frear

Το κοστούμι – της Βασιλικής Γιάννου

Τέλη του Οκτώβρη και ο χειμώνας έδειχνε για τα καλά τα δόντια του στα Τζουμέρκα. Το κρύο περούνιαζε τα κόκκαλα και η βροχή που είχε πέσει, μετέτρεψε σε λάσπη το δρόμο έξω από το καφενείο του χωριού, στην πλατεία, όπου σταμάτησε το ασθμαίνον λεωφορείο. Κατέβηκε σιγά-σιγά, προσέχοντας τα βήματά του για να μη λασπώσει το καινούριο του κοστούμι. Το πρώτο του. Μάζεψε και λίγο τα μπατζάκια καλού-κακού. Τίναξε με το χέρι του από την πλάτη τη σκόνη του πολύωρου ταξιδιού και τη μπόχα των ταλαιπωρημένων συνεπιβατών του. Ίσιαξε τα πέτα και τα σγουρά μαλλιά του. Φάνταζε αρρενωπός, ξενοφερμένος, μέσα στο αγγλικό γκρι κασμίρι, ραμμένο πάνω του: αραιή μαύρη ρίγα διέτρεχε το ύφασμα σαν το νερό, το σακάκι σταυρωκουμπωτό, με μαύρα γυαλιστερά κουμπιά, τελευταία λέξη της μόδας.

«Εξαιρετικής ποιότητας το ύφασμα που διαλέξατε, κύριε», είπε ο ράφτης, που τον κοιτούσε καχύποπτα, επειδή χάιδευε ώρα το ύφασμα, σαν να ήταν το κεφάλι μικρού παιδιού. Ο πελάτης του δεν έλεγε και πολλές κουβέντες και φαινόταν πολύ ταλαιπωρημένος για να ανταποκριθεί στη στιχομυθία. Και έτσι ο ράφτης συνέχισε: «Το κοστούμι που θα σας ράψω, κύριε, θα το έχετε για μια ζωή. Γαμπρός θα γίνετε μ’ αυτό!». Πριν από ένα μήνα είχε φτάσει στη Θεσσαλονίκη με το καράβι από το μέτωπο της Μικρασίας. Με τα λεφτά που είχε λάβει ο αδελφός του ως κατώτερος αξιωματικός του μετώπου στην τσέπη, κατέβηκε στο ίδιο λιμάνι απ’ όπου τρία χρόνια πριν ξεκινούσαν με ενθουσιασμό. Δύο ορφανά από τα βουνά της Ηπείρου. Ο Χρήστος, μεγαλύτερος, ήταν κιόλας παντρεμένος στο χωριό και είχε και ένα μωρό, αγόρι. Αυτός ήταν ακόμα ελεύθερος. Δεκαεννιάχρονο παλληκάρι. Έτριβε τα μάτια του από τα λούσα των κοριτσιών της Σμύρνης και κοκκίνιζε σαν τον κοιτούσαν! Οι Τούρκοι μπήκαν και την έκαψαν τον Σεπτέμβρη. Ο αδερφός του χώθηκε σ’ ένα ομαδικό τάφο στο μέτωπο, μαζί με άλλους που πίστεψαν τον Βασιλιά ή τον Βενιζέλο και άφησαν τα παιδιά τους ορφανά και τις γυναίκες τους μικροχήρες. «Θεός σ’χωρές τον!», πρόλαβε να πει πάνω από τον λάκκο και να φύγει για τα καράβια, όταν έσπασε το μέτωπο. Δε θα ξαναπήγαινε κανείς εκεί που άφησε τα κόκαλά του. Συμπλήρωσε το ποσό με καμιά δεκαριά μεροκάματα στα χαμαλίκια του λιμανιού της Θεσσαλονίκης και αποφάσισε να περάσει την πόρτα του ραφείου της Εγνατίας, δίπλα στο ξενοδοχείο «Βιέννη».

Το πένθιμο χτύπημα της καμπάνας του χωριού τον συνέφερε. Ψυχή δεν ήταν στην πλατεία: ούτε ένας, για να τον ρωτήσει ποιος συγχωριανός του άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο. «Θεός σ’χωρέ τον!», είπε και έκανε το σταυρό του. Τα βήματά του τον έφεραν στην εκκλησία. Ανοίγοντας την πόρτα της, μια ζεστή θαλπωρή τον αγκάλιασε. Όλο το χωριό ήταν μαζεμένο εκεί. Κανείς δεν πρόσεξε τον άντρα που άνοιξε την πόρτα. Είχαν σκυμμένα τα κεφάλια, χαρίζοντας προσευχές «προς ανάπαυσιν των κεκοιμημένων δούλων Σου…».

«Χρήστο μουου! Νίκο μουου! Παλ’κάρια μουου, δε σας νεκροφίλσ’ η έρμ’!» άκουσε το μοιρολόι με τη φωνή της μάνας του. Πάγωσε. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα. Φτάνοντας στη Θεσσαλονίκη ρημαγμένος από τον πόλεμο και το θάνατο, ώσπου να σταθεί στα πόδια του, ανέβαλλε συνεχώς να της τηλεγραφήσει. Βασίστηκε στον λόγο του ξαδέλφου του, ότι θα της τα μετέφερε («Θειά, έχω ένα καλό κι ένα κακό νέο να σ’που: ου Χρήστους σκουτώθηκ’, αλλά ου Νίκους ζει και θα να ’ρθει. Υπουμονή, θειά!»), αλλά ποιος ξέρει τι δρόμο τράβηξε κι αυτός, όταν ξεπέζεψαν στη Θεσσαλονίκη! Σαν αστραπή κατάλαβε ότι τα νέα δεν έφτασαν ποτέ και τώρα, μπροστά του, κήδευαν αυτόν και τον αδερφό του!

Μάζεψε όση δύναμη μπορούσε για να πνίξει τον λυγμό που ανέβαινε στο λαιμό του και φώναξε, ξαφνιάζοντας και κατατρομάζοντας το απορροφημένο εκκλησίασμα: «Μάνα μην κλαις! Γύρσα! Δε σκουτώθκα! Ου Νίκους ίμι μάνα ! Ζουντανός! Κι τουν Χρήστου τον έφερα μαζί μ’, μάνα! Τουν φουράου απάνουμ’!».

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη