Συνάντηση, όλα τα πρωινά του Σαββάτου, στο Πόλις Αρτ. Οι συνεργάτες του περιοδικού Φρέαρ, τον παλιό καλό καιρό, πίναμε καφέ και κουβεντιάζαμε γύρω από τη Λογοτεχνία. Στην κεφαλή του τραπεζιού, τρόπος του λέγειν κεφαλή, ο Δημήτρης Αγγελής, διευθυντής του περιοδικού, συνάδελφος και ποιητής και, γύρω του, εμείς, φίλοι και συνεργάτες, μερικοί προβεβλημένοι πολύ περισσότερο από άλλους, όπως ο φίλος καθηγητής και μεταφραστής Γιώργος Κεντρωτής, ο φίλος πρέσβης και ποιητής Γιώργος Βέης, ο φίλος Λάκης Παπαστάθης, ο σκηνοθέτης τόσων ωραίων και σημαντικών ταινιών, ο φίλος του, γνωστός και αγαπημένος συγγραφέας, Γιάννης Κιουρτσάκης, που χρόνια πολλά εθήτευσε στη Γαλλία, ο φίλος και πολλά πλέον χρόνια παρεπιδημών στο Λουξεμβούργο, δοκιμιογράφος Νίκος Μηλιώνης, ο φίλος και συνάδελφος Γιάννης Κωβαίος, που γράφει ποιήματα και φωτογραφίζει την Ελλάδα, τα λουλούδια και τα όμορφα κορίτσια, κι άλλοι πολλοί και πολλές, όλοι και όλες εξαιρετικοί και εξαιρετικές…
Αλλά εγώ θα σταθώ στον πιο ωραίο της παρέας, τον Αντώνη Ζέρβα, τον άνθρωπο που ξεχώριζε με όλα του και για όλα του. Πρώτα πρώτα με την εξαιρετική εξωτερική του εμφάνιση∙ το ντύσιμο, το στήσιμο, το πώς σαν άρχοντας καθόταν στην καρέκλα, το πώς κρατούσε το τσιγάρο του. Μόνο με τους μεγάλους ηθοποιούς του Χόλυγουντ μπορούσε να παραβληθεί. Αλλά εκείνοι ήταν ηθοποιοί. Ο Αντώνης ήταν ο ίδιος η αλήθειά του. Και μετά ήταν και τα άλλα∙ το πώς μιλούσε, πώς έπαιζε στα δάχτυλα τα Γαλλικά, τα Αγγλικά και όλη την ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, την Τέχνη γενικά. Έγραφε παράξενα και δύσκολα, αλλά υποβλητικά και πόσα στρώματα ελληνικής γλώσσας, κάτω από την επιφάνεια της γραφής του, άφηνε να στέλνουν ανάσες από τον βυθό. Λεξιθήρας, αναζητούσε τη λέξη την ανύπαρκτη: «μάζευα λέξεις… όπως ο τραπεζίτης», και ο «ιεροφοιτητής με δαιμονοβλάβεια», «χωματότροφος», «λογοδίαιτος», με «γρατζουνιάρικη χαρά», με το «χταπόδι της γλώσσας», με την «ιδρωμένη ευτυχία», με τις λέξεις που «τσίριζαν δαιμονικά σαν τις παλιές κορδέλλες των ξυλουργείων. Δαιμονικά». Δεν είχε κάνει συμφωνίες με τον Άγιο, όπως ο συμπατριώτης του ο Μακρυγιάννης, αλλά με τον Δαίμονα, όπως και πολλοί ευρωπαίοι ομότεχνοί του που όλους τους είχε στο τσεπάκι.
Γεννήθηκε το 1953 στον Πειραιά, είχε ιδιοκτησίες στο Παγκράτι, ζούσε σε φίνο και υψηλού γούστου ρετιρέ στην Πατησίων, από την μπαλκονόπορτα του οποίου έβλεπε το όρος Αιγάλεω, όπως λέει στη συλλογή Στάση Λυσσιατρείου [Περί εκδιαιτήσεως, ήτοι το αυτοξερρίζωμα], αυτό το άγριο βουνό, «είτε με κατσίκες» παλιά, «είτε χωρίς» σήμερα, θηρίο ανήμερο και εξημερωμένο συγχρόνως, κυριολεξία και ετυμολογία, άγρια πέτρα, ήταν υποταγμένο στη ματιά του. Ο «Πάραλος» ο Αθηναίος, δηλαδή ο αφηγητής, δηλαδή ο αμφισβητητής κάθε κοινωνικής σύμβασης, ζει εκεί που κάποτε ο παππούς λάδωνε το ντουφέκι του· «έπρεπε να λαδώνει το όπλο για να ανταποκριθεί στον σκοπό του. Ελπίδα ήταν το επί σκοπόν». Κοιτάζεται στον καθρέφτη αναζητά την απάντηση στο ποιος είμαι. Το «γνώθι σ’ αυτόν». Μας ξαφνιάζει συνεχώς είτε αφορά τη μορφή του, «Απόψε είδα τη μορφή που δεν έβλεπα πως μου ανήκει, ο/ ίδιος ο εαυτός, όπως τον έκανα και όπως έγινε ακουσίως, / ενώ αποζητούσα έναν άλλο… Μα φίλος είχε προδικάσει: πρόσωπο ακόλαστου… Δεν καμώνεται /πως νίκησε τη φθορά, την κοιτάει και πάει μαζί της», είτε θυμάται εκείνο το ανέμελο αγόρι που έκανε ποδήλατο χωρίς χέρια, μοναχό κι ολόχαρο, ανάμεσα στις καλαμιές μιας έρημης δημοσιάς είτε ανακαλεί στη μνήμη εκείνην: «Την αγαπούσα πέραν της σοφίας της με όλες τις δευτερεύουσες προτάσεις του εξαρτημένου λόγου»!
Ο Ζέρβας με τη Στάση Λυσσιατρείου αναβάθμιζε στη συνείδησή μας την πάσχουσα περιοχή από τα δεινά που επέφερε η εξέλιξη… Θυμόσουν ποια ήταν, ξεχνούσες ποια είναι.
Σπούδασε στο Παρίσι Κοινωνιολογία της Λογοτεχνίας και στο Λονδίνο Αγγλική Φιλολογία. Έκανε δύο μεταπτυχιακές εργασίες, τη μία στα Άσματα της Πίζας του Έζρα Πάουντ και την άλλη στα Προβλήματα των ευρωπαϊκών πρωτοποριών του 20ού αι. Άρχισε διατριβή με τον Hernri Meschonnic με θέμα τη Μετάφραση ως δομική δύναμη στα Cantos του Πάουντ. Δεν την τελείωσε. Για ένα διάστημα ήταν Σύμβουλος Διευθύνσεως στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Δελφών, με δράση στον πολιτιστικό τομέα, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Από το 1984 εργάστηκε στο μεταφραστικό τμήμα της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ε.Ε. στις Βρυξέλλες. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1972. Έκτοτε έγραψε και δημοσίευσε περί τους σαράντα τίτλους βιβλίων, όπου το εγώ καλπάζει σαν άλογο καθαρόαιμο -«μελανός Αυθέντης», «Μαύρος Εφέντης»- «Καβάλλα» στους στίχους, στους μύθους, στις ιστορίες.
Στις μεταφράσεις του περιλαμβάνονται Αμερικανοί, Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί ποιητές, φιλοσοφικές και φιλολογικές μελέτες. Τα Άσματα της Πίζας ήταν υποψήφια για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Μετάφρασης το 1996. Ήταν τακτικός συνεργάτης της κυριακάτικης Καθημερινής και της κυριακάτικης Αυγής, πολλών περιοδικών όπως Πλανόδιον, Ίνδικτος, Νέα Εστία, Φιλολογική, που την ετίμησε σε θέμα σχετικό με τα νέα ρεύματα της λογοτεχνίας, και τέλος, σε μια σειρά που δεν έχει τέλος, του περιοδικού Φρέαρ, σκοπίμως επαναλαμβάνω.
Τα τελευταία χρόνια, τις πολυτελείς εκδόσεις των βιβλίων του είχε αναλάβει ο εκδοτικός οίκος Περισπωμένη του Σωτήρη Σελαβή, πλάι στη Ζωοδόχο Πηγή.
Ο Ζέρβας είχε έναν περίεργο χαρακτήρα. Ήταν ελεύθερος. Δεν αισθανόταν ότι θα μπορούσε κάτι να τον εμποδίσει να εκφραστεί, να οργιστεί, να επιτεθεί, να ορμήσει. Από την άλλη, ήταν σαν παιδί, «μια ενηλικίωση που μένει αγέραστη», γεμάτος τρυφερότητα και αγάπη για τους φίλους, γαλαντόμος, άνετος, ανοιχτοχέρης. Ο έχων δύο δίνει το ένα. Εκείνος είχε πολλά και έδινε πολλά. Ίσως όλα, αλλά με ένα γράψιμο που «επιρραβδοφορεί» (κλέβω τις λέξεις του).
Τον γνώρισα, λοιπόν, εκεί, στο Φρέαρ και μου έκανε εντύπωση, αλλά προηγουμένως του είχα κάνει εντύπωση εγώ, εν αγνοία μου. Όταν τον ξαναείδα, είχα ξεχάσει την πρώτη μας συνάντηση, ήταν στην παρουσίαση του βιβλίου Μελανθώ του κοινού μας φίλου Χρίστου Δάλκου –συζύγου της ποιήτριάς μας Τασούλας Καραγεωργίου. Ο Ζέρβας παρουσίασε, ανέλυσε, ανέπτυξε, διέπλεξε την ομηρική ηρωίδα με όλη την ευρωπαϊκή διανόηση. Ίδρωσε, ζήτησε ένα χαρτομάντιλο, του έδωσα όλο το πακέτο, μου είπε «Ευχαριστώ», αλλά εγώ δεν θυμήθηκα ότι τον είχα ξαναδεί. Τον ξαναείδα στη συνάθροιση του περιοδικού Φρέαρ: «Ανθούλα, με ξέχασες;», με ρώτησε. Τον κοίταξα με απορία, ενώ σκεπτόμουν «Μα πού τον έχω ξαναδεί;» και τότε άστραψε το πού και πώς και πότε. Από τότε δεν τον ξέχασα ποτέ. Βλεπόμασταν στο Φρέαρ, μου έδινε τα βιβλία του, βγήκαμε, με όλη τη γνωστή παρέα –Τασούλα και Χρίστος, Σάσα και Γιάννης, Ζωή και Νίκος, εγώ κι ο Στέλιος και άλλοι– σε ταβέρνες στην Παλιά Αθήνα. Φάγαμε, μιλήσαμε, τραγουδήσαμε και διασκεδάσαμε, τον κάλεσα στο σπίτι μου, βρέθηκε συμπατριώτης με τον σύζυγό μου τον Στέλιο, μοιάζανε γενικώς και στην κοψιά, μας κάλεσε για τη γιορτή του, ακολούθησαν οι κορωνοϊοί, ωστόσο, τον ξαναείδα όταν υπέγραφα τις Δεκαετίες μου –ήταν κι αυτός εκεί– και μετά χαθήκαμε…
Πριν λίγο καιρό, έλαβα ένα μήνυμα: «Ανθούλα, γιατί με ξέχασες; Φιλιά και στον Στέλιο». Του απάντησα αμέσως, του είπα πως μάθαινα από την Τασούλα και τον Χρίστο τα νέα του και του υποσχέθηκα πως θα πάμε να τον δούμε, δεν πήγαμε. Τον πήρα τηλέφωνο και μίλησα με την αγαπημένη σύντροφό του τη γλυκιά Τζούλη, ζήτησα να μιλήσω και μ’ εκείνον, αλλά εκείνος είπε με τα μάτια «όχι»∙ δεν μπορούσε να μιλήσει… Σε λίγες μέρες ο Χρίστος μας ενημέρωνε: «Έφυγε από την ζωή ο Αντώνης Ζέρβας» και τότε κατάλαβα πως, μόλις το αναμενόμενο και αενάως ενδεχόμενο πάρει τη θέση του τετελεσμένου, γίνεται αβάσταχτο, τότε σε σοκάρει και ρωτάς «γιατί», λες και υπάρχει απάντηση σ’ αυτό το «γιατί»…
Την ημέρα που λάβαινα το μήνυμα, «Ανθούλα, γιατί με ξέχασες; Φιλιά και στον Στέλιο», ανέβασε στο Fb του μια κριτική που είχα γράψει για ένα ποίημα του Γέητς, το οποίο είχε μεταφράσει και αγαπούσε. «Νόμιζα πως θα έγραφες πρώτα για το Ιπποτικό Μυθιστόρημα του Αριστείδη Κουτζοθεόδωρου μου είχε πει, επειδή μου είχε δώσει και τα δύο βιβλία μαζί∙ θα γράψω και γι’ αυτό του είπα, αλλά άργησα πολύ. Και τώρα, νιώθω μεγάλη συγκίνηση και ενοχές∙ θα πάω είπα, αλλά δεν πήγα, θα γράψω είπα, αλλά δεν έγραψα. Ούτε στην κηδεία, στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, στο Κολωνάκι∙ ήμουν εκτός Αθηνών. Ούτε φυσικά στον γενέθλιο τόπο του στο Ευπάλιο, όπου έγινε η ταφή, τόπο καταγωγής και του Στέλιου. Μικρός που είναι ο κόσμος. Σαν φυσαρμόνικα άνοιξε για μερικές νότες και ξαναέκλεισε. Έκλεισε το ακορντεόν και τα μάτια του Αντώνη… 3 Ιουνίου 2022.
Στα αφτιά μου ηχεί η φωνή του στο σαλόνι: Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι ο ανώτερος όλων… αυτή ήταν η αιτία που δεν επέλεξε τη διπλωματική καριέρα. Παρέμεινε μέχρι συνταξιοδοτήσεως στις Βρυξέλλες. Ήθελε να είναι εκεί που χτυπούσε η καρδιά της Ευρώπης∙ κοντά στο Παρίσι, κοντά στο Λονδίνο. Εκεί που σπούδασε. Ωστόσο αυτό που δεν έκανε ο ίδιος το έκανε η κόρη του, που τώρα είναι πρέσβης.
Ο Ζέρβας είχε πλούσιο έργο, περίπου σαράντα τίτλους, αλλά στο ελληνικό λογοτεχνικό περιβάλλον δεν ήταν και πολύ διαδεδομένο. Όπως έγραψε ο Κώστας Κουτσουρέλης «Κατά έναν τρόπο ο Ζέρβας είναι η πλέον άσημη διασημότης των γραμμάτων μας, ένας περίοπτος άγνωστος που ταράζει τον αναγνωστικό μας βίο των τελευταίων δεκαετιών… Την ίδια στιγμή, ο δημόσιος λόγος για το έργο αυτό, τα σχόλια, η κριτική είναι, για να το πω κομψά, φειδωλή. Όταν γίνεται συζήτηση συνολική για την ελληνική λογοτεχνία του καιρού μας, το όνομά του απουσιάζει. Και ενώ και οι πιο δύσκολοι αναγνώστες μεταξύ τους τ’ ομολογούν ότι πρόκειται για έργο πολυστρώματο, βαθιά προσωπικό, ιδιαίτερο, προς τα έξω αμηχανούν, όταν δεν σιωπούν αιδημόνως».
«Το όνομά του απουσιάζει», Ναι, γι’ αυτό ο Ζέρβας έπλασε μια ποιητική παραλλαγή που αφορά την περίπτωσή του: «Όλα τα σκάφη γράφονται στο νηολόγιο, εκτός από ένα, και μόνον ένα σκάφος εξακολουθεί να πλέει ανηολόγητο στον αιώνα».
Ο Χρίστος Δάλκος σκέπτεται ότι «Ἐὰν οἱ ὑποθέσεις τοῦ πνεύματος συνεχίσουν νὰ ἀπασχολοῦν τοὺς ἀνθρώπους τοῦ μέλλοντος –πρᾶγμα διόλου εὐνόητο καὶ αὐτονόητο– τότε θὰ σκύψουν ἐνδεχομένως πάνω στὰ πνευματικὰ πεπραγμένα τοῦ Ἀντώνη Ζέρβα, καὶ θὰ τοῦ ἀποδώσουν τὶς ὀφειλόμενες τιμὲς ποὺ ἡ συνωμοσία τῶν πνευματικῶν μετριοτήτων τοῦ ἀρνήθηκε» (Από τον Λόγο που εκφώνησε στην Εξόδιο Τελετή). Αν η «συνωμοσία» είναι λέξη που πέφτει βαριά, η επιφυλακτικότητα, ίσως, είναι επιεικέστερη, για κείνους που φοβήθηκαν να πουν μήπως και εκτεθούν… Ο ίδιος ίσως μας διευκολύνει: «κατάφερα να γίνω πιο Γάλλος απ’ τους Γάλλους, χωρίς να γίνω Γάλλος. Κανένας Γάλλος δεν με αναγνωρίζει για συμπατριώτη του. Μα ούτ’ εγώ αναγνωρίζω τους συμπατριώτες μου». Και οι συμπατριώτες του –γιατί τους εξεπέρασε αμέσως κι εξακολουθητικά; Γιατί δεν είναι σαν κι αυτόν;– αναγνωρισμένοι και μη, του το ανταπέδωσαν. Κι έτσι δεν ανήκει πουθενά. Και να και μία εκδοχή της «εκδιαιτήσεως» και του «αυτοξερριζώματος».
Καθόταν «στον κήπο του παλαιού Μουσείου με τα μισόγυμνα κορίτσια μες στο τουριστικό καλοκαιράκι … Για δες! Τα τρόλεϋ είναι σχεδόν ίδια. Θα πρέπει να ξαναμάθει τάχα τα ονόματα των οδών; Οι επιβάτες όλοι ξένοι, σαν κι αυτόν που πίστευε στο σόι, στη γλώσσα, στη φυλή». Θα άξιζε μια στάση εδώ στο Λυσσιατρείο… για να δούμε τι από το σόι, τη γλώσσα, τη φυλή έχει περισωθεί. Αν κανείς συλληφθεί στην απόχη της γλωσσικής Βαβέλ θα απογοητευθεί από την κυρίαρχη πολυχρωμία και τον εξωτισμό. Αν ανατρέξει στα Άκτα και τα Sripta του Ζέρβα θα βουλιάξει στην βυθοκυματοδρόμα ρίζα του. «Η στάση μας απέναντι στη γλώσσα καταδεικνύει λαό στερημένο φαντασίας», γράφει.
Και δεν θα μας λυπηθεί. Θα μας κατακεραυνώσει: Ζούμε «εκ του τίποτε προς το τίποτε μέσω του νοήματος που σώζει το τίποτε». «Η αρρώστια είναι η αλήθεια. Ποιος ζει με την αλήθεια; Η αλήθεια είναι για να λέγεται. Όποιος τη βλέπει πεθαίνει». «Η ζωή ξεφουσκώνει μέσα μου μαζί μ’ ένα νόημα της Ελλάδας».
Τώρα πια, το σώμα του αναπαύεται κοντά στους βιολογικούς προγόνους του, στο Ευπάλιο, και αφομοιώνεται από την αιωνιομηδαμινότητα, το πνεύμα του όμως –επειδή scripta manent και ο ίδιος υπήρξε Σκριβάς– περιφέρονται στην αιωνιότητα…
Αν ο Γκλαζουνόφ χρειάστηκε να ακούσει δέκα φορές τη Βαλκυρία του Βάγκνερ για να αποφανθεί ότι τελικά του άρεσε, όπως μας θύμισε ο Κώστας Κουτσουρέλης και τον ευχαριστούμε για το εμβριθέστατο και περιεκτικότατο, με όλους τους υπερθετικούς σημαντικότατο κείμενό του στο Νέον Πλανόδιον, οι κοινοί αναγνώστες θα χρειαστούμε περισσότερες αναγνώσεις και ίσως μπορέσουμε να πούμε κι εμείς για το έργο του Αντώνη Ζέρβα: «τελικά κατάλαβα τα πάντα. Και τότε μου άρεσε πάρα πολύ». Αλλά ακόμα κι αν δεν κατάλαβα τα πάντα και πάλι μου αρέσει πολύ.
Αντώνη Ζέρβα, Αριστείδη Κουτζοθεόδωρε, παραμένει εκκρεμής η υπόσχεση να διαβάσω το Ιπποτικό μυθιστόρημα σου, πότε; Για σένα, βέβαια, δεν έχει σημασία πια, εγώ όμως πρέπει να βιαστώ… Σ’ ευχαριστώ που με θυμήθηκες και πια δεν σε ξεχνώ…
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]