Στον Κώστα Βραχνό
Κατεβαίνω αργοπορημένος τη Σόλωνος με τη μηχανή, ψηλά, στο ύψος του Κολωνακίου. Στο βάθος βλέπω να στρίβει από μια κάθετη οδό ένα τρίκυκλο. Μέσα από τους καπνούς που βγάζει η εξάτμιση, διακρίνω καρότσα γεμάτη βιβλία. Οδηγός και συνοδηγός δύο μελαψοί ρακοσυλλέκτες. Τους προλαβαίνω και τους κάνω νόημα. Δε σταματάνε, γνέφουν αρνητικά. Τους προσπερνάω και στο φανάρι τούς κλείνω. «Τα πουλάς;» φωνάζω (στον ενικό ενώ είναι δύο). Δεν απαντάει κανείς. Επιμένω: «Πόσο;» Πετάγεται ο ένας: «Πέντε ευρώ», μουτζώνει τον εαυτό του για να δείξει τα πέντε. Στο μεταξύ, παίρνει το μάτι μου το «Ουζερί Τσιτσάνης» του Σκαμπαρδώνη, στην πρώτη έκδοση, του Κέδρου. Καβάλα στη μηχανή αναγνωρίζω κι άλλα εξώφυλλα, βιβλία κολλαριστά, όχι μεταχειρισμένα, σαν στοκ από αποθήκες εκδοτών: ποιήματα του Κατσαρού, Αργύρη Χιόνη, τα «Ανοιχτά χαρτιά» του Ελύτη κ.α. Κατεβαίνω και βάζω σταντ. Βγαίνει ο ένας από το τρίκυκλο, είναι θεόρατος, απορώ πώς χωράει εκεί μέσα. Ο διάλογος επαναλαμβάνεται: «Πόσο;» «Πέντε ευρώ». Ξέρω ότι μπλοφάρει και ότι θα πει λιγότερο αν φύγω. Κάνω ότι φεύγω, εμβρόντητος λες και μου είπε χίλια ευρώ. «Τρία» ακούω πίσω μου. «Ένα» απαντώ. Γνέφει αρνητικά και με κάποιο θυμό. Κάνω πως φεύγω ενώ δε θέλω να φύγω. Ενώ φεύγω περιμένω να ακούσω τη λέξη «δύο» (η μηχανή μου είναι εκεί, δίπλα τους, και δεν πείθω πως φεύγω πραγματικά). Δε μιλάει, πάει να μπει μέσα να φύγει. Επιστρέφω. Έχει όντως μπει μέσα. Βάζει μπρος το τρίκυκλο, καπνοί παντού. Επειδή εμποδίζουμε την κυκλοφορία, δεχόμαστε (κυρίως εγώ) αρκετές βρισιές και αποδοκιμαστικές φωνές. Τις αγνοώ, το μόνο που με νοιάζει είναι δέκα βιβλία με δέκα, το πολύ, ευρώ. Βγάζω το πορτοφόλι και φωνάζω «έλα». Κατεβαίνει ο ίδιος και λέει πάλι «τρία». Διαλέγω βιαστικά, αγχώνομαι, θέλω να ψάξω με την ησυχία μου. Ξεθάβω κάτι πακέτα τυλιγμένα σφιχτά με διάφανη μεμβράνη και διάφανη κολλητική ταινία. Δεν ανοίγουν με τίποτα κι έχουν μέσα από ένα-δύο βιβλία που με ενδιαφέρουν. Του λέω «μπορείς να τα ανοίξεις;» Ψάχνει μπροστά, στη θέση του οδηγού, και επιστρέφει με ένα τεράστιο κατσαβίδι. Προσπαθεί με αυτό αλλά τρυπώντας τα περιτυλίγματα τραυματίζει και βιβλία. Τον σταματώ και του λέω να περιμένει. Κοιτάζω απέναντι, είναι ο Λυμπεράκης με τις κορνίζες. Μπαίνω, ζητάω ευγενικά ένα κοπίδι, ο υπάλληλος μου δίνει σκέτη λεπίδα αλλά κάνει δουλειά. Κόβοντας τα περιτυλίγματα των βιβλίων έχω άγχος και ενοχές που δε ζωγραφίζω αλλά γράφω μαλακίες και που ούτε γράφω αλλά παζαρεύω βιβλία. Διαλέγω δώδεκα βιβλία και βγάζω ένα δεκάευρο. Με κοιτάζει και ξαναμουτζώνεται αλλά τώρα λέει «τριάντα!» Αφήνω δύο βιβλία (τον Ελύτη και τον «Ντοστογιέφσκι» του Παπαγιώργη) και του ξαναδίνω το δεκάευρο. Αρνείται και λέει «είκοσι». Πετάω άλλο ένα βιβλίο στην καρότσα και του λέω «πέντε» ενώ του δίνω δέκα. Μέσα στη φούρια ξαναμαζεύω τον «Ντοστογιέφσκι». Επιμένω «πέντε» και απότομα του λέω «ok, δεκαπέντε αλλά έχω μόνο δέκα». Βγαίνει και ο άλλος, από τη θέση του συνοδηγού. Είναι μικροσκοπικός αλλά έχει τα χέρια στη μέση σαν αφεντικό. Ο πρώτος έχει βαρεθεί, κάτι λένε και έρχεται προς έμενα ο κοντός. Εγώ κόβω περιτυλίγματα και βγάζω βιβλία. Βρίσκω τον «Αναρριχώμενο βαρόνο» του Καλβίνο και τον βάζω στα «δικά μου». «Ρε φίλε» του λέω με παράπονο, «δεν θα τα διαβάσω, δεν προλαβαίνω». Με κοιτάζει και με ρωτάει πόσα είναι. Μετράω τα βιβλία φωναχτά μπροστά του αλλά τα μετράω λάθος: είναι δέκα, ίσως και έντεκα, και τα βγάζω οχτώ. Τελειώνω το μέτρημα και του λέω: «εφτά βιβλία, δέκα ευρώ». Δέχεται αλλά νιώθει κάπως ριγμένος. Αυτός, ο δεύτερος, διαθέτει ένα είδος ευαισθησίας στο βλέμμα και τους τρόπους. Χωρίς να κοιτάξω ποιο βιβλίο είναι, πιάνω ένα από αυτά που έχω διαλέξει και το ρίχνω πίσω στην καρότσα. Του δίνω τα δέκα ευρώ και τον ευχαριστώ ειλικρινά και στον πληθυντικό. Μπαίνουν ταυτόχρονα στο τρίκυκλο ενώ εγώ ξεκλειδώνω τη μπαγκαζιέρα και ρίχνω μέσα τα βιβλία. Το τρίκυκλο απομακρύνεται με θόρυβο και καπνό. Με ενοχλεί και ο καπνός και ο θόρυβος αλλά δεν τους προσπερνάω γιατί στην άλλη γωνία θα στρίψω.