«Αγιασθήτω το Όνομά Σου»
Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, Το όνομά σου, εκδ. Ροδακιό, Αθήνα 2022.
Αγάπησα αυτά τα παιδιά κι εκείνα με πρόδωσαν. Με μίσησαν. Με θεώρησαν εχθρό τους. Μπορώ να καταλάβω το μίσος όλων των άλλων, αλλά όχι το δικό τους. Τα ρωτούσαν οι δημοσιογράφοι αν θα μπορούσαν ποτέ να με συγχωρήσουν. Να με συγχωρήσουν! «Ναι», είπε ο Χάρης. Κι η Κορίνα κούνησε αμέσως κι εκείνη το κεφάλι της συμφωνώντας. Θα μ’ έχουν συγχωρήσει πια λοιπόν, φαντάζομαι… Μάλιστα. Όπως κι εγώ αυτά. Όπως κι εσύ εμένα, ελπίζω. Όχι γιατί έκανα ό,τι έκανα· γιατί κηλίδωσα το όνομά σου.
Από το εξώφυλλο του βιβλίου
Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης (γεν. 1967) είναι πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Περισσότερο γνωστός για τα θεατρικά του έργα, πολλά από τα οποία έχουν μεταφραστεί και βραβευθεί στο εξωτερικό, επανέρχεται στον χώρο της πεζογραφίας με μια νουβέλα με τίτλο Το όνομά σου, που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2022 από τις εκδόσεις Τo Ροδακιό.
Πρωταγωνιστής της νουβέλας είναι γιος ενός πολύ επιτυχημένου και διάσημου καθηγητή, ο οποίος είναι και ιδιοκτήτης εκπαιδευτικού ιδρύματος, όπου εργαζόταν ο ήρωας, ως καθηγητής κι εκείνος. Όπως και σε προηγούμενα έργα του Χατζηγιαννίδη, έτσι και σε αυτό, κάτι αναπάντεχο συμβαίνει και ανατρέπει εντελώς τη ζωή του ήρωα. Το κείμενο είναι γραμμένο σε β’ ενικό πρόσωπο καθώς είναι μια διαρκής απεύθυνση, μια νοερή προσπάθεια επικοινωνίας του γιου με τον πατέρα του σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί η συγχώρεση και η συνακόλουθη εξιλέωση. Ο πανίσχυρος πατέρας, πρότυπο για τον γιο αλλά και φορέας ενός πατριαρχικού συστήματος αξιών με δεδομένες και άκαμπτες νόρμες, στις οποίες παγιδεύεται ο ήρωας αδυνατώντας να ενηλικιωθεί και να αυτονομηθεί. Η γυναικεία παρουσία είναι απούσα, παντού κυριαρχεί το πρόσωπο του πατέρα όπως και οι επιτελέσεις του ανδρικού κοινωνικού ρόλου, στις οποίες αποδεικνύεται αδύναμος να ανταποκριθεί επαρκώς ο γιος. Όλα τα χαρακτηριστικά που συνιστούν, σύμφωνα με τα κοινωνικά πρότυπα, δομικά στοιχεία αρρενωπότητας (αποφασιστικότητα, δυναμισμός, πρωτοβουλία, δράση στον δημόσιο χώρο), ο ήρωας τα αποκτά μόνο κατά τη λήψη και εκτέλεση μιας απόφασης που θα ανατρέψει εντελώς τη ζωή του και θα τον οδηγήσει σε σωφρονιστικό κατάστημα, αμαυρώνοντας έτσι την εξαιρετική φήμη της οικογένειάς του.
Μέσα σε μόλις 91 σελίδες, με εξαιρετική πύκνωση, ο Χ. έχει κατορθώσει να μας δώσει όχι μόνο στοιχεία για την οικογενειακή και επαγγελματική ζωή του πρωταγωνιστή του, τον αιφνίδιο(;) τρόπο ανατροπής της καθημερινότητας αλλά και μια εξαιρετική αλληγορία της Πτώσης. Ο ήρωας απευθύνεται διαρκώς στον πατέρα του, όπως οι χριστιανοί στον Πατέρα, στην καθημερινή προσευχή «Πάτερ ημών». Ο πρωταγωνιστής, αν και προσπάθησε πολύ να είναι «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» του πατέρα του, κυρίως επαγγελματικά, δεν τα κατάφερε και εκλιπαρεί για την αποδοχή που δεν ήταν βέβαιο ότι την είχε ούτε πριν την διάπραξη του λάθους. Ο ήρωας προσπαθεί και γίνεται «ομοίωμα» του Πατέρα (άνδρας, καθηγητής) αλλά, παρά τις προσπάθειες, γνωρίζει ότι είναι ένα απείκασμα, μια ατελής κατασκευή που επισύρει τον οίκτο ή την αποδοκιμασία. Έγκλειστος και περιχαρακωμένος, και πριν από τον εγκλεισμό του στο σωφρονιστικό κατάστημα, σε ένα πλέγμα συμβάσεων, υποκρισίας και αυστηρής κριτικής. Στον χώρο των φυλακών ασχολείται με την τέχνη (εδώ η τέχνη ως παραμυθία), με τη γλυπτική, προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα «ομοίωμα» του δαίμονα που τον εξουσιάζει, ελπίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα μπορέσει να το καταστρέψει και να σωθεί. Για τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι πίστευαν ότι οι δαίμονες είχαν απροσδιόριστη μορφή αλλά και προστατευτικό ρόλο (ευδαιμονία), η φράση «Πράττω κατά τον δαίμονα εαυτού» σήμαινε ότι κάποιος πράττει ό,τι του υπαγορεύει η συνείδησή του, ο φύλακας-άγγελός του. Αυτό έπραξε και ο ήρωας και βρέθηκε κατηγορούμενος και καταδικασμένος σε πολυετή κάθειρξη. Θέλοντας να καταστρέψει το «ομοίωμα» του δαίμονα που τον ώθησε σε εκείνη την απόφαση κινείται, πλέον, στο πλαίσιο του χριστιανισμού και της αλλαγής της σημασιοδότησης των λέξεων και ζητά τη συγχώρεση από τον Πατέρα για την παρέκκλισή του. Η αναφορά στον «δαίμονα», που συνειρμικά μας παραπέμπει στον αναστοχασμό σχετικά με την αλλαγή όχι μόνο της σημασίας του όρου αλλά και της αντίληψης του τι είναι καλό και τι κακό, ανάλογα με το εκάστοτε πολιτισμικό πλαίσιο. Εδώ, ας προσθέσουμε ότι ετυμολογικά η λέξη «δαίμων» προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα deh₂- που σημαίνει μοιράζω (στον καθένα) την τύχη του. Η αναφορά στον παράγοντα τύχη είναι σαφής στην αναδρομική αφήγηση του πρωταγωνιστή, όταν περιγράφει διεξοδικά πώς βρήκε ένα πέταλο αλόγου όταν ήταν μικρός, άρα οι οιωνοί υπήρξαν, αρχικά, καλοί για τη ζωή του. Επομένως, τίθεται εύλογα το ερώτημα τι ήταν εκείνο που τον ώθησε στην πράξη που ανέτρεψε τελεσίδικα τη ζωή του και στιγμάτισε το καλό «όνομα» της οικογένειάς του; Η συνείδησή του, η τύχη του, η ερωτική στέρηση, το ψυχρό οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε; Τι είναι αυτό που μας ωθεί στις αποφάσεις μας; Κατά πόσο αυτές σχετίζονται με τον παράγοντα τύχη; Την απάντηση δεν τη δίνει έτοιμη ο συγγραφέας και καλώς πράττει.
Ο Χατζηγιαννίδης πραγματεύεται με τρόπο φαινομενικά απλό, με καθημερινή γλώσσα και απλή αλλά εξαιρετικά προσεγμένη δομή, πολυσύνθετα φιλοσοφικά και κοινωνικά ζητήματα. Η εικόνα του ήρωα που δημιουργεί το «ομοίωμά» του εντός των φυλακών παραπέμπει κατοπτρικά στην εικόνα του Δημιουργού αλλά και του συγγραφέα-θεού που ορίζει τις τύχες των ηρώων του. Το εργαστήριο γλυπτικής γίνεται χώρος παραμυθίας, δημιουργίας αλλά και χώρος καταβύθισης στα σκοτεινά βάθη της ύπαρξης. Παράλληλα, σε ένα άλλο επίπεδο, πραγματεύεται το υπαρξιακό ζήτημα της μοναξιάς του σύγχρονου υποκειμένου που καλείται να ανταποκριθεί με επιτυχία στις ποικίλες επιτελέσεις του κοινωνικού ρόλου του. Αν δεν τα καταφέρει, αν αποκλίνει από τη νόρμα, από το «φυσιολογικό» (σωματικά, ψυχικά), τότε στιγματίζεται, περιθωριοποιείται, χωρίς να υπάρχει σοβαρή κοινωνική πρόνοια για επανένταξη και αποδοχή.
Το κείμενο, εξαιρετικά λιτό σε εκφραστικά μέσα, ουσιαστικά ένας μονόλογος, θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως θεατρικό αναλόγιο. Κι εδώ εμφανίζεται άλλος ένας ενδιαφέρων κατοπτρισμός. Εκτός από τα θεατρικά, υπάρχουν και τα αναλόγια στους χριστιανικούς ναούς, όπου διαβάζονται οι προσευχές, αν θεωρήσουμε ότι και στο κείμενο του Χατζηγιαννίδη έχουμε μια ακόμη ευχή, συγχώρεσης, που απευθύνεται προς τον (Π)πατέρα…
Η νουβέλα διαβάζεται απνευστί, η προφορικότητα του λόγου και το β’ ενικό πρόσωπο δημιουργούν συνθήκες οικειότητας για να αντέξουμε το ανοίκειο των πράξεων και των χώρων δράσης, ενώ η καλαίσθητη έκδοση συνεχίζει τη μακρά παράδοση του εκδοτικού οίκου σε τυπογραφικά, κι όχι μόνο λογοτεχνικά, κομψοτεχνήματα.
⸙⸙⸙
Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Dejan Mijović. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]