frear

Το βάζο με τις προοπτικές – γράφει η Άρτεμις Ψιλοπούλου

Σεπτέμβριος 2014, Ικαρία.

Μπορούσα να νιώσω τη ροή του αίματος στις φλέβες μου, δεν κοιμόμουν, άκουγα τους χτύπους της καρδιάς μου μέχρι να ξημερώσει, είχα παραισθήσεις, δεν ήθελα ούτε νερό να πιώ. Μετά τη συνάντησή μας όλα τα σχιζοφρενικά συμπτώματα επιδεινώθηκαν. Παραλίγο να τρελαθώ. Αποσύρθηκα για να μην πεθάνω. Ζω μόνος. Αμίλητος. Δεν μιλάω σε κανέναν, δεν κάνω εσωτερικούς διαλόγους με τον εαυτό μου, δεν έρχομαι σε σύγκρουση ούτε με τη συνείδησή μου, δεν πατάω ούτε τη σκιά μου. Eπιθυμώ μόνο τη σιωπή ή αλλιώς την παντελή έλλειψη θορύβου. Ακίνητος. Δεν περπατάω, δεν τρέχω, δεν σκάβω τον κήπο. Τα έχω όλα εκτός από κείνη. Το μόνο πράγμα που δεν έχω είναι το μόνο πράγμα που χρειάζομαι. Τα μέλη του σώματός μου έχουν ατονήσει, τα πόδια μου είναι μονίμως μουδιασμένα, με δυσκολία σηκώνω τα χέρια, σε άλλες λεπτομέρειες προτιμώ –εκτός αν μου ζητηθεί– να μην μπω. Κάθομαι σε μια καρέκλα και την περιμένω να έρθει.

Εκείνο το βράδυ, πριν έρθει να με βρει, είχα παραγγείλει ένα ποτήρι Μπορντό, σ’ ένα μπαράκι στο πλακόστρωτο. Ψηλό ξύλινο τραπέζι, σκαμπό μεταλλικό, λεπτό, με πλάτη σκαλιστή, με τρυπούσε κι εγώ έβαζα μεγαλύτερο βάρος καθώς ακουμπούσα τα πλευρά μου στις προεξοχές με την ελπίδα ο πόνος να με συνεφέρει. Όσο την περίμενα ξαναδιάβαζα την «Αντίστροφη αφιέρωση», την κουβαλούσα παντού μαζί την Αφιέρωση τις τελευταίες μέρες, ύστερα έκλεισα τα μάτια, προσπάθησα να τη φανταστώ. Η πιο πρόθυμη φαντασία δεν μπορούσε να σκαλίσει τις γραμμές του προσώπου της.

Όταν την είδα κατάλαβα. Είχε το βλέμμα ανθρώπου που έρχεται για τελευταία φορά.
Που «όλα κάποτε τελειώνουν».
Που «η φωτιά έτσι κι αλλιώς θα σβήσει».
Που «η σχέση μας δεν έχει καμία απολύτως προοπτική».
Απήγγειλε κλισέ πριν ακόμα παραγγείλει.
«Αβρόχοις ποσί;» ψέλλισα.
«Γιατί γίνεσαι επιθετικός ακόμα δεν ξεκινήσαμε να μιλάμε;» μου είπε.

Παρήγγειλα και για κείνη ένα Μπορντό. Καθώς σιγοτραγουδούσε Μαίρη Λω, «σε ερωτεύτηκα το πρώτο δευτερόλεπτο που σε είδα, σε ερωτεύομαι κάθε μέρα πιο πολύ», της είπα, «μη μου πεις πως βαριέσαι να μ’ αγαπάς».

«Πρέπει λίγο να ηρεμήσεις», με συμβούλεψε με συμπάθεια, «ο έρωτας χρειάζεται ησυχία. Όσο πιο δυνατός, τόσο πιο καταστροφικός. Όσο πιο παράφορος τόσες περισσότερες οι στάχτες που αναγκάζεσαι να μαζέψεις μετά. Ή σαν το τζάκι. Σε ζεσταίνει όσο είσαι κοντά, όσο πιο δυνατή η φωτιά τόσα περισσότερα ξύλα θα καούν, τόσο περισσότερο θα κοκκινίσει το πρόσωπό σου. Κι όταν σβήσει, αρχίζεις να κρυώνεις. Ή σαν το τζατζίκι, το ευχαριστιέσαι την ώρα που το τρως κι ύστερα πονάει το στομάχι σου, βρωμάει το στόμα σου και κανείς δεν σε πλησιάζει. Κι έπειτα, εμείς, αν το ανάψουμε το τζάκι θα είναι για μια φορά, αφού όσα μας χωρίζουν μας κόβουν τον δρόμο, δεν μπορούμε να πάμε μαζί πουθενά, εσύ έχεις ήδη οικογένεια, εγώ θέλω να παντρευτώ και να κάνω παιδιά, πολλά παιδιά, μια σχέση μεταξύ μας δεν θα είχε καμία απολύτως προοπτική».

Ήθελα να τη ρωτήσω «γιατί ήρθες τότε μέχρι εδώ;» αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω.

«Για να ψάχνεσαι θα έχεις προβλήματα, συνέχισε, καταλαβαίνω, ξέρω εγώ από τέτοια, μη νομίζεις, τα έχω ξαναπεράσει, αλλά θέλω πια να σοβαρευτώ».

«Ψάχνομαι;» έκανα κάτι να πω, χωρίς αναπνοή…

«Μη γίνεσαι σου είπα επιθετικός, ησύχασε, για σένα το λέω, δεν υπάρχει λόγος να ταράξεις τη ζωή σου».

«Γιατί ήρθες;» ήθελα πάλι να πω, αλλά δεν το είπα. Κατάφερα μόνο να ξεστομίσω «μπορώ να σου μιλάω πότε πότε ή κάθε Τρίτη ας πούμε, σαν φάρμακο;»

«Σαν φάρμακο. Βλέπεις; Αυτό ακριβώς που σου είπα, είδες ότι έχω δίκιο; Προσπαθείς να με χρησιμοποιήσεις σαν φάρμακο στα προβλήματα που έχεις. Επίσης βρίσκω τη Μάτση καταθλιπτική».

«Σαν φάρμακο για αυτό που νιώθω για σένα, εσύ είσαι το μόνο μου πρόβλημα», ήθελα να πω, αλλά πάλι δεν το ’πα, μόνο «όχι, όχι, καταθλιπτική η Μάτση», απάντησα και προσπαθούσα να στρίψω ένα τσιγάρο αλλά δεν τα κατάφερνα γιατί τα χέρια μου έτρεμαν, οι προεξοχές της σιδερένιας πλάτης είχαν διαπεράσει τα πλευρά μου και μου τρυπούσαν την καρδιά. Όμως είχα αποφασίσει να μη φύγω, κι ας ήταν αυτή, η μόνη πειστική διέξοδος στο αδιέξοδό μου. Θα μηδενιζόταν έτσι, η πιθανότητα να την ξαναδώ – αυτή η απόλαυση δεν θα ξεπερνούσε την ανακούφιση της φυγής.

«Ο μόνος τίμιος στον έρωτα είναι ο αυνανιστής, έτσι έλεγε ο Πεσσόα», κατέληξε τελικά, «πήγαινε τώρα».

Κι αφού με έδιωξε, δεν είχα άλλη επιλογή από τη φυγή. Είχε μείνει μια γουλιά από το κρασί μου αλλά τα χέρια μου έτρεμαν και δεν μπορούσα να πιάσω το ποτήρι να το φέρω μέχρι το στόμα μου. Με τα χέρια να μουσκεύουν τις τσέπες μου την πλησίασα να τη χαιρετήσω όσο πιο ήρεμα μπορούσα αφού καταλάβαινα ότι η υπερέντασή μου την κούραζε και ταυτόχρονα με έκανε να μοιάζω με βλάκα. Τη φίλησα στο μάγουλο, την άγγιξα με το ιδρωμένο μου χέρι στον ώμο, «Εγώ, κι όταν αυνανίζομαι εσένα σκέφτομαι», ήταν το μοναδικό που κατάφερα να πω, αλλά εντάξει, κάτι είναι κι αυτό.

Κι έτσι για να μην πεθάνω ήρθα εδώ, να μείνω μόνος, να γεμίζει το κενό της η θάλασσα. Μόλις μπήκα σπίτι πήρα το μεγάλο γυάλινο βάζο από την κουζίνα, άδειασα τα περσινά μπισκότα που μούχλιαζαν μέσα του με την ησυχία τους έναν χρόνο και το έπλυνα σχολαστικά. Πήρα τα λευκά τετράγωνα χαρτάκια μου, άρχισα να γραφώ στο καθένα κι από μια προοπτική μιας σχέσης-χωρίς-προοπτική. Όταν πια το βάζο γέμισε το έκλεισα αεροστεγώς, να μη μουχλιάσουν οι προοπτικές από τα στερεότυπα ή τις αγκυλώσεις που κυκλοφορούν στον αέρα αδιάλειπτα. Κάθομαι σε μια καρέκλα, έχω το βάζο στο τραπέζι, το χαϊδεύω πού και πού κι άλλοτε του χαμογελάω. Ήσυχος. Αμίλητος. Ακίνητος. Τουλάχιστον η ζωή μου δεν έχει ταραχτεί. Τουλάχιστον δεν έχω τρελαθεί. Κάθομαι σε μια καρέκλα και την περιμένω να έρθει, να διαλέξει από το βάζο όποια προοπτική προτιμά.

Επιμύθιο: Όταν έχετε απέναντί σας έναν άνθρωπο που τα χέρια του τρέμουν προσπαθήστε να είστε λιγότερο απόλυτοι κατά τη διατύπωση της θεωρίας σας.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η φωτογραφία προέρχεται από το του Φ. Φελίνι. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: