα…

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη