frear

Μαρίες και τσιγάρα Μάλμπορο – της Χριστίνας Πολυχρονάκη

Ήταν δύο παρά που πέθανα. Στις δύο ακριβώς, αφού σιγουρεύομαι για το οριστικό της υπόθεσης, στριμώχνομαι μέσα απ’ το μισάνοιχτο στόμα μου και φτάνω στο λιμάνι. Πάνω που αρχίζω να πουντιάζω, επιτέλους φαίνεται· όχι όπως τη φανταζόμουν, αλλά πάντως με βάρκα. Μου κάνει σήμα να ανέβω και ξεκινάμε.

«Μια χάρη μόνο, καθίστε απέναντι να ’χουμε μπαλάτζο ίσιο».

Τη ρωτάω αν είναι λογικό που κρυώνω.

«Κανονικά όχι, αλλά μερικές φορές παίρνει λίγη ώρα να ενημερωθεί το σύστημα».

«Αθάνατο ελληνικό δημόσιο», σκέφτομαι και μαδάω λίγη μπογιά από το πλάι της καρίνας. Την τρίβω στα δάχτυλά μου μέχρι που γίνεται σκόνη και γλιστρά στα πόδια μου.

Η θάλασσα είναι λάδι σήμερα. Μπουνάτσα καθαρή. Μπλε σκούρο, σχεδόν μωβ τυλίγει τη λευκή μας βάρκα. Κρεμάω το χέρι μου στα πλαϊνά, κι αντί νερό, πιάνω ουρανό. Ένας γλάρος πηδάει από την πλώρη και γίνεται κύμα – ένα αφρόψαρο πετάει στον ουρανό μέχρι να γίνει σύννεφο. Σκουπίζω τα μάτια στην παλάμη μου και τη βάφω βιολετί.

«Σαν συνεχίσουμ’ ανατολικά, θα πιάσουμε Αστυπάλαια», της λέω.

Κουνάει το κεφάλι της αφηρημένη. Τα χέρια της δουλεύουν τα κουπιά γρήγορα, νευρικά.

«Στέλιο, ξανάφυγες ποτέ απ’ το νησί;»

Κάτι με ρωτάει, αλλά δυσκολεύομαι να ακολουθήσω. Βλέπω το στόμα της να κινείται, όμως ακούω λόγια παράταιρα, λες και παρακολουθώ ταινία σε μεταγλώττιση. Λέει πράγματα θλιβερά και χαμογελάει, πράγματα αστεία και τραντάζεται από λυγμό.

Πάει, δυσκολεύομαι στ’ αλήθεια να την παρακολουθήσω. Ίσως φταίει κι ότι υπάρχει πολλή κίνηση τριγύρω.

Περνάμε από βράχους και νησιά, που ονόματα δεν έχουν –για τους άλλους, γιατί εγώ, τα ξέρω πολύ καλά. Βλέπω τον Πέτρο, τη Φανή, την Άννα και τη Λήδα. Στέκουν αντικριστά, μωρά νησιά και παίζουν μήλα –μαύρες ηφαιστειογενείς πέτρες πετάγονται ολούθε αφήνοντας σταχτιές ουρές σα ξύσμα από μολύβι. Πάμε προς Σαντορίνη; Ή μήπως Νίσυρο; Μα, ναι, ναι, Νίσυρο σαφώς, βλέπω και τη Μαρία, λευκή όπως το καλοκαίρι εκείνο, καυτή λάβα στάζει από τις ρώγες της κι από τις αναθυμιάσεις μου κόβεται η ανάσα. Μου ’μεινε το άσθμα κι ο καημός από τότε, κι όλες οι Μαρίες της ζωής μου το φρόντισα να ’ναι επίπεδες, ομαλές –Μαρίες που τις ανεβαίνεις με πενηνταράκι.

Στρίβουμε νοτιοανατολικά της Σύμης, ξυστά στην Άκρα Μακριά. Λίγο ακόμη και θα πιάσουμε Τουρκία, σκέφτομαι, ποιος εγώ, Τουρκία εγώ, που πέρα από το νησί και έναν Αύγουστο στη Νίσυρο δεν έβρεξα αλλού τα πόδια μου.

Μ’ αυτά και τ’ άλλα, παίρνει αργά να πέφτει νύχτα. Γύρω μας τα νησιά κυλάνε αυτόφωτα και σιωπηλά. Δε τα γνωρίζω πια –η μνήμη μου θολώνει, θυμάμαι ονόματα δίχως πρόσωπα και πρόσωπα δίχως φωνές, κραυγές γυναικείες μπλέκονται σε σώματα ρωμαλέα και πρόσωπα φρέσκα, ροδαλά μιλούν με φωνές ετοιμοθάνατες. Μόνο ματιές μπορώ πια να αντιστοιχίζω, μόνο αυτές δεν ψεύδονται. Δε βλέπω όμως πια μάτια.

Ακούω τη μικρή να αγκομαχάει και σκέφτομαι να βοηθήσω, μα το σώμα που δεν έχω με κρατάει ακίνητο. Τη λυπάμαι, κορίτσι πράμα, να’ ναι σε τέτοια παλιοδουλειά, τα κορίτσια-πράματα πρέπει να ερωτεύονται και να ζουν και να χορεύουν, όπως τα αγόρια-πράματα, όπως όλοι, όλοι πρέπει να χορεύουν και να ζουν και να ερωτεύονται. Και να ερωτεύονται.

Ξάφνου, αφήνει το κουπί κι έρχεται στη μεριά μου. Η βάρκα γέρνει και το κεφάλι μου γεμίζει σκοτάδι. Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι –θυμάμαι τον Πέτρο να φεύγει πυροφάνι νύχτες σαν και τούτη. Νύχτες μαύρες πιο ανοιχτές από την ψυχή, νύχτες που οι φουρτούνες σε βρίσκουν στη στεριά. Βουτούσε τα τσιγάρα Μάλμπορο –τα ‘χε καμιά δεκαετία– τρύπωνε στη σκούνα κι αλάργευε μακριά, μέχρι που δεν απόμενε από δαύτον παρά μια ελάχιστη φωτίτσα –κι όμως, η ζέστα της έφτανε μέχρι το παράθυρό μου και με φώτιζε.

«Δεν ξανάφυγα ποτέ από το νησί, Μαρία».

Ακούω τη φωνή που θέλω να με παρηγορεί, μα δεν ανοίγω τα μάτια, μην τύχει και κάνω τη σωστή αντιστοίχιση.

«Κι ο Πέτρος δεν κάπνισε ποτέ. Τα φύλαγε τα Μάλμπορο να τα φχαριστηθεί όταν θα ερχόταν η ώρα τους».

Δεν ξέρω ποιο μαύρο είναι πιο μαύρο –των ματιών μου, του ουρανού ή της θάλασσας.

«Τη νύχτα που χάθηκε μου ’φεραν πίσω το πακέτο του. Κλειστό. Ούτ’ ένα τσιγάρο δεν έλειπε. Ούτ’ ένα».

Της πιάνω τα χέρια. Τώρα είναι τα μάτια μου λευκά και το κορμί μου μαύρο. Κάνω την αντιστοίχιση. Νιώθω τα χείλη της να με δροσίζουν –ή τα δροσίζω εγώ;

«Μη με φιλάς στα μάτια, Μαρία. Είναι χωρισμός».

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Τάσος Μαντζαβίνος, «Το δειλινό». Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: