Ο κυνισμός γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1914. Μετά τη μάχη της Ύπρ καταλάβαμε πως η ζωή μας δεν είχε καμιά αξία και κανένα νόημα. Εμείς ήμασταν οι πρώτοι κυνικοί της ιστορίας, καμιά σχέση με το αρχαίο ελληνικό ρεύμα της σκέψης. Δεν είχαμε το χιούμορ, τη σπιρτάδα τους, τη φαρμακερή τους λάμψη. Εμείς δεν είχαμε τίποτε να πούμε όταν τους βλέπαμε να επιστρέφουν ερείπια από το μέτωπο. Τυφλοί, χωρίς πόδια ή χέρια, παράλυτοι και σαλοί, περιφερόμενα σαρκία που αναπηδούσαν τρομαγμένοι ακόμη και στο γαύγισμα των σκύλων. Μέχρι το Νοέμβριο του 1918 τίποτε δεν θύμιζε τον κόσμο πριν από το μαύρο καλοκαίρι που ξέσπασε ο πόλεμος που ονομάστηκε Μεγάλος. Πέρασα τα επόμενα οκτώ χρόνια κλεισμένος στο δωμάτιό μου, βλέποντας την ταπετσαρία με τους υάκινθους, τα θαμπά χωράφια έξω από το παράθυρό μου, τα πρόβατα που έχαναν τον δρόμο τους κι έμπαιναν στην αυλή μας. Κάθε πρωί η μητέρα μου φώναζε:
«Χένρι, γρήγορα θα κρυώσουν τα αυγά σου», χωρίς στα αλήθεια να πιστεύει ότι θα μπορούσα να φάω, ότι θα μπορούσα να πιστέψω σε οτιδήποτε σχετίζεται με τη ζωή. Και ήμουν παιδί, δεν είχα καν πάει στο Μέτωπο.
Το καλοκαίρι του 1926, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, είχαμε αρχίσει να εισχωρούμε σταδιακά και πάλι στο σκότος. Τότε ήταν που ο πατέρας μου πήρε πρωτοβουλίες. Στην πιο σημαντική από αυτές γνώρισα την Ιζαμπέλε. Είχε υιοθετήσει όλα τα ντυσίματα και τα φερσίματα της Νέας Γυναίκας. Φορούσε κοντά φορέματα με πιέτες, είχε κατάμαυρα μαλλιά κομμένα κοντά, δυο τούφες που κατέληγαν σε μύτες αυλάκωναν τα μάγουλά της. Τα μάτια της πράσινα και τεράστια ήταν μονίμως υγρά σαν να ήταν έτοιμη να ξεσπάσει σε γέλια ή κλάματα.
Μια τέτοια φιγούρα μπορούσες να συναντήσεις πιο εύκολα σε καμπαρέ στο Βερολίνο παρά στο ιδιωτικό θεραπευτήριο της Ελβετίας για καταθλιπτικούς, παρανοϊκούς, ημίτρελους και πειραγμένους στην ψυχή και το σώμα. Ο πατέρας μου πίστευε πως στα αλήθεια θα συνέλθω, θα στρέψω το κεφάλι προς το φως και τότε θα περάσουν όλα.
Με το που μπήκα στο υποτιθέμενο σαλόνι του θεραπευτηρίου είδα αμέσως την Ιζαμπέλε, περίεργη, μικροσκοπική ζαρωμένη σε μια γωνιά.
«Μην την κοιτάς, είναι εδώ γιατί αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον πατέρα της», μου είπε συνωμοτικά ο αδελφός νοσοκόμος, τάχα για να με προστατεύσει. «Ήθελε στα αλήθεια να τον φάει, του έμπηξε ένα μαχαίρι στην κοιλιά».
Λίγες μέρες αργότερα η Ιζαμπέλε θα γίνονταν ο πιο σημαντικός άνθρωπος στη ζωή μου. Θα με πλησίαζε και θα μου μιλούσε. Θα άκουγε και όσα είχα εγώ να της πω, αλλά πώς να συγκρίνει κανείς τις δύο ζωές; Έλεγε πως είχε γνωρίσει τον Τριστάν Τζαρά πριν ακόμη βάλει την αγγελία για την σύναξη των χαμένων ψυχών στο όνομα του Βολταίρου. Έλεγε πως είχε ζήσει από κοντά το πανδαιμόνιο στο Καμπαρέ Βολταίρ, πως ήταν εκεί την βραδιά που το επισκέφτηκε ο Λένιν, πως είχε ακούσει τον Χιούγκο Μπαλ να απαγγέλει τελετουργικά το «Κάραβαν».
Μπορεί να έλεγε ψέματα, αλλά μου άρεσε να την ακούω.
Μετά προχώρησε και σε άλλες, πιο προσωπικές εξομολογήσεις. Είχε πριν τρία χρόνια ερωτευτεί κάποιον κι όταν εκείνος την άφησε έγκυο και την εγκατέλειψε, πήγε μόνη της για την έκτρωση σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, που μόνο ιατρείο δεν μπορούσες να το πεις. Μετά γνώρισε μια άλλη κι όσο κι αν προσπάθησε να κρατήσει μυστική την ταυτότητά της, η Ιζαμπέλε κατάφερε να την εντοπίσει. Είχε αρχίσει να την παρακολουθεί μέχρι που εκείνη αντιλήφθηκε πως κάτι πήγαινε λάθος νιώθοντας μόνιμα μια ανατριχίλα πίσω στον αυχένα. Κατάφερε όμως να την προσεγγίσει, να τη γνωρίσει, να τη ρίξει στο κρεβάτι και να τη διακορεύσει. Μάλιστα μου είπε πως είχε δεθεί βαθιά μαζί της, πως τελικά προτιμούσε τις γυναίκες από τους άντρες τη στιγμή που κινούσε τα χέρια της προς το δικό μου σώμα.
Μετά αρχίσαμε να κλέβουμε. Τρυπώναμε στην αποθήκη των τροφίμων και κλέβαμε σοκολάτες, τις τρώγαμε γλείφοντας ο ένας την σοκολάτα του άλλου, κλέβαμε τσιγάρα από την τσέπη του διευθυντή, δεν το ομολογούσε αλλά τρελαινόταν για την ξερή, επιθετική γεύση των διπλών τσιγάρων που έκαναν θραύση στο Δυτικό Μέτωπο κι αργότερα αρχίσαμε να βουτάμε προσωπικά αντικείμενα άλλων ασθενών.
Δεν με αναγνώριζα. Κρυβόμουν όταν έρχονταν να με δουν οι δικοί μου. «Καμία βελτίωση», έλεγαν οι γιατροί.
Ούτε και η Ιζαμπέλε δέχτηκε ποτέ να συναντήσει τον πατέρα της. Ήταν πάμπλουτος και ισχυρός αλλά έμοιαζε κουρασμένος και φθαρμένος, με μια πληγή στην κοιλιά που στην πραγματικότητα ποτέ δεν έκλεινε εντελώς. Έφευγε πάντα με το κεφάλι ψηλά σαν να μην έτρεχε και τίποτε που η κόρη του για μια φορά ακόμη τον είχε απορρίψει.
Μου έκανε τεράστια εντύπωση πως στο θεραπευτήριο δεν είχαν καταλάβει απολύτως τίποτε για μας, για τις κλοπές, το σεξ στα όρθια ακουμπώντας στους κορμούς των δέντρων, τις κρυφές συζητήσεις, τις νοσηρές υποσχέσεις.
«Όταν θα βγούμε από εδώ μέσα προτείνω να κάνουμε μια ανταλλαγή. Ανταλλαγή φόνων. Εσύ θα σκοτώσεις τον πατέρα μου και εγώ όποιον μισείς. Αν θέλεις μπορούμε να σκοτώσουμε και κάποιον από τώρα. Δες το σαν ένα είδος πρόβας».
Συμφωνούσα κάθε φορά που έτεινε το χέρι της για επικύρωση ψάχνοντας να βρω ποιον μισώ πιο πολύ, ήθελα να της πω «αυτόν να σκοτώσεις», αλλά τελικά μου ήταν περισσότερο εύκολο να πω τι μισώ πιο πολύ. Εκεί, είχα μια ολόκληρη λίστα.
Όταν μερικά χρόνια αργότερα θα συναντούσα την άσπιλη, αγνή κι αμόλυντη Άλις, ντυμένη σεμνά με βυσσινί βελούδο φόρεμα, θα κατανοούσα τη σημασία εκείνων των συζητήσεων.
Φυσικά δεν της μίλησα ποτέ για την Ιζαμπέλε, δεν θα είχε νόημα, καμιά αξία, σκέφτηκα. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν ήξερα πώς να μιλήσω για αυτήν. Ούτε και μπορούσα να τα πω όλα.
Γιατί τον φόνο τον αποπειραθήκαμε. Ορμήσαμε σε αυτόν παράλογα χαρούμενοι, λυσσασμένοι για μια τέτοια εμπειρία. Κάθε μας κίνηση είχε κάτι το ασυγκράτητο, σαν όλη μας η ζωή να είχε ρυθμιστεί έτσι για μια τέτοια πράξη, για μια σοβαρή παραβίαση μιας ηθικής κόκκινης γραμμής σε έναν κόσμο που είχε πλήρως καταρρεύσει.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας φόνος χωρίς αιτία, από πλήξη, θυμό, εκδίκηση, παροξυσμό, ένας φόνος που θα ήταν ακατανόητος αν τελικά ο δυστυχής βοσκός που επιλέχθηκε για να γίνει το θύμα μας έπεφτε πράγματι νεκρός, αν η επίθεσή μας ολοκληρωνόταν, αν εκείνος δεν ήταν τόσο δυνατός, δεν είχε δει τόσα πολλά στα χρόνια που προηγήθηκαν, εάν δεν είχε περάσει με τα πόδια από τη Γερμανία στην Ελβετία μαθαίνοντας και τα πιο στυγνά κόλπα της επιβίωσης, σκοτώνοντας ακόμη και ζώα με τα ίδια του τα χέρια προκειμένου να κρατηθεί στη ζωή.
Δεν είχαν καταφέρει να αποδείξουν πως πράγματι ήμασταν εμείς οι δράστες της επίθεσης στον βοσκό. Βαθιά μέσα τους, ωστόσο, το ήξεραν πως ήταν δικό μας έργο. Γινόμασταν ολοένα και πιο περίεργοι, βυθιζόμασταν ολοένα και περισσότερο ο ένας μέσα στον άλλο, απομακρυνόμασταν ολοένα και περισσότερο σε ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως περιβάλλον.
Μας έδιωξαν με τις κλωτσιές από το θεραπευτήριο, αδιαφορώντας ακόμη και για τα χρήματα των μπαμπάδων μας που έπεφταν κάθε μήνα. Έκριναν πως αποτελούμε δημόσιο κίνδυνο. Εκείνη την πήραν σηκωτή, την έβλεπα ενώ την έχωναν μέσα σε ένα μεγάλο αυτοκίνητο. Το ίδιο έγινε και με μένα.
Έτσι βρέθηκα και πάλι στο παιδικό μου δωμάτιο, να βλέπω τους υάκινθους στη ζοφερή ταπετσαρία, αναπολώντας εκείνη την άγρια ελευθερία, τη ζωή δίπλα στην Ιζαμπέλε με το ταραγμένο μυαλό.
Ο πατέρας μου δεν έκανε σχέδια για άλλα θεραπευτήρια.
«Ας σε θεραπεύσει η ζωή», είπε και κανόνισε να εργαστώ ως ανώτερος υπάλληλος σε υπουργείο, το οποίο σε λίγο θα αποδεικνυόταν κρίσιμο και η θέση μου σε αυτό σημαντική. Γιατί εκείνο που φοβόμασταν ότι θα έρθει, ήρθε τελικά. Ένας ακόμη πόλεμος.
Η Άλις εργαζόταν στο διπλανό γραφείο. Ήταν όμορφη και ήσυχη σαν νεκρή, έκπληκτος με τον εαυτό μου της ζήτησα να με παντρευτεί και το ίδιο έκπληκτος την άκουσα να δέχεται. Δεν ήμασταν ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι ξένοι στον ίδιο γάμο, αν και εκείνη πίστευε στα αλήθεια ότι την αγαπούσα αλλά ήμουν πολύ μοναχικός, πολύ δειλός, πολύ άβγαλτος για να της το δείξω.
Φυσικά αντιλήφθηκα από το πρώτο λεπτό ότι είχε εραστή, όταν τον βρήκε. Δεν την παρεξηγούσα, μάλιστα τον γνώριζα, εγώ ήμουν εκείνος που της σύστησε τον Πήτερ Μος, ήξερα πως όταν έλειπα το έκαναν στο σπίτι μας. Δεν ξέρω τι μεσολάβησε και χώρισαν. Εκείνη από ένα σημείο και έπειτα μεταμορφώθηκε σε μετανοούσα Μαρία Μαγδαληνή, με την ενοχή να κατατρώει τις σάρκες της. Ποιος ξέρει τι θα τράβηξε στο πλευρό της ο Μος βλέποντάς την να γίνεται ωχρή, απόμακρη και εξουθενωμένη από την αναζήτηση παρηγοριάς.
Τι παράξενοι άνθρωποι! Έπεσαν ο ένας στον άλλον τυφλοί από το αιφνίδιο πάθος, αλλά οι ενοχές δεν τους άφησαν να το ζήσουν. Το πιο αστείο είναι ότι ήμουν εγώ το πρόβλημα, εγώ, ο ψεύτικος σύζυγός της, ο σιωπηλός, ο αδιάφορος, ο μισός. Δεν έκρυψα ποτέ αυτό που είμαι, εκείνη ήθελε να βλέπει σε μένα κάτι που ποτέ δεν υπήρξα και δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω. Έκανα πως κοιτώ από την άλλη πλευρά να τους δώσω χώρο για να με αφήσουν και μένα στην ησυχία μου.
Αλλά δεν με άφησαν. Κρυφά, σιωπηλά μου φόρτωσαν όλο το δράμα τους. Η Ευρώπη ήταν σπαρμένη με ερείπια, δεν είχε μείνει γωνιά για να ακουμπήσει να ξεκουραστεί κανείς και εκείνοι είχαν τον έρωτα τους πάνω από όλα. Πάνω από καθετί, σαν να μην είχε τίποτε άλλο σημασία.
Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν πως μετά τον πόλεμο οι άνθρωποι βρήκαν σχεδόν αμέσως το κουράγιο να ξαναχτίσουν τον κόσμο. Σκυφτοί, αμίλητοι, πράγματι έχτιζαν πάνω από τα ερείπια πόλεις χλωμές και σκληρές. Ήθελαν ένα σπίτι για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, γεννημένα σε νύχτες βομβαρδισμών, σε μέρες πείνας και στέρησης.
Η Άλις πέθανε από φυματίωση ένα γκρίζο πρωινό του Φεβρουαρίου στα 1949. Δεν πρόλαβε να δει τον καινούργιο κόσμο. Εγώ και ο Μος ήμασταν κοντά της όταν άφηνε την τελευταία της πνοή, ξεψύχησε κυριολεκτικά στα χέρια του, είδα τα δάκρυα του να κυλούν σαν ένα ασυγκράτητο ποτάμι. Για λίγο καιρό θα έλεγα πως καταφέραμε να φτιάξουμε ένα είδος φιλίας. Γυρίζαμε στις παμπ πίνοντας τη μια μπύρα πίσω από την άλλη, με ενδιάμεσες στάσεις σφηνάκια με ουίσκι ή τζιν. Ήμασταν διαρκώς μεθυσμένοι και δεν μιλούσαμε ποτέ για την Άλις. Κατά κάποιο τρόπο ήταν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.
Μετά έχασα τα ίχνη του, έγραψε δυο βιβλία εντελώς αλλόκοτα, βυθισμένα στο πένθος και μια αληθινά διεστραμμένη αίσθηση θρησκευτικότητας. Μου άρεσαν τα βιβλία του Μος, τον είχα καταλάβει καλά εκείνες τις μεθυσμένες μέρες του πένθους του. Στα 1954 διάβασα στους Times πως πέθανε και πως θα του απένειμαν μετά θάνατον ένα λογοτεχνικό βραβείο.
Ούτε ο Μος πρόλαβε να δει τον καινούργιο κόσμο να φτάνει. Ίσα που είχε προλάβει την αυγή του.
Όλο αυτό το διάστημα γύριζα μόνος και ταξίδευα πολύ, είχα αναλάβει πολλά στη δουλειά μου, ήμουν πλέον παλιός, με εμπιστεύονταν αναθέτοντάς μου τις σοβαρές εξωτερικές υποθέσεις. Έβλεπα τις προσπάθειες επινόησης όχι μόνο ενός νέου κόσμου, αλλά ενός νέου ανθρώπου. Είδα να υψώνονται συγκροτήματα κατοικιών, να φτιάχνονται δρόμοι, γέφυρες και εργοστάσια, θέατρα, σχολεία, νυχτερινά κέντρα. Τον Αύγουστο του 1961 ήμουν στο Βερολίνο όταν στρατιώτες έβαλαν τις πρώτες πέτρες για να ανεγερθεί το Τείχος.
Δεν μπορούσα να βγάλω την Ιζαμπέλε από το μυαλό μου. Μπορεί να τη γνώρισα στο ουδέτερο έδαφος μιας χώρας και ενός θεραπευτηρίου, μπορεί όταν τη συνάντησα να είχε ξεκινήσει την ιλιγγιώδη της πορεία στον κόσμο αλλά το Βερολίνο, τη γενέθλια πόλη της, την κουβαλούσε πάντα μαζί της, όπως ο πατέρας της την πληγή που του κατάφερε στην κοιλιά. Την κουβαλούσε σαν πληγή που ποτέ δεν έκλεινε.
Μερικές φορές θυμόμουν τα λόγια της μητέρας μου λίγο πριν πεθάνει:
«Χένρι, θυμάσαι εκείνο το κορίτσι στην Ελβετία με το οποίο κάνατε ένα σωρό τρέλες όταν ήσασταν παιδιά; Ξέρεις, κάποιος μου είπε ότι ολόκληρη την οικογένεια της την εκτόπισαν σε στρατόπεδο. Δεν ήξερα πως ήταν Εβραίοι».
Φυσικά ήξερα πολύ καλά το βάθος και το βάρος της λέξης «εκτοπισμός». Δεν ήμουν κανένας άσχετος όπως η μητέρα μου, που πέρασε όλη τη ζωή της κλεισμένη σε πύργο, σύζυγος πλούσιου γαιοκτήμονα.
Τα ταξίδια μου στις γερμανικές πόλεις ήταν πλέον πολύ πυκνά. Προσπαθούσα όσο μπορούσα να αποφύγω το διχοτομημένο Βερολίνο που μου προκαλούσε μια μελαγχολία, την οποία δεν μπορούσε να γιατρέψει καμιά μπύρα, κανένα ουίσκι ή τζιν, κανένα κορίτσι σε σπίτι, καμιά διασκέδαση. Ολόκληρη η πόλη μου θύμιζε ένα γραφείο τελετών στο χωριό μου, όπου μέρα νύχτα έκαιγε ένα θαμπό φως και ο ιδιοκτήτης πηγαινοερχόταν από το μπροστινό μέρος του καταστήματος σε ένα μυστικό πίσω μέρος, στο οποίο πάντα η πόρτα ήταν κλειστή. Φανταζόμουν πως έκανε εκεί μέσα τρομερά πράγματα.
Προτιμούσα την αλήτικη ζωή ενός λιμανιού, όπως ήταν το Αμβούργο. Στα τέλη του χειμώνα του 1962 κυκλοφορούσε ήδη από καιρό η φήμη για κάτι νεαρούς Εγγλέζους, οι δύο από το Λίβερπουλ, που κάθε βράδυ τα έδιναν όλα πάνω στη σκηνή παίζοντας μια μουσική που μπορούσε πραγματικά να σε τρελάνει. Ήθελες να σηκωθείς, να χορέψεις ξέφρενα, σαν κάθε μέλος σου να έχει τη δική του ανεξάρτητη ζωή, να ουρλιάξεις με εκείνο το ουρλιαχτό που έρχεται από τα πιο μεγάλα βάθη.
Σε εκείνο το κλαμπ, το Star Club, κανένας δεν σε παρεξηγούσε. Εξάλλου σύχναζαν εκεί άνθρωποι κάθε ηλικίας και είδους. Παιδαρέλια που ήθελαν να το ρίξουν έξω, κυνηγοί ταλέντων, άνδρες και γυναίκες που λιμοκτονούσαν για λίγο σεξ και άνθρωποι σαν και μένα, ερείπια ψυχικά και σωματικά που τους είχε όμως μείνει μια κάποια περιέργεια για το παρακάτω.
Όταν μπήκα την είδα. Ήταν όπως πάντα ζαρωμένη σε μια γωνιά σαν να ήταν ο χώρος δικός της. Έμοιαζε να έρχεται από κάπου μακριά, από μια χώρα φανταστική όπου νεκροί και ζωντανοί ζουν μαζί, η οδύνη συνυπάρχει με την παράλογη πίστη για το μέλλον και έμοιαζε μικρή, αλλά την ίδια στιγμή και τεράστια, σαν να μην ήταν άνθρωπος αλλά ένα ανθρώπινο μνημείο, ένα σύμβολο, το όριο δυο κόσμων.
Με αναγνώρισε αμέσως σηκώνοντας ένα χέρι τρεμάμενο, απευθύνοντάς μου τον λόγο με τόση άνεση, που κάποιος θα πίστευε πως είχαμε να βρεθούμε μόλις από το προηγούμενο βράδυ.
«Χένρι, έλα να σου γνωρίσω τον Στιούαρτ*, παίζει εδώ με το συγκρότημα, αλλά μου λέει πως θέλει να τα παρατήσει για να γίνει ζωγράφος. Νομίζω πώς θα κάνει μεγάλη κουταμάρα. Τι λες και εσύ;»
*Ο Στιούαρτ Σάτκλιφ ήταν μέλος των πρώιμων Beatles, μουσικός και ζωγράφος. Πέθανε τον Απρίλιο του 1962 σε ηλικία 21 ετών.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η φωτογραφία είναι από την ταινία L’Amour à la mer (1964, σκην. Guy Gilles). Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]