Ι.
Το μικρό αυτό κείμενο δεν θα είχε γραφτεί ποτέ, αν δεν είχα ν’ αντιμετωπίσω ένα τελεσίγραφο (του εκδότη) κι ένα διακύβευμα (την φιλία του). Αλλά σκέφτομαι πάλι ότι έτσι βρέθηκα αίφνης στην καρδιά του προβλήματος: ο ποιητής, κάθε ποιητής, βαδίζει κατάμονος και αδικαίωτος πάντοτε έναντι των προθέσεών του μέσα στην Απειλή, μέσα σ’ αυτό το δυνητικό πένθος που είναι ο χρόνος, μέσα στην τραγική αντίφαση που είναι η αθωότητα της οίησής του, και τελικό διακύβευμα δεν είναι ούτε η αναγνωστική του επάρκεια ούτε οι στρατευμένες φαντασιώσεις του, αλλά η ίδια του η ψυχή, η απαρηγόρητη και μυθοδίαιτη μαζί: εκείνο το φεγγαρόφωτο που τον πόνεσε το βράδυ της ερημιάς του, οι ανεπίδοτες επιστολές της πτώσης του που φύλαξε αφανέρωτες στο συρτάρι, οι εκούσια ολέθριες συγκρούσεις του με τους δονκιχωτικούς ανεμόμυλους… Ποιητής γίνεσαι απ’ αυτή τη συσσώρευση των ανεπούλωτων μέσα πληγών –πληγών της μνήμης, βέβαια– από την ενατένιση και την εσωτερίκευση των διαδοχικών θανάτων που σου προξενούν τ’ αργά τους πλήγματα. Γι’ αυτό και στην εποχή μας η παντοδύναμη μηχανή της Ιστορίας, απωθώντας από τη συνείδηση τις μελαγχολικές καταδύσεις στο αρχείο της μνήμης και τον θάνατο, εξορίζει την ποίηση στο περιθώριο, στις παρυφές του ανεπτυγμένου κόσμου. Η σύγχρονη ποίηση έχει γίνει σταδιακά ένα αδιάφορο, μη βιωματικό, διακειμενικό παιχνίδι ή, υποκύπτοντας στον καταιγιστικό δυναμισμό του παρόντος, αβαθής καταγγελτική στιχοπλοκία, ραπ μουσική ευφυολογημάτων. Η εισβολή του αμερικανικού χρόνου στη ζωή μας καθιστά τον ποιητή ακόμα πιο ευάλωτο και ξένο μέσα στον κόσμο, γιατί ο χρόνος του είναι άλλος, δεν συμπορεύεται με την fast food αντίληψη του αποενοχοποιημένου ηδονοθηρικού καταναλωτισμού.
Και φτάνουμε μια μέρα, κουρασμένοι από την περιπλάνηση σε δύσβατα μονοπάτια, στο αποκαλυπτικό ξέφωτο των λέξεων –που είναι το ποίημα– μόνο και μόνο για να φωνάξουμε ότι επιτέλους εννοήσαμε: «πάροικος εγώ ειμι παρά σοι και παρεπίδημος καθώς πάντες οι πατέρες μου». Πως τη ματαιότητα/ αυτήν, αυτήν μόνο αγαπήσαμε…
ΙΙ.
Στην ξέφρενη ροκ εποχή της εφηβείας, που υπάρχεις ακραίος και ριψοκινδυνεύεις αναίτια τη ζωή που σου δόθηκε σε θορυβώδεις τελετές μοτοσυκλέτας, έμαθα μ’ άλλους δυο φίλους την ποίηση μέσα απ’ την ανθολογία των υπερρεαλιστών του Γκοβόστη και τα ποιήματα του Σεφέρη στην αρχή, ύστερα προστέθηκαν ο Ελύτης κι ο Παπαδίτσας, ο Λειβαδίτης, ο Ασλάνογλου, κι οι άλλοι. Ατέλειωτες συζητήσεις μέσα σε σύννεφα καπνών από τσιγάρα και κύματα ζάλης αλκοολικής, φωτογραφικές εξορμήσεις σε περιοχές που ήταν για μας ακόμη αχαρτογράφητες, αποδοχή κάθε πρόκλησης για φυγή (επιβιβαζόσουν, για παράδειγμα στο πρώτο τυχαίο λεωφορείο, χωρίς να γνωρίζεις τον προορισμό του, μόνο και μόνο επειδή έτυχε ν’ ανοίξουν οι πόρτες του μπροστά σου), μεταμεσονύχτιες συνωμοτικές ανταλλαγές επισκέψεων με θέμα μεγαλεπήβολα κι εξίσου ανέφικτα συλλογικά εκδοτικά εγχειρήματα, αυτοσχέδιες διανομές ρόλων στη μεγάλη σκηνή των αθηναϊκών δρόμων, κι όλα αυτά μες στη δικτατορία μιας εκκωφαντικής μουσικής που δεν σταματούσε ποτέ, κι έδινε σ’ αυτήν την αταξινόμητη ακόμα περισυλλογή στιγμών τον ρυθμό δραματικού βίντεο-κλιπ.
Λίγα χρόνια κι εκατοντάδες αποκηρυγμένα ποιήματα μετά, μπήκα στο μεγάλο σχολείο της Ευθύνης και τυπώθηκε το πρώτο μου βιβλίο, η Φιλομήλα, ποίημα ερωτικό, στο οποίο είναι εύκολα αναγνωρίσιμα τα ίχνη από την άγρια αθωότητα της εποχής. Ακολούθησαν το σκοτεινότερο Ένας ακόμη θάνατος, ένας πειραματισμός σε τέσσερα διαφορετικά είδη γραφής, το άνοιγμα στα Μυθικά νερά με οδηγό την Ιλιάδα, και ως φυσική συνέχεια, τελευταία, η Επέτειος.
Αν διακρίνει στα ποιήματα αυτά κανείς μια εμμονή στο θέμα του θανάτου, τούτο δεν συμβαίνει ούτε προγραμματισμένα ούτε επειδή είμαι φύσει απαισιόδοξος• είναι απλώς θέμα βιογραφίας. Ξεφυλλίζω άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες και πέφτω διαρκώς πάνω σε πρόσωπα που λείπουν. Κι όμως είναι σα να χουν φύγει μόλις χθες, όπως όλες οι διαβατάρικες στιγμές που μάταια πασχίζει να διασώσει αυτό το κείμενο. Στη διαδοχή των μελαγχολικών επετείων του προσωπικού μου ημερολογίου, τα ποιήματα δεν είναι τα καβαφικά λήθης φάρμακα, αλλά στηθάγχη και ελπίδα: «πως λιγοστεύοντας θα ‘ρθει πιο γρήγορα ο καιρός/ που θα ξαναβρεθούμε». Με τους χαμένους φίλους κι εκείνη την εκδοχή του εαυτού μου τότε που…
[Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πάροδος, 2009. Ο πίνακας είναι του Πωλ Σεζάν.]