frear

Αποτσίγαρα – της Μαρίας Δριμή

Στο νοσοκομείο απαγορεύεται αυστηρά το κάπνισμα. Ιδίως στο προσωπικό. Ο καπνός μαυρίζει το σώμα από μέσα, τα πνευμόνια, την καρδιά και μετά πώς να δουλέψει κανείς με την καρδιά μαυρισμένη; Είναι δύσκολη δουλειά, να παρηγορείς αυτόν που του αφήνει μηνύματα ο χάρος μέσα στα νοσηλευτικά διαγράμματα, που του κρυφογελάει πίσω από τα μπουκαλάκια των ορών.

Σήμερα, μια καθαρίστρια, στο διάλειμμά της, καπνίζει σε μια γωνιά κάτω από τη γνωστή σκάλα, το στέκι των καπνιστών του νοσοκομείου﮲ τα σκαλοπάτια γεμάτα γόπες και ξεραμένους λεκέδες καφέ. Κρυμμένο από τους πολλούς και ταυτόχρονα ασφαλές παρατηρητήριο. Να βλέπεις χωρίς να σε βλέπουν. Η καθαρίστρια καπνίζει στη ζούλα, με τον ίδιο πάντα φόβο, μην τη δει η προϊσταμένη της. Έχει αφήσει τον κουβά του σφουγγαρίσματος στην αρχή του διαδρόμου του ισογείου, να μπορεί να τον βλέπει, να προλάβει ανά πάσα στιγμή να σβήσει το τσιγάρο και να πιάσει το κοντάρι της σφουγγαρίστρας. Έτοιμη σαν πολεμιστής στα χαρακώματα.

Σε λίγο βγαίνει και μια μαγείρισσα, για τον ίδιο απαγορευμένο λόγο και με ανάλογο φόβο για άλλη προϊσταμένη. Είναι μόνιμος ο φόβος και ίσως αυτός είναι τελικά που ξεχωρίζει τους πάνω από τους κάτω. Η μαγείρισσα δεν έχει μαζί τα δικά της συμπράγκαλα, κατσαρόλες ή κουτάλες﮲ δεν θα μπορέσει να ξεγελάσει τη δική της προϊσταμένη σε περίπτωση αιφνιδιαστικού ελέγχου. Οι δυο τους, η καθαρίστρια και η μαγείρισσα, κρυφοκαπνίζουν στη γωνιά, ανταλλάσσοντας αμήχανες ερωταπαντήσεις –πώς τα πάτε με την πανδημία, πότε παίρνεις άδεια, σας έστειλαν προσωπικό, βγαίνουν οι βάρδιες;– αυτά που λένε δύο άγνωστες όσο κρατάει ένα τσιγάρο.

Τότε τη βλέπουν. Έρχεται από τον ουρανό, σαν πουλί. Τα χέρια της ορθάνοιχτα, κανονικές φτερούγες, τα μάτια κλειστά. Κάνει μια σύντομη, σχεδόν κάθετη τροχιά στον αέρα και σκάει στο έδαφος, ακριβώς μπροστά τους. Η σκάλα τις έσωσε και δεν έπεσε στα κεφάλια τους. Έχει αγκαλιάσει το τσιμέντο της αυλής. Μένει ακίνητη πάνω σε ένα ρυάκι αίματος. Οι παντόφλες της τινάχτηκαν λίγο πιο πέρα. Μαύρες, πλαστικές, καινούργιες. Η καθαρίστρια, σχεδόν αντανακλαστικά, τρέχει να πιάσει το κοντάρι της σφουγγαρίστρας, που τώρα της φαίνεται καθησυχαστικά γνώριμο. Η μαγείρισσα ουρλιάζει για βοήθεια. Μαζεύεται κόσμος, γιατροί, νοσηλευτές, επισκέπτες. Είναι αργά. Η γυναίκα έμεινε στον τόπο. Φοράει μια λευκή νυχτικιά με μικροσκοπικά ροζ τριαντάφυλλα. Τα δάχτυλά των χεριών της είναι καφετιά, η νικοτίνη δεύτερο δέρμα. Στοιχηματίζω ότι και η καρδιά της θα είναι μαύρη σαν τις παντόφλες. Το ίδιο και τα πνευμόνια της.

Οι τραυματιοφορείς τοποθετούν το άψυχο σώμα πάνω σε ένα φορείο και το σκεπάζουν. Το σεντόνι είναι λευκό και έχει το λογότυπο του νοσοκομείου. Οι σεκιουριτάδες διαλύουν τον κόσμο που έχει συγκεντρωθεί. Οι γιατροί φεύγουν με βαριεστημένο ύφος. Η μαγείρισσα μπαίνει βιαστικά στην κουζίνα. Μόνο η καθαρίστρια μένει πίσω. Ορίστε τώρα, δεν της έφταναν τα άλλα, της έκατσε έξτρα δουλειά. Οι μαύρες παντόφλες απέχουν αρκετά μέτρα μεταξύ τους. Μαζεύει πρώτα τη μία, που έχει τιναχτεί κοντά στον μαντρότοιχο της παιδιατρικής κλινικής, και ύστερα την άλλη. Τις ενώνει στα χέρια της σαν τα τελευταία κομμάτια ενός δύσκολου παζλ. Καινούργιες, σχεδόν αφόρετες. Είναι πολλοί αυτοί που αγοράζουν παντόφλες όταν πρόκειται να μπουν στο νοσοκομείο. Νούμερο 39. Κρίμα που η ίδια φοράει 38. Θα της είναι σαν βάρκες. Το νερό στον κουβά έχει γίνει κατακόκκινο, πρέπει να το αλλάξει. Παίρνει τις παντόφλες παραμάσχαλα και χώνεται πάλι κάτω από τη σκάλα για ένα τελευταίο τσιγάρο. Ανάθεμα τι ώρα θα σχολάσει και σήμερα. Νιώθει την ανάγκη να κάτσει, όμως διστάζει στη θέα των βρώμικων σκαλοπατιών. Βγάζει από την τσέπη της ένα ζευγάρι γάντια μιας χρήσεως. Τα φοράει και αρχίζει να μαζεύει τα αποτσίγαρα.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Olja Radmanovic. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη