Τέσσερις σταγόνες δροσερές, οι τελευταίες σε μια σειρά από κατακλυσμιαίες απολήξεις βροχής, περίσσεψαν πάνω απ’ τον ορίζοντα. Κρέμονταν επί ώρα στην άκρη του σύννεφου, που έχαιρε της γκριζωπής του προβιάς, ανάμεσα στις λευκές ενδυμασίες των υπόλοιπων συνοδών. Κουνήθηκαν πέρα δώθε για μερικά λεπτά ακόμη, έως ότου κατρακύλησαν και σωριάστηκαν, διασπασμένες σε χιλιάδες αποσυνθεμένα θρύψαλα υγροποιημένης αφής, στην πλαγιά του βουνού. Η πυκνή του βλάστηση, το πρασινωπό χρώμα του φυτικού κόσμου και η αίσθηση υγρασίας στα χωμάτινα περάσματα, προκαλούσαν ευχάριστες αντανακλάσεις στους οφθαλμούς των κατοίκων τού χωριού. Μάης μήνας και οι πνεύμονες των ανθρώπων αποκαθαίρονταν με τρόπο φυσικό στα κελεύσματα ενός πρώιμου καλοκαιριού, οι θερμές μάζες τού οποίου προετοιμάζονταν για τις δικές τους επελάσεις. Νοτιοδυτικά, απ’ τους πρόποδες του βουνού, δέσποζε ο κάμπος, με τις ετεροχρονισμένες χρωματικές εκφάνσεις καλλιέργειας. Ο θερισμός και η συγκομιδή τής σποράς είχαν μόλις ολοκληρωθεί. Τα εργατικά χέρια, μειωμένα αυτή τη χρονιά στο ήμισυ, ροζιασμένα απ’ τον κάματο και τις δυσκολίες των αγροτικών εργασιών, πλένονταν επιδέξια στις γούρνες με τα υδάτινα κύματα που πλεόναζαν στην επιφάνεια. Και καθώς οι τέσσερις εκείνες σταγόνες σκόνταψαν στα κεφάλια και τα σώματά τους, έτρεξαν να κρυφτούν στα υπόστεγα, που καιροφυλακτούσαν σαν μεσαιωνικά κάστρα ανάμεσα στις θημωνιές, ικανοποιώντας τις συναισθηματικές αντιδράσεις της εμπειρίας. Μόλις κόπασε ο στεναγμός τής μπόρας, φορτώθηκαν στις πλάτες των μηχανοκίνητων τροχών και μεταφέρθηκαν στην πλατεία του χωριού.
Ανάμεσα στο πλήθος εργατών γης ήταν και ο Γιώργης. Δεν στάθηκε στους χαιρετισμούς των υπολοίπων. Κινήθηκε, με βήμα βαρύ κι ασήκωτο, καταπονημένος απ’ την υπερπροσπάθεια των τελευταίων ημερών συγκομιδής, προς τον καφενέ του Αποστόλη. Οι θαμώνες μετρούσαν στις χάντρες των κομπολογιών τα νιάτα και τις αναμνήσεις τους. Σαν είδαν τον νέο να πλησιάζει προς το μέρος τους, αναπόλησαν τα δικά τους πεπραγμένα.
«Καλώς τον Γιώργη» έκανε ένας από δαύτους. «Πώς πήγε η πραμάτεια του παπά;» ρώτησε με εμφανή τα σημάδια ειρωνείας στα χείλη.
«Επτά τόνους παραγωγής» απάντησε εκείνος με ένταση στη φωνή, σαν να υπεράσπιζε τη δική του ιδιοκτησία.
«Επτά τόνους;» επανήλθε εκείνος όλο έκπληξη και σούσουρο μουρμουρητών πλανήθηκε στον περίγυρο, καθώς μύχιες σκέψεις τροφοδοτούσαν την αντιζηλία των παρισταμένων.
«Στα χρόνια μας, οι τρεις, άντε τέσσερις το πολύ, ήταν το όριο» δοκίμασε την αλήθεια του χρόνου ένας συμπαθητικός γέροντας, τα λευκά μουστάκια του οποίου διασταυρώνονταν δεξιά και αριστερά με τις μυτερές καταλήξεις να κορυφώνονται τριγωνικά σε γεωμετρικά σχήματα.
«Σήμερα, ολάκερη η πλαγιά ανήκει στη Μητρόπολη. Χάρη σ’ αυτήν έχουν ακόμη μεροκάματα οι νέου του τόπου» συμπλήρωσε άλλος, θιγμένος για την ατμόσφαιρα υπονόμευσης της εκκλησιαστικής παρουσίας στο δημόσιο χώρο.
«Και πόσοι ξέμειναν από δαύτους;» ρώτησε με κακεντρέχεια ο πρώτος.
«Ελάχιστοι· μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού» απάντησε απ’ το βάθος του εξωτερικού χώρου άλλος.
«Μονάχα οι γιοί του Σωτήρη Πατρινού έμειναν να θυμίζουν τα νιάτα τού τόπου».
«Ο ένας εκ των δύο, γιατί ο άλλος ξημεροβραδιάζεται στην ταβέρνα του Θωμά, να πίνει και να ξερνά τα σωθικά του» σχολίασε σκωπτικά ο πρώτος θαμώνας και συνέχισε με δόση δραματουργίας στα λεγόμενα «Καημένε Σωτήρη, τί σου μέλλε να πάθεις στα τελευταία σου» και κούνησε με αποστροφή το φαλακρό κρανίο, ζωσμένο με ελιές διαφόρων μεγεθών και χρωματισμών.
Ο Γιώργης είχε προσεγγίσει τον καφενέ, μα δεν άκουσε τη συζήτηση που προηγήθηκε. Εισήλθε στο κατάστημα, αλλά, έπειτα από διερευνητική ματιά, εξήλθε αυτού, διαπιστώνοντας πως τα βλέμματα ολονών ήταν καρφωμένα πάνω του. Καθώς κίνησε να φύγει, άκουσε από το τραπέζι δεξιά της εισόδου μια απροσδιόριστη φωνή.
«Πώς είναι ο πατέρας σου;»
Εκείνος μείωσε το βήμα του, έως ότου σταμάτησε και γύρισε απότομα προς το μέρος απ’ το σημείο του οποίου τέθηκε η ερώτηση.
«Ανασαίνει» απάντησε μονολεκτικά κι έστρεψε το κορμί του εκατόν ογδόντα μοίρες, ακολουθώντας την πρότερη διαδρομή.
Δεν ακολούθησαν περαιτέρω συζητήσεις. Στα τραπέζια τους οι άνδρες επανήλθαν στις ασχολίες τους, με τα τυχερά παίγνια να προκαλούν συναισθηματικές εξάρσεις στους συμμετέχοντες και εκφράσεις παιδικής αθωότητας.
Ο Γιώργης βάδιζε με ένταση και τα πέλματα των ποδιών, φουρκισμένα απ’ τον θυμό, φλέγονταν σε κάθε αναπήδηση. Ο ιδρώτας της ημέρας έσταζε στο εσωτερικό των ενδυματολογικών επιλογών του· έσταζε, και καθώς ενώνονταν οι στάλες του, σχημάτιζαν ορμητικό ποτάμι, που στέγνωνε ξερακιανό στο σώμα τού πουκαμίσου. Οι δυνάμεις του έδειχναν να τον εγκαταλείπουν. Μέριασε στην άκρη του πεζόδρομου και έθεσε το κορμί σε στάση αναμονής, έμπροσθεν ενός πέτρινου μαντρότοιχου. Η σκιά, που δημιούργησε ο τελευταίος, απλώνονταν λίγα μέτρα μακρύτερα, αγκαλιάζοντας τόσο τον ίδιο, όσο και τον δρόμο ανάμεσα στα χαμόσπιτα. Αποκάλυψε απ’ την εσωτερική φόδρα του πανταλονιού του ένα σιγαρέτο. Τυλιγμένος σε λεπτεπίλεπτο χαρτί, ο καπνός ξεπρόβαλε ομοιόμορφα στην όψη του. Έσυρε με τα δάχτυλα του αριστερού χεριού τη μία άκρη αυτού και την περίφερε μονότονα, πότε στη δεξιά και πότε στην απέναντι γωνία των χειλιών. Έπειτα, σταθεροποίησε το σιγαρέτο στην κορυφή της στοματικής κοιλότητας και άναψε με τα σπίρτα το κιτρινωπό φως της φλόγας. Εισέπνευσε βαθιά τον καπνό και, αφότου τοιχοκολλήθηκε κατάμαυρος στις φυσαλίδες των πνευμόνων, τον έδιωξε βιαίως ανάμεσα στις φανερές διεξόδους των δοντιών, δίνοντας μορφή σε ένα λευκό σύννεφο καρκινώματος, που σαν υψικάμινος φύσηξε διαπεραστικά το προσωπείο του και διαλύθηκε αργά αργά στην ατμόσφαιρα.
Οι σκέψεις επιδρούσαν σαν σε μέτωπο μάχης. Εμβολούσαν πότε τη μια και πότε την άλλη, με στόχο την επικράτηση, σε ένα αγώνισμα αντοχής. Σε κάθε βαθιά εισπνοή, στην οποία τα προϊόντα του καπνού εφορμούσαν με βρυχηθμό στα κατάστιχα των πνευμονικών κυψελών, μία νέα εναλλακτική εικόνα, που λειτουργούσε ως αίτιο και ως αποτέλεσμα ταυτόχρονα, ειδοποιούσε για την εμφάνισή της, προκαλώντας νέα αναστάτωση στα εγκεφαλικά κύτταρα του ανδρός, που έστεκε μετέωρος. Μόλις το σιγαρέτο φώτισε για τελευταία φορά, αμέσως μετά ξεψύχησε ποδοπατημένο στις μυτερές πέτρες του πεζόδρομου. Σκούπισε το μέτωπό του και έσκουξε με γυριστές κινήσεις τους οφθαλμούς, όπως συμπιέσει τις άκρες των ενωμένων δακτύλων στους οφθαλμούς. Τώρα, το οξυγόνο αποκαθαρμένο από την πίσσα τού καπνικού αποτεφρωτηρίου, βυσσοδομούσε στον φάρυγγα, φτάνοντας έως τους πνεύμονες με ευταξία. Ένα απρόσμενο αεράκι, που στρογγυλοκάθισε στα καλντερίμια των διακλαδωμένων οδών, προκάλεσε ήχους ανομοιογενείς και όπως έγλειψε το βρεγμένο, απ’ τον ιδρώτα, σώμα του, δρόσισε το φορτίο θερμοκρασίας που κουβαλούσε. Μετρώντας τις ανάσες του, τώρα, κινήθηκε προς τον δημόσιο χώρο στον οποίο κειτόταν η ταβέρνα. Δυο στενά πιο κάτω, στο ξέφωτο της διαδρομής, μπροστά στον πλάτανο, που κατέγραφε πορεία ογδόντα έξι ετών, βρέθηκε ενώπιον του σημείου ενδιαφέροντος. Η ολική απουσία ανθρώπινης δραστηριότητας, προσέδιδε διαστάσεις ενδημικής αμφιβολίας για την ύπαρξη του αδελφού του.
Πράγματι, η πρώτη εικόνα του εξωτερικού περίγυρου προμήνυε το άδοξο της αναζήτησης. Ακόμη και οι εξώπορτες της ταβέρνας, αμπαρωμένες καθώς ήταν, δεν άφηναν περιθώρια θετικής έκβασης. Ο Γιώργης, πλησίασε έτι περισσότερο. Μόλις το ύστατο βήμα διαπέρασε επιφανειακά την πλάκα, μπροστά στο κατάστημα, και βρέθηκε ενώπιος ενωπίω με τα τζάμια αυτού, επιβεβαίωσε τους φόβους του. Έφερε την κεφαλή ολοένα εγγύτερα, όπως διαπιστώσει την αλήθεια των πραγμάτων. Κούνησε πέρα δώθε τους αμφιβληστροειδείς χιτώνες των ματιών να εξακριβώσει το κενό του εσωτερικού χώρου. Για να εκλείψουν και οι τελευταίες όψεις δισταγμού, έκρουσε με το δεξί χέρι την εξώθυρα. Απάντηση δεν έλαβε. Επανέλαβε για δεύτερη φορά την ιεροτελεστία, φωνάζοντας το όνομα του αδελφού του, μα απάντηση δεν έλαβε. Μονάχα, ένας διαβάτης, που κοντοστάθηκε να γευτεί το παγωμένο νερό του πλάτανου, όπως ανάβλυζε απ’ τις ρίζες, του απηύθυνε τον λόγο.
«Ποιόν ζητάς, Γιώργη;»
«Τον αδελφό μου» απάντησε εκείνος, με εμφανή τα σημάδια αγωνίας στα ζυγωματικά του προσώπου του.
«Τον είδα προς τα αμπελάκια».
«Στα κτήματα;»
«Να μην πω ψέματα και σε πάρω στον λαιμό μου».
«Σ’ ευχαριστώ Πρόδρομε» απάντησε, με τον ενθουσιασμό στα χείλη να διαφαίνεται στο χαμόγελο, που ξέφυγε οικειοθελώς στα δόντια.
Κινήθηκε στην αντίθετη κατεύθυνση, απ’ τη μεριά του ήλιου, που κραταιά έστεκε στον ουράνιο θόλο με το γαλάζιο φόντο να περιδιαβαίνει ανεμπόδιστα, απ’ άκρη σ’ άκρη, τον ορίζοντα. Οι ακτίνες του, με τις καυτές αγκυλώσεις, προαυλίζονταν στις απωθήσεις της μεσημεριανής ραστώνης. Οι δείκτες του ρολογιού, σε αφηρημένη εικόνα, εγκλωβισμένοι στα υπόγεια πατώματα του νου, κυλούσαν απ’ τον έναν αριθμό στον επόμενο, δίχως σταματημό. Κάθε τόσο προσέθεταν, στην κορύφωση του μεσημεριού, τόνους θερμότητας, που ανάβλυζαν στις προσόψεις του δέρματος, όπως γυμνό εκτείνονταν στις αδηφάγες επιθυμίες τού Μαΐου. Το ένα πέλμα ακολουθούσε το άλλο, συμβαδίζοντας με ώθηση, έως ότου προσέγγισε το χωράφι, αδούλευτο καθώς ήταν, με τις ρίζες των αγριόχορτων να έχουν εξοκείλει στην επιφάνεια. Στην άκρη του χωμάτινου διαδρόμου, σε στάση βρεφική, σωριασμένος, με τα άκρα των χεριών να αγκαλιάζουν τα διπλωμένα πόδια στην κοιλιακή χώρα, ο Ανέστης· σφούγγιζε τα δάκρυά του, νοτίζοντας τις σχισμές του εδάφους, καμωμένο από ξηρασία καθώς ήταν. Λεπτές σταγόνες κυλούσαν στους οφθαλμούς. Αφού περιδιάβηκαν το ήμισυ της πρόσοψης, κατέληξαν να κρέμονται απ’ το πιγούνι. Έπειτα, ξεκόλλησαν δυσθεώρητες και απορρίφθηκαν μεμιάς στις ξεραμένες επιστρώσεις του εδάφους. Μολονότι το αεράκι σήκωσε σκόνη και ακολούθησε αμμοθύελλα, τίποτε δεν τάραξε τη στάση του. Συνέχισε απαρηγόρητος να κουνά το κεφάλι, καμωμένο από χωμάτινους σπόρους, όπως είχαν απλωθεί στο μέτωπο και τις τρίχες του κρανίου.
Ο Γιώργης, μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του, έσπευσε κοντά. Ελάχιστα μέτρα προτού βρεθεί εμπρός του, μείωσε τον ενθουσιασμό που αγκάλιαζε τους καρδιακούς παλμούς. Η απόσταση ολοένα περιόριζε τις αντοχές, έως ότου η σκιά, που σχηματίστηκε στη διαγώνιο πορεία του ηλιακού φωτός, διέκοψε τη συναισθηματική περισυλλογή τού Ανέστη. Εκείνος, ξαφνιασμένος, ανασήκωσε τους οφθαλμούς. Στην όψη τού αδελφού του, πετάχτηκε έντρομος από το χώμα και άρχισε ανεπιτήδευτα να ξεσκονίζεται απ’ τις φιάλες ρίγους, που διείσδυσαν στα ρούχα του. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν σε μία τυχαία διαπλοκή του θερινού ηλιοστασίου, με την ανεμοθύελλα να συρρικνώνεται στο βάθος τής υπαίθρου. Οι κόρες των ματιών αφουγκράστηκαν τη σιωπή που μεσουρανούσε σε βλέμματα γεμάτα αμφισβήτηση. Μόλις ο θυμός ξεθύμανε απ’ τα ρουθούνια και οι πνεύμονες διαστάλθηκαν, για τελευταία φορά, στο φύσημα της άμπωτης του ανέμου, βουτηγμένοι και οι δύο στα ατίθασα λέπια τής νιότης, όρμησαν ο ένας στον άλλον, σαν πληγωμένοι ταύροι, να κατασπαράξουν το θύμα με βαρβαρότητα πρώτης διαλογής. Ο Ανέστης, αιφνιδιάστηκε απ’ την αντίδραση του αδελφού του. Οπισθοχώρησε, μα δεν πρόλαβε να διαφύγει. Ο Γιώργης, χύμηξε με μανία προς το μέρος του και τον έριξε καταγής. Με σωματότυπο βαρύτερο και ογκωδέστερο, έπεσε πάνω του. Τα δυο σώματα κυλίστηκαν περιστροφικά στο άγονο χωράφι, έως ότου ο Γιώργης ακινητοποιήσει τον αδελφό του μπρούμυτα. Μόλις ολοκλήρωσε τη στάση ελέγχου, ξεθύμανε με αλλεπάλληλα χτυπήματα στα πλευρά. Ο Ανέστης υπέμενε καρτερικά, σχεδόν στωικά, την αναμενόμενη κατάληξη της ημέρας. Ο διακαής πόθος, που κατέκλυζε τα στιβαρά χέρια, με τις παλάμες χαραγμένες από πληγές, προσέδιδε διάσταση τραγωδίας σε θεατρική σκηνή, δίχως επικό τέλος.
Μόλις οι δυνάμεις εγκατέλειψαν τον Γιώργη, εκείνος σύρθηκε στα αριστερά του έτερου συμβαλλόμενου σώματος και, με θέα τον ουρανό στην αποστράγγισή του, με τα απλωμένα λευκά στίγματα στην πλάτη, ξεροκατάπιε τον ιδρώτα, που έλουζε τον φάρυγγα, γαργαλώντας τον λαιμό του. Οι ανάσες ανεβοκατέβαιναν στο στήθος, απ’ την ένταση της στιγμής. Για μια στιγμή περίφερε το βλέμμα του στον ημιλιπόθυμο Ανέστη. Έπειτα, στάθηκε αποφασιστικά στα δυο του πόδια και, με νηφάλια σκέψη, έπιασε τον αδελφό του απ’ τις άκρες του σακακιού και τον τοποθέτησε στο εξόγκωμα βράχου, που έστεκε ξέχωρα στο μέσον της γης.
«Άκου με προσεκτικά» ξεκίνησε τον λόγο του. «Ένα καραβάνι εργατών φεύγει αύριο για την πρωτεύουσα. Εκεί υπάρχουν δουλειές. Αρκετά χαραμίσαμε στα κτήματα της εκκλησίας. Έξι χρόνια, τώρα, κρεμόμαστε αποκλειστικά απ’ την καλοσύνη του παπά. Όλη η γη τούς ανήκει. Τριακόσιοι εργάτες γης ήμασταν πέρυσι και φέτος μονάχα οι μισοί απομείναμε. Να παρακαλάμε για ένα πιάτο φαΐ. Και αυτό το κομμάτι γης, που έμεινε δικό μας· ένα ξεροχώραφο…» και χτύπησε με δύναμη την αρβύλα του να ακουστεί ο αντίλαλος για την αλήθεια των λεγομένων του.
Πράγματι, απ’ την ξερή επιφάνεια της γης, υψώθηκε σκόνη και ο ήχος τράνταξε την ακουστική νηνεμία τού περιβάλλοντος χώρου. Ακόμη και οι ανάσες τους, λες και υπάκουσαν πειθήνια στη σκοπιμότητα της στιγμής, σώπασαν, να μην διασπάσουν την ωφελιμότητα της αλήθειας.
«Βλέπεις και μόνος σου», συνέχισε απτόητα εκείνος, «τούτη η γη δεν αντέχει να μας θρέψει άλλο. Ξόδεψε όσες πιθανότητες είχε να καρποφορήσει. Ο πάτερ της ενορίας τη ζητάει για δικιά του. Τα χρήματα είναι πολλά για το τομάρι της. Ο πατέρας είναι κατάκοιτος έξι χρόνια τώρα. Μονάχα τα μάτια του απέμειναν να κουνά πότε δεξιά και πότε ζερβά» έκανε και κατάπιε το ξερό σάλιο, που είχε κολλήσει στον ουρανίσκο. Έστρεψε το βλέμμα κατά μήκος της πεδιάδας, που απλωνόταν εμπρός του, αφήνοντας χρόνο στον αδελφό του να ανασυγκροτήσει τη σκέψη του και να κατανοήσει τα λεγόμενά του. Έπειτα από λίγο επανήλθε δριμύτερος. «Θα σε πάρω να φύγουμε από δω. Μόνος σου θα πεθάνεις της πείνας. Οι τελευταίες δεκάρες της περιουσίας σώθηκαν. Μονάχα τούτη η γη μάς απόμεινε, μα αυτή δεν γεννά. Συμφώνησα με τον πάτερ να του δώσουμε το κτήμα. Με τα χρήματα, αύριο κιόλας, θα ακολουθήσουμε το καραβάνι που κατεβαίνει στην πρωτεύουσα. Εδώ δεν μας χωρά ο τόπος» είπε κι έσκυψε το κεφάλι σε ένδειξη απόγνωσης.
Στο άκουσμα της εξέλιξης, ο Ανέστης συνοφρυώθηκε. Ύψωσε τον σωματότυπό του σε όρθια στάση και, αφού αφουγκράστηκε τα όρια των επιλογών, προχώρησε προς το μέρος του αδελφού του. Μόλις έφτασε σε απόσταση αναπνοής, ρώτησε με φωνή που έσβηνε διαδοχικά στο πέρασμά της, «Πώς είπες;»
«Αυτό που άκουσες» απάντησε θυμωμένα ο Γιώργης, δίχως να τον κοιτάξει κατάματα.
«Πούλησες τη γη μας; Ήταν το μόνο στοιχείο που απέμεινε από τον πατέρα μας. Πώς…;» και η φωνή χάθηκε ολοσχερώς, ανάμεσα σε τρεμάμενα χείλη. «Πώς τόλμησες;» συνέχισε, καθώς έσφιγγε τη γροθιά του στον κόλπο της παλάμης.
Έπειτα, μόλις οι δείκτες του ρολογιού πρόλαβαν να διανύσουν ένα λεπτό της ώρας, ξεχύθηκε με λύσσα εναντίον του. Τα δυο σώματα έπεσαν καταγής προκαλώντας θόρυβο, καθώς εκτινασσόταν η σκόνη σε θέση μάχης. Ο Ανέστης έπιασε απ’ τον γιακά του πουκαμίσου τον αδελφό του και με αποφασιστικότητα ζηλευτή τον έσυρε γύρω του, σχηματίζοντας κυκλικές διχάλες περιμετρικά του σημείου. Ήταν τόση η δύναμή του, που ο γιακάς ξεριζώθηκε απ’ τις δέσμιες κλωστές και εκσφενδονίστηκε σε απόσταση. Τώρα, το σώμα γυμνό, εκτεθειμένο στις καυτές απορίες τού ηλιακού φωτός, γρατζουνούσε επιδέξια το δέρμα, που θυματοποιώντας τον εαυτό του, έστεκε μειλίχιο, αποδεχόμενο την ετυμηγορία τής ομήγυρης. Η θλιβερή όψη του δεν ματαίωσε την οργή τού Ανέστη. Ο τελευταίος, εκτόνωσε τη διαπάλη των ενστίκτων επιτιθέμενος με αλαλαγμούς άναρχης επένδυσης σε γροθιές και ξεφωνητά βαρβαρότητας. Ο Γιώργης δεν αντέδρασε. Υποδέχτηκε το γεγονός σαν την τελευταία σταγόνα τού δράματος, η κορύφωση του οποίου δεν είχε ακόμη ξεσπάσει. Τα χτυπήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο, με τα ρουθούνια να ξεχερσώνουν τόνους αιμάτινων αγγείων. Μόλις η τελευταία σπίθα αντίδρασης ξεσπάθωσε, ο Ανέστης ξάπλωσε δίπλα στο σώμα τού αδελφού του, κλαίγοντας γοερά. Δεν καταλάβαινε τους λόγους αυτής της εξέλιξης, αλλά αντιλαμβάνονταν το αδιέξοδο στο οποίο είχε εισέλθει. Ο Γιώργης, στην ολοκλήρωση της σεμνής τελετής, σκούπισε τα αίματα, που είχαν αγκυλωθεί κοκκαλωμένα. Έπειτα, έμπηξε τα ακροδάχτυλα να φράξει τις διόδους πλημμύρας. Σηκώθηκε απ’ το χώμα και αφού στήλωσε το κορμί, στράφηκε προς τον Ανέστη.
«Αύριο, πρωί, θα φύγουμε με το καραβάνι. Να ετοιμάσεις τα πράγματά σου. Στις τέσσερις τα χαράματα αναχωρούμε» είπε με σταθερή φωνή.
Ο Ανέστης χαμήλωσε το βλέμμα. Περιεργάστηκε την ατμόσφαιρα, καθώς πνίγονταν ασφυκτικά στις συνεστιάσεις του επερχόμενου θέρους. Ο ιδρώτας κολλούσε κυριολεκτικά στο σώμα, εμποτίζοντας τα ρούχα, ενώ οι σιελογόνοι αδένες είχαν σφουγγίσει από την έλλειψη δροσιάς στη στοματική κοιλότητα. Τραβήχτηκε στην άκρη του κτήματος, εκεί όπου η οπτική θέαση της πεδιάδας απλώνονταν στα πόδια του δίχως περιορισμούς. Κοίταξε το απέραντο του ορίζοντα, μέχρι το σημείο στο οποίο οι κόρες των ματιών λύγιζαν από την αδημονία τού αποτελέσματος, κι έπειτα συρρικνώθηκαν σε λίγα μέτρα έκτασης. Γύρισε το βλέμμα του με αποστροφή.
«Εγώ, δεν φεύγω από δω» έκανε και συμπλήρωσε «Τη γη, θα τη δουλέψω με τα χέρια μου» και κινήθηκε με ταχύτητα φωτός στο σημείο στο οποίο δέσποζαν, επί χρόνια πεταμένα και σκουριασμένα, τα γεωργικά εργαλεία. Βουτά τα ακροδάχτυλα στο χώμα, που είχε απλωθεί στην ξύλινη κατασκευή τους, και καθαρίζει τον χώρο, όπως αποκαλύψει τη ζωτική δύναμη που θα αναγεννούσε τη γη. Βάσταξε γερά στην παλάμη του τη τσάπα, που πρώτη βρέθηκε στο διάβα του, και κατευθύνθηκε στο μέσο του κτήματος. Δίχως σταματημό, αρχίζει να σκαλίζει το ξεραμένο επίστρωμα αυτού. Τόση ένταση και δύναμη εναπόθετε στα άκρα των χεριών, ώστε κάθε που ύψωνε τους άξονες του σώματος να λάβει φόρα, μέχρι την επόμενη ενέργεια, η αιχμηρή άκρη του εργαλείου καρφωνόταν στα κατάστηθα της επιφάνειας, φτάνοντας σε μήκος το χώμα, σε κάθετη πορεία. Έσκαβε και οι φλέβες στο κορμί, στα χέρια και το κεφάλι, πετάγονταν και καθρεφτίζονταν στη διαστολή των καρδιακών παλμών, όπως το αίμα κυλούσε ακάθεκτο, νοτίζοντας με πυώδες χρώμα τα εξωτερικά αγγεία του δέρματος. Οι πνεύμονες διαστέλλονταν και συστέλλονταν με την ίδια κίνηση ανυπομονησίας. Το χώμα, που πεταγόταν δεξιά και αριστερά, άναρχα και ακατάστατα, δημιουργούσε μικροσκοπικές αναπαραστάσεις βουνοκορφών, που σε κάθε νέα προσθήκη υποσκέλιζε την πρότερη μορφή και ολοένα φούντωνε το μέγεθός του. «Εγώ δεν εγκαταλείπω τη γη μας!» αναφώνησε μία φορά ακόμη.
Ο Γιώργης, που τόση ώρα περιεργαζόταν με προσοχή τις ενέργειες του αδελφού του, πλησίασε.
«Θα σε πάω σε γιατρούς. Στην πρωτεύουσα έχουν λύσεις για κάθε αρρώστια» είπε και αμέσως μετάνιωσε για τις λέξεις τις οποίες ξεστόμισε.
Ο Ανέστης σταμάτησε απότομα. Όπως ήταν σκυμμένος στο ανάχωμα που δημιούργησε, οι σταγόνες τού ιδρώτα, στο μέτωπο, έπεφταν με τη σειρά μία προς μία και καρφώνονταν στο άνοιγμα, σχηματίζοντας πυρήνες ομοιόμορφης ανάπλασης. Με αργές κινήσεις, σχεδόν προμελετημένες, γύρισε το κορμί του και το εγκατέστησε ενώπιος ενωπίω με αυτό του Γιώργη.
«Τί είπες;» ρώτησε με φωνή ήρεμη, σχεδόν γαλήνια.
«Έλα μαζί μου, αδελφέ. Εδώ, δεν μας χωράει ο τόπος. Να, κοίτα πόσα χρήματα άξιζε η γη» έκανε και αποκάλυψε από την τσέπη του πανταλονιού του χαρτονομίσματα από την αγοραπωλησία με τον πάτερ της ενορίας, που είχε προηγηθεί το ίδιο εκείνο πρωινό.
«Άπληστε!» αναφώνησε, τώρα, με οργή ο Ανέστης και τέντωσε τις κόρες των ματιών του.
Ο Γιώργης, άπλωσε το δεξί του χέρι να τον ηρεμήσει.
«Έλα μαζί μου. Αύριο το πρωί, τα καραβάνια φεύγουν για την πόλη. Εκεί, θα σε πάω σε γιατρούς» είπε με συγκλονισμένη συνείδηση, καθώς ο φόβος τρεμόπαιζε, τον δικό του ρυθμό, στις επάλξεις του μεσημεριού.
«Χάσου απ’ τα μάτια μου!» ξεφώνισε ο Ανέστης και οι φλέβες στον λαιμό εκτινάχθηκαν με κρότο.
«Αυτή η γη δεν αξίζει. Πεινάμε όλη τη χρονιά, παρακαλώντας για ένα μεροκάματο το καλοκαίρι…» πρόφτασε να απαντήσει ο Γιώργης, όταν τα λόγια κόπηκαν μεμιάς και σταγόνες πηχτού αίματος εξαπλώθηκαν στο κορμί του, στιγματίζοντας τη γη εμπρός του.
Η αιχμηρή άκρη της τσάπας, αν και σκουριασμένη, είχε σφηνωθεί ανάμεσα στον λαιμό και τον ώμο του. Ο Ανέστης, ενστικτωδώς, ύψωσε την τσάπα και την απώθησε με μανία στο σώμα που έβλεπε απέναντί του, να τον προκαλεί με τις εικόνες αποκάλυψης, όπως έκρυβε η προοπτική τής πρωτεύουσας. Το κορμί σωριάστηκε καταμεσής τού χωραφιού και απ’ τα χείλη πεταγόταν κοκκινωπό ποτάμι, όπως πλημμύριζε τη στοματική κοιλότητα. Τα χρήματα, που κρατούσε στα χέρια, σκόρπισαν στο γύρισμα του ανέμου, που ανεπαίσθητα σκέπασε την ατμόσφαιρα. Ο Ανέστης, έμεινε αγκυλωμένος στη θέση του. Αφού ξεροκατάπιε τον ιδρώτα, που έσταξε στα χείλη, πλησίασε και σκούντησε με την άκρη του ποδιού το άψυχο σώμα τού αδελφού του. Τον κοιτούσε με περιέργεια.
Όση ώρα το αίμα φούσκωσε τις σχισμές τού εδάφους, να συμπληρώσει το κενό που η ξηρασία μπόλιαζε τη γη, εκείνος μάζεψε τα χαρτονομίσματα, ένα προς ένα, και αφού έσυρε το πτώμα στο χαντάκι, που είχε σκάψει νωρίτερα, σκεπάζοντάς το με βουνά χώματος, τράπηκε σε φυγή.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφίες: ©Irfan Iftisham Provash. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]