frear

Πεζούλες νησιού – της Ρένας Λασπίτη

Περπατάμε μαζί δίπλα στη θάλασσα, δεν είναι η πρώτη μας βόλτα, έχουμε ξαναβγεί, έχουμε μιλήσει, έχει δει ο ένας τον άλλον μέσα από τις συζητήσεις μας, και σήμερα ομιλητικοί είμαστε. Συζητάμε για εμάς, για τους άλλους, για αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο. Σε πολλά συμφωνούμε, με κάποια λυπόμαστε, με κάποια άλλα ενθουσιαζόμαστε, ενδιάμεσα γελάμε. Το περπάτημά μας ταιριαστό, κανείς δεν πάει πιο μπροστά ή πιο πίσω, φροντίζουμε να είμαστε συγχρονισμένοι. Περιμένουμε στο φανάρι, πράσινο και φεύγουμε, ένας πεζός περνάει δίπλα μας και μας χαμογελάει, μάλλον κάτι βλέπει σε εμάς που φαίνεται να του αρέσει, ύστερα από πολλή ώρα αποφασίζουμε να γυρίσουμε σπίτι μου μαζί για πρώτη φορά.

Μπαίνουμε στο διαμέρισμα, καθόμαστε στο μπαλκόνι και πίνουμε κρασί. Θα μπορούσαμε να μιλάμε μέχρι το πρωί, τελικά αρχίζουμε να φιλιόμαστε. Μια ξαφνική πείνα για σένα. Είμαι μία από το πλήθος που περιγράφεται στο βιβλίο του Ζισκίντ «Το Άρωμα».

Ένα πλήθος που ήθελε τόσο πολύ τον ήρωα που στο τέλος τον έφαγε κυριολεκτικά. Τι ωραία πείνα αφού μπορώ να την ταΐσω με σένα. Και εσύ πεινασμένος φαίνεσαι. Μετά κοιμόμαστε, στα όνειρά μου τα μάτια σου. Στα δικά σου δεν ξέρω τι. Μια ανησυχία έχεις στον ύπνο σου, θέλω να τη διώξω.

Το πρωί σηκώνομαι χαρούμενη, βάζω πάνω μου ένα λευκό ανάλαφρο φουστάνι με ραντάκια, ταιριάζει με τη διάθεσή μου. Περπατάω προς την κουζίνα. Το σπίτι μου φωτισμένο από τον ήλιο, περισσότερο από εσένα. Σε ακούω να σηκώνεσαι, βλέπω τα πόδια σου να βηματίζουν πάνω στο λευκό μωσαϊκό, όμορφα, ψηλά, αντρικά, τα αισθάνομαι πάνω μου ακόμα, και ας τα βλέπω τώρα να περπατούν.

Έρχεσαι δίπλα μου στο πάγκο της κουζίνας, γυρνάω σε κοιτάω και σου χαμογελάω, περισσότερο με τα μάτια και λιγότερο με τα χείλη. «Σου φτιάχνω καφέ;», σε ρωτάω. Εσύ μου κουνάς το κεφάλι καταφατικά και μου λες ναι, και έτσι όπως σε βλέπω, χωρίς να με ρωτήσει το χέρι μου, πιάνει και χαϊδεύει το δικό σου.

Ύστερα αμήχανη κοιτάω μόνο τη μηχανή του καφέ. Εσύ σκύβεις δίπλα μου σε ένα ποτηράκι που έχει δυο κλώνους βασιλικού. Μου αρέσουν οι βασιλικοί τα καλοκαίρια, κόβω κλωνάρια από τις γλάστρες μου και τους βάζω μέσα σε ποτήρια του καφέ ή τσαγιέρες. Δείχνεις να τους αγαπάς και εσύ, σε βλέπω με κλεφτές ματιές να τους πιάνεις, να τους τρίβεις απαλά για να βγάλουν το άρωμά τους και ύστερα τους μυρίζεις.

Τώρα είναι η δική σου σειρά να χαϊδέψεις την πλάτη μου. Θέλεις να δώσεις την τρυφερότητα σου, μαζί με αυτήν αισθάνομαι τη δυσκολία σου, ίσως να κάνω λάθος, σκέφτομαι περισσότερο από όσο βοηθάει, η αλήθεια είναι ότι αυτό το πρωινό δεν με νοιάζει, δεν με νοιάζει τίποτα, φτάνει που είσαι εδώ, που είμαστε μαζί.

Πηγαίνεις στο μπαλκόνι, κρεμάς τα χέρια σου στην κουπαστή, κοιτάζω το κεφάλι σου που γυρνά μια αριστερά μια δεξιά για να κοιτάξει. Δεν βλέπω το πρόσωπο σου αλλά φαντάζομαι πάνω του μια παιδική περιέργεια για όλα, την έχω ξαναδεί.

Βγαίνω έξω με τους καφέδες μας στα χέρια, τώρα έχεις κάτσει στην καρέκλα, αφήνω τον καφέ ακριβώς μπροστά σου και κάθομαι απέναντί σου. Τα χέρια μου δεν σε αγγίζουν, κι όμως σε χαϊδεύω ολόκληρο.

Ανάβουμε τσιγάρο και οι δύο, μιλάμε, δυσκολεύεσαι να με κοιτάξεις στα μάτια ενώ εγώ δυσκολεύομαι να αποφύγω τα δικά σου. Σε λίγο πρέπει να φύγεις, και εγώ θέλω να φύγεις, να σε σκεφτώ με την ησυχία μου.

Σηκωνόμαστε μαζί, προχωράμε αργά προς την πόρτα λες και κάνουμε περίπατο στην εξοχή. Δεν έχεις γυαλιά ηλίου να φορέσεις μου λες, και είσαι αμήχανος. Σκέφτομαι ότι θέλεις να κρυφτείς πίσω από αυτά, μα εγώ θα σε έβλεπα ακόμα και αν τα φόραγες. Αγκαλιαζόμαστε, φιλιόμαστε, δεν λέμε πότε θα ξανασυναντηθούμε, δεν σου ζητάω ούτε μου ζητάς κάτι. Σιωπηλός προσπερνάς την πόρτα ενώ εγώ κοιτάζω την πλάτη σου. Και ξαφνικά γυρίζεις και μου χαρίζεις το πιο όμορφο, το πιο λαμπερό, το πιο μυστικό σου χαμόγελο που φύλαγες σαν δώρο στη τσέπη και ντρεπόσουν να δώσεις. Το ασανσέρ σε παίρνει μακριά μου.

Κλείνω την πόρτα του σπιτιού μου, στηρίζομαι σε αυτήν ολόκληρη και αρχίζω να κυλάω την πλάτη μου πάνω της, ενώ λυγίζω τα πόδια μου μέχρι που κάθομαι κάτω.

Δεν είμαι εδώ, είμαι αλλού, έχω φύγει. Σε λευκή πεζούλα νησιού κάθομαι μόνη, δεν θέλω παρέες τώρα, μου συμβαίνει κάτι δικό μου, κάτι σημαντικό. Ο ήλιος καίει σαν τα μάτια σου, φοβάμαι μη με κάψει καθώς στέκομαι χωρίς προφυλάξεις μπροστά του.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Max Dupain. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: