frear

Για το «Μόνο της ζωής τους ταξίδι» του Ηλία Μαγκλίνη – γράφει ο Γιώργος Βέης

Ηλίας Μαγκλίνης, Το μόνο της ζωής τους ταξίδι. Μικρά Ασία. Οδοιπορικό σε πόλεμο και σε ειρήνη, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2022.

Το να αγνοούμε είναι εξουθενωτικό.
Κι ακόμη περισσότερο να νομίζουμε ότι ξέρουμε.

Φίλιπ Ροθ

Ο καθόλα ιστορικά υπαρκτός –ψυχικά και πνευματικά εισέτι παρών– Νίκος Μαγκλίνης, ο πατέρας του πατέρα του συγγραφέα, ανήκε στους μοιραίους εκείνους κληρωτούς, οι οποίοι κλήθηκαν να υπηρετήσουν τη στρατιωτική θητεία τους στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του περασμένου αιώνα. Η απώλεια της Σμύρνης το 1922 ήταν, ως γνωστόν, ο τραγικός επίλογος. Κι έκτοτε ένα ανοικτό εθνικό μας τραύμα. Οι συστηματικές, μεθοδικές επισκέψεις του Ηλία Μαγκλίνη στον εν λόγω χωρόχρονο απέδωσαν το παρόν έργο. Η πλήρης αξιοποίηση όλων των σχετικών πηγών είναι εμφανής στα επιμέρους κεφάλαιά του. Επισημαίνω ότι το συνοδευτικό φωτογραφικό υλικό, εν πολλοίς άγνωστο στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, υποστηρίζει αποτελεσματικά την πληρέστερη πρόσληψη των σημαινομένων. Η έμμεση πλην σαφής επίκληση πασίγνωστου διηγήματος του Γεωργίου Βιζυηνού, στον τίτλο μάλιστα του βιβλίου, λειτουργεί ως φόρος τιμής στη φύση του πολύσημου ταξιδιού, μέσα ή έξω από το εγώ. Τα δε μείζονα αποκόμματα της πραγματικότητας στοιχειοθετούν τη βάση του όλου διηγητικού πλαισίου.

Το τελικό αισθητικό προϊόν συνιστά, εν ολίγοις, ένα πολύτροπο, επαρκώς συγκερασμένο σύνθεμα αυτοβιογραφίας, βιογραφικών αποτυπώσεων, συγκριτικών λαογραφικών-ηθογραφικών εκτιμήσεων, ακριβολόγων πολιτισμικών πορισμάτων, νηφάλιων προτάσεων ιστοριογραφίας, επικαιροποιημένων ταξιδιωτικών μαρτυριών, αλλά και επιμέρους συνόψεων καθαρά δοκιμιακής υφής. Πάντα προοικονομώντας μια δεόντως εξασκημένη λεκτική δράση που έχει μάθει να δείχνει, συν τοις άλλοις, τα σημεία των καιρών. Οι παράγραφοι παρακολουθούν κατά πόδας τις πορείες, βασανιστικές, νικηφόρες και αντιθέτως, από περιοχή σε περιοχή. Ως και στα απώτερα σημεία της ερήμου. Από μιαν άλλη άποψη Το μόνο της ζωής τους ταξίδι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά μια σαφώς νεωτερική, καλειδοσκοπική, μη επινοημένη ανάπλαση βίων, με έντονη όμως ποιητική αύρα.

Συγκρατώ ότι στις λεπτομέρειες των διαδοχικών πτυχών του εναργούς οδοιπορικού διαφαίνεται πληρέστερα η ουσία των μικρασιατικών τοπίων. Οι παρατηρήσεις του εποπτικού νου φερ’ ειπείν για τη συνήθως χαμηλή ποιότητα των λαϊκών τραγουδιών που ακούγονται σήμερα σε εστιατόρια και ταβέρνες χωριών, αλλά και αστικών κέντρων της γείτονος ανακαλούν τις συναφείς απόψεις του Κομφούκιου. Τις παραθέτω αυτολεξεί: «στο ερώτημα αν ένα βασίλειο κυβερνάται καλά, αν τα ήθη του είναι καλά ή κακά, την απάντηση την δίνει η ποιότητα της μουσικής του». Κατά τα άλλα, η γραφή παρακολουθεί, αναλύει, κωδικοποιεί εδώ τον Άλλον ως να ήταν από πάντα το πρωτεύον καθήκον της: οι φυσιογνωμίες εκείνου του δεδομένου παρελθόντος καθίστανται έτσι συνεπιβάτες του σήμερα.

Παραχωρώ για λίγο το βήμα στον ίδιο τον Ηλία Μαγκλίνη που ξέρει πώς να γράφει για να καλουπώσει, αλλά και για να προσδιορίσει σε βάθος το πραγματικό: «Έλεγε [ο παππούς] ιστορίες στα παιδιά του από το μοναδικό ταξίδι που έκανε σε όλη του τη (σύντομη) ζωή. Απ’ τον πόλεμο. Αλλά τα παιδιά τις ξέχασαν. Ή συγκράτησαν ελάχιστα. Τούτο εδώ το βιβλίο γυρίζει πολύ πίσω, στα 1919 με 1923 και είναι μια προσπάθεια να κολλήσω τα χαμένα κομμάτια εκείνης της εμπειρίας, που δεν ήταν φυσικά μονάχα εμπειρία του Νίκου Μαγκλίνη, αλλά χιλιάδων Ελλήνων – μιας ολόκληρης χώρας για την ακρίβεια. Για να «βρω» τον μάχιμο παππού, χρειάστηκε να παρακολουθήσω τους σταθμούς και τα περάσματα της στρατιωτικής μονάδας στην οποία υπηρέτησε: το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων. Είναι επίσης μια αφήγηση με ταξιδιωτικό πρόσημο: το καλοκαίρι του 2012 ταξίδεψα παρέα με την τότε σύντροφο και κατοπινή σύζυγό μου, με ιδιωτικά τουρκικά ΚΤΕΛ στην Τουρκία: από τη Σμύρνη στο Αφιόν Καραχισάρ και από εκεί στο Ικόνιο, στο Εσκί Σεχίρ, στην Προύσα και, τέλος, στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν όλο αυτό μια απόπειρα έρευνας και εξιστόρησης του μόνου της ζωής του ταξιδιού που έκανε ο άφαντος εκείνος, φασματικός παππούς, το μοναδικό από κάθε άποψη ταξίδι που έκαναν εκατό χρόνια πριν χιλιάδες νεαροί Έλληνες της γενιάς του. Ένα ταξίδι να πάνε να σκοτώσουν και να σκοτωθούν». Βεβαίως ισχύει, θαρρώ, και στην προκειμένη περίπτωση ό,τι ακριβώς ισχυρίζεται μια διηγητική περσόνα των Δακτυλίων του Κρόνου του W.G. Sebald, από τις εκδόσεις της Άγρας. Εννοώ, δηλαδή τα εξής ενδεικτικά: «αναψηλαφώντας το παρελθόν [. . .] συνειδητοποιώ τώρα ότι η Ιστορία δεν αποτελείται παρά μόνο από συμφορές και τους πειρασμούς που σαρώνουν τη ζωή μας σαν τα κύματα, όταν σκάζουν πάνω στην ακτή της θάλασσας, έτσι ώστε όσο διαρκούν οι ημέρες μας πάνω στη Γη να μην υπάρχει ούτε μία στιγμή που να είναι πράγματι απαλλαγμένη από τον φόβο». Οι αρχέγονες αναπαραστάσεις των θυσιών και αυτοθυσιών αναβιώνουν, οι αναδρομικές διαστάσεις των παθών αποτυπώνονται με χαρακτηριστική υφολογική άνεση, η έξη του δι-ιστορείν αποδίδει και πάλι καρπούς: η πολεμική σύρραξη, η σύγκρουση των προσώπων έως θανάτου λογίζεται κι αυτή δομή και μάλιστα ουσιώδης δομή της εμπέδωσης του είδους. Ο δε Νίκος Μαγκλίνης αποτελεί κι αυτός με την πεπρωμένη σειρά του ικανό και αναγκαίο κρίκο της αδιάπτωτης συνέχειας του είναι. Η προσφορά του είναι μια ακόμη κυριολεξία του πεπρωμένου.

Γνωρίζουμε ήδη, ότι, εκτός των άλλων, «ένα ταξίδι είναι πάντα και μια αποστολή διάσωσης, η συλλογή στοιχείων για κάτι που βρίσκεται σε πορεία εξάλειψης και σε λίγο θα χαθεί, το ύστατο αγκυροβόλημα σε ένα νησί που τα νερά το καταπίνουν», όπως φρονεί ο Κλάουντιο Μάγκρις σε μια κρίσιμη σελίδα του εμβληματικού του Δούναβη, που κυκλοφορεί στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις Πόλις. Από αυτήν ακριβώς τη σκοπιά, η διαχείριση τόσο του αμιγώς συγκινησιακού υλικού, όσο και των ιστορικών δεδομένων της συγκεκριμένης, αιματηρής περιόδου από τον κειμενικά έμπειρο και δικαίως πολυβραβευμένο Ηλία Μαγκλίνη πιστοποιεί στη συγγραφική πράξη την επιμελώς οργανωμένη πρόθεσή του να ανασυστήσει παρελθόν συγκρουσιακών επιθυμιών, να προβάλει με δοκιμασμένη πληρότητα συγγραφικού ήθους τα πλείστα αίτια και τα αιτιατά της δραματικής κατάληξης των επιχειρήσεων στα πεδία των μαχών, κατά κανόνα εκ του συστάδην, να επανιδρύσει αλήθειες εκεί όπου κατοικοεδρεύει ο οικογενειακός μύθος και οι απαραίτητες αποικίες του φαντασιακού. Επιπροσθέτως, η ολόπλευρη αυτογνωσία συνιστά το δισκοπότηρο της περιήγησης στις πόλεις του δράματος.

Κοντολογίς, φρονώ ότι το εγχείρημα πέτυχε, καθόσον, μεταξύ των άλλων, η παραγωγική χρήση της αφηγηματικής μηχανής μάς προσέφερε διεξοδικές διερμηνείες του εφιάλτη που συνέχει την παθογένεια του Πριν. Αλλά και η συλλογική παιδεία, στο πλαίσιο της ορθά επαναλαμβανόμενης εκγύμνασής της, βγαίνει πολλαπλώς κερδισμένη, στον βαθμό μάλιστα που επαληθεύεται ότι τα μείζονα, τα καταστροφικά λάθη εξακολουθούν να συνιστούν άμεσα συμπτώματα της γονιδιακής αβελτηρίας. Ό, τι πρόχειρα καλείται εμφύλιο δαιμονικό. Κλείνω το βιβλίο, ανοίγοντας ξανά τους λογαριασμούς μου με το χαοτικό στοιχείο της ομαδικής ζωής σε διαχρονική βάση.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη