Η ηχώ των ανθρωπίνων επιτευγμάτων πλαταίνει, όσο οι άνθρωποί τους συρρικνώνονται από τη δύναμη αυτών. Λέγεται ότι κανένας πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ και ότι η καντιανή «αιώνια ειρήνη» είναι περισσότερο παραμύθι ενηλίκων, παρά μια ιδέα εφαρμόσιμη. Όταν ακούμε τη λέξη «πόλεμος», αυτομάτως τηλεμεταφερόμαστε σε ένα πολύνεκρο πεδίο μάχης, όπου οι δύο κόσμοι, η φύση και ο πολιτισμός, σε αίσχη παρεκτρέπονται εκκολάπτοντας στα έγκατα ένα γένος υβριδικό, πρωτόγνωρο, που με τη σειρά του θα διαιωνιστεί σ’ έναν πόλεμο μεταγενέστερο. Η ζωή ξεκινάει από το χάος και αναγεννάται σε ένα χάος διευρυμένο, όταν δυσαρμονικά και βίαια αυτή διακοπεί.
Ο άνθρωπος από βρέφος εκπαιδεύεται σε αυτό το χάος και στη διεύρυνσή του προκειμένου να σκληραγωγηθεί, ώστε να σκληραγωγήσει με τη σειρά του άλλους νεοφερμένους. Τα πολεμικά παιχνίδια γίνονται πολεμικές πραγματικότητες και τέτοιες πραγματικότητες σπανίως θωρούνται ως παιχνίδια. Τα στρατιωτάκια ακούνητα μέρα ή νύχτα πίνουν Red Bull για να πετάξουν και να κόψουν γειτονικά φτερά. Όταν ακολουθείς τυφλά τέτοιου είδους εντολές, τυφλώνεις το μικρό παιδί που κρύβεις μέσα σου κι όταν επιθυμήσει να βγει έξω θα σε κατηγορήσει για όλα. Οι κατηγορίες ενός μικρού παιδιού είναι πιο θανατηφόρες από νάρκες και διαταγές ναρκισσιστών. Το ίδιο και οι πληγές εκείνες που αφήνουν τα ρούχα ακηλίδωτα.
Ανέκαθεν ο πόλεμος χωριζόταν σε δύο κατηγορίες, τους εξωγενείς και εσωγενείς, ή αλλιώς τους ορατούς και αόρατους. Η πρώτη κατηγορία, όπου ο εχθρός βροντοφωνάζει το σκοτάδι, είναι οικεία σε κάποιους, ενώ η δεύτερη, όπου ο εχθρός το καλεί σιγανά, είναι οικεία στον καθένα μας. Από τη μία, εξοντώνεται το κουφάρι του ανθρώπου, ενώ από την άλλη η ψυχή του. Η κάθε μορφής αποστασία από το κέντρο μας, το εφαπτόμενο σημείο των δύο ομόκεντρων κύκλων του απείρου με το σύμβολο του οχτώ, η εναρμόνιση δηλαδή ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα που φέρνει την ισορροπία, θεωρείται πόλεμος, διώχνοντας τον άνθρωπο από τα χρεωμένα διαμερίσματά του και οδηγώντας τον στην πλατωνική του σπηλιά, όπου δεν υπάρχει το βάρος των λογαριασμών της ΔΕΗ, αλλά αυτό των καρμικών λογαριασμών. Οι τόκοι των ψευδαισθήσεων είναι υπέρογκοι και η εξόφληση χρονοβόρα και επίπονη.
Μια εσωτερική διαμάχη όμως μόνο ψευδαίσθηση δεν είναι, παρά προειδοποίηση ενός επερχόμενου κινδύνου. Σε αντίθεση με τις εμφανείς πληγές, ο πόνος εδώ μπορεί να παραμείνει σιωπηλός από τον ψίθυρό του έως την ωρυγή του. Η ορατότητα όλου του εύρους της ανοιχτής πληγής μόνο στον τραυματία, κάνει τον γιατρό θεατή και τον τραυματισμένο κύριο ή έρμαιο της τύχης του, αναλόγως της δράσης ή αδράνειάς του. Ακριβώς σ’ αυτό έγκειται και η βασική διαφορά των ορατών και αόρατων πολέμων, στο φαίνεσθαι, στην περίοδο επώασης και στον υπολειπόμενο χρόνο. Το αίμα σοκάρει και σε κάνει να βιάζεσαι, ενώ η επιφανειακή απουσία του καθησυχάζει και σε καθυστερεί. Οι εσωτερικές αιμορραγίες ως γνωστόν είναι οι πιο επίφοβες. Γιατί, όμως, ενώ γνωρίζουμε την ισχύ του φαινομενικά ανύπαρκτου, προσποιούμαστε την ανυπαρξία του; Κάτι που χτυπάει στο μάτι αναγκαστικά εκτίθεται στο κοινό, δικάζεται και, εν μέρει, λόγω των διισταμένων απόψεων, καταδικάζεται. Κάτι που φαίνεται στο τρίτο μάτι όμως, γλιτώνει τις περισσότερες φορές την κοινή θέα. Το τι θα πει ο κόσμος τρομάζει ενίοτε χειρότερα από το φανερό αίμα, το οποίο υπενθυμίζει τη θνητότητα του ανθρώπου. O άνθρωπος πάντοτε ήθελε να πηγαίνει κόντρα στην εύθραυστη φύση του με το να είναι και να μοιάζει υπερήρωας και όσο δεν βλέπει αίμα, θα συμπεριφέρεται σαν να μην υπάρχει.
Οι εποχές όσο τρέχουν σαν άλογα μες στον ιππόδρομο του χρόνου, η ανθρωπότητα τρέχει σαν ρομπότ που τείνει να ξεχάσει το είδος της και ό,τι συνεπάγεται με αυτό. Στην εποχή δε της τεχνολογικής έξαρσης, όπου τα πάντα αλληλοσυνδέονται, το σκοτάδι δεν γίνεται να μένει σε λήθαργο, αποσυνδεδεμένο, παρά να απλώνεται και να εξελίσσεται με προσθήκες ρηξικέλευθες, διατηρώντας στις ρίζες του την ταυτότητά του. Συνεπώς, τι μπορεί να οριστεί ως πόλεμος σε μια εποχή που το φως, είτε χρυσοπληρώνεται και ακριβαίνει, είτε κακοποιείται και φθίνει;
Η συνεχής ασυννενοησία με τον άνθρωπο που βάπτισες ως «έτερον ήμισυ» παραμένοντας πάραυτα σε πλεύση κοινή και η συνεχής ασυννενοησία με το αυθεντικό σου άλλο μισό, τον εσώτερο εαυτό σου, που βάπτισες ως αντίπαλο παραμένοντας πάραυτα σε πλεύση διαφορετική,
η άπλετη μοναξιά σ’ έναν επίσης άπλετο πληθυσμό ή στη μονάδα,
–το βάθος των ανθρωπίνων σχέσεων εξαρτάται πλέον από το πόσο δυνατό ή ισχνό είναι το σήμα του wifi και η ποιότητα της αξίας του καθένα από την ανάλυση της οθόνης του κινητού του. Τα φιλιά και οι αγκαλιές έχουν τη μορφή πίξελς και τα πίξελς τη μορφή ανθρώπου. Άραγε, εάν όλοι μας βρεθούμε ξαφνικά σ’ ένα μέρος δίχως ίντερνετ, θα θυμόμαστε πώς μοιάζει η (αυτο)αγάπη και εάν θυμηθούμε έστω, κατά πόσο θα την επιλέξουμε αυτούσια; Γιατί κάτι μου λέει πως πάλι με πίξελς θα την πλάσουμε καθώς και ό,τι συνιστά το γέλιο ή το δάκρυ που είναι όλη η ζωή-,
η πεζότητα της καθημερινότητας με την απουσία ερωτικής ποίησης και ποιητικού έρωτα –ο κόσμος σφύζει από πλαστικό, υαλουρονικό, σιλικονούχο, παρακατιανό τείνοντας η ζωή να γίνει το πιο κακόγουστο πεζογράφημα της σύγχρονης λογοτεχνίας,
η έλλειψη συμπόνιας και η υπερβολή εγωκεντρισμού ως πιθανό περίττωμα της πάλαι ποτέ πεποίθησης πως ο ήλιος γυρίζει γύρω από τη γη. Βέβαια, η ηλιοκεντρική θεωρία έχει αποδειχτεί περίτρανα. Το αίσθημα της ανθρωπιάς όμως, γιατί είναι ακόμα υπό πειράματα;
Πόλεμος είναι το σύνδρομο του βραστού βατράχου μπρος σε ένα σύστημα, που ενδιαφέρεται παραπάνω για τα γκρο πλαν του, παρά για την ασφάλεια και την ευημερία του λαού του. Το ψαλίδι κόβει και η σαμπάνια βρέχει την κάθε κόκκινη κορδέλα στην είσοδο μιας αγαθοεργίας, όπου για έξοδό της έχει ακόμα μια άλλη. Οι παρανομίες συγκαλύπτονται πάντοτε με λίγο παραπάνω κραγιόν, αφήνοντας στάμπες στα χείλη που δεν προτιμούνται. Το πλήθος υποδέχεται τον φιλεύσπλαχνο ηγέτη του ως άλλον Χριστό με βάγια, ζητωκραυγάζοντας «Ωσαννά». Ο άνθρωπος θυμάται περισσότερο αυτό που βλέπει και ξεχνάει αυτό που διαισθάνεται. Έτσι, πίσω από την κουρτίνα, ο κάθε τόπος καταλήγει να γεμίζει με απατημένους και ηγεμόνες εν τέλει που κανονίζουν πιθανές ημερομηνίες λήξης των πρώτων. Αυτή η παύλα ανάμεσα σε δύο χρονολογίες είναι το φετίχ τους, πέρα από το στήσιμο κομπίνων σε αποθήκες νυχτερινών κέντρων, συνοδεία πάντα καλού ποτού και γυναίκας για να βρέχονται λαρύγγια και τεστοστερόνες. Το περιρρέον χρήμα άλλωστε, που πλένεται και ξεπλένεται πάνω στις πλάτες του πολίτη, πάντοτε έχει κέρδη εγγυημένα για τον κάτοχό του.
Το σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι πόλεμος μπρος στους εξουσιαστές και διαχειριστές αυτού του συστήματος, που αντιστάσεις και γνώσεις αποκρυφιστικές ναρκώνουν. Κάποιες κυβερνήσεις είναι σαν τη μόδα των video games, ήρθαν για να παγιωθούν, μέχρι τα αμφίβια να αντιδράσουν σε ό,τι άδικα βράζει. Στο κεφάλι των βατράχων κρύβεται η ελπίδα και όχι στα πόδια. Εκτός εάν το κεφάλι έχει γίνει πολτός από οτιδήποτε ψηφιακό και σαδομαζοχιστικό. Τότε, ναι. Ο πολτός ας χρησιμοποιηθεί καλύτερα στις σάλτσες μαγειρικής.
Πόλεμος είναι όλες εκείνες οι ταμπέλες που φοράει με το ζόρι οποιαδήποτε πράξη ή σκέψη αντιτιθέμενη είτε στην εκκεντρικότητα, είτε στον καθωσπρεπισμό, δεχόμενη εύσημα και αυστηρές κυρώσεις αντιστοίχως. Χαθήκαμε στις ταμπέλες, στο σχήμα και τη μορφολογία τους και ξεχάσαμε την ουσία, να διαβάζουμε και να ερμηνεύουμε σωστά τα σήματα. Ποιος είναι τελικά ποιος σ’ αυτόν τον κόσμο; Ποιος απ’ όλους είναι στ’ αλήθεια ο διανοούμενος, ο επικίνδυνος, ο ρατσιστής, ο ήρωας, ο λιποτάκτης, ο ελεύθερος, ο πετυχημένος;
Σε μια εποχή που σχεδόν τα πάντα μπορούν να εξηγηθούν, εμείς διανύουμε την εποχή του ανεξήγητου, όπου οι πύλες είναι ορθάνοιχτες και η ζωή στη γη δεν είναι παρά ένα κοπιάρισμα του «Truman Show».
Ο πλανήτης έχει φρακάρει από ένα μάτσο εξειδικευμένους με χίλια πτυχία και μείον χίλιους τρόπους συμπεριφοράς,
από οικογενειάρχες που μεγάλωσαν με τους λάθος ήρωες και πλέον μεγαλώνουν οι ίδιοι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση τη νέα φάρα ηρωποιημένων, όπου στην φαρέτρα τους κουβαλούν τα βέλη εκείνα, με τα οποία σκοτώνονται οι αληθινοί ήρωες,
–οι αιώνια ονειροπόλοι μέσα σ’ έναν κόσμο γεμάτο με θραύσματα ονείρων και ονειρώξεις, οι αιώνια ελεύθεροι μέσα σ’ έναν κόσμο γεμάτο με ελεύθερους πολιορκημένους, οι αιώνια αγαθοί μέσα σ’ έναν κόσμο γεμάτο με το αγαθό της ύλης αντί της αρετής,–
από αυτόκλητους γκουρού που σοφίες αναμασούν και εκδίδουν, γιατί αν δεν έχεις συγγράψει έστω ένα βιβλίο αυτοβελτίωσης δεν θεωρείσαι σοφός– η γνώση αντί να κατακτάται, γκουγκλάρεται και αντί να επικυρώνεται, αναμεταδίδεται με διαστρεβλώσεις-
και από ειρηνιστές με πακεταρισμένα βραβεία νόμπελ σε κούτες πυρηνικών όπλων, από ετερόκλητους γιόγκηδες που ανακάλυψαν τον Θεό μέσα τους σε δυο μόλις μήνες στην χώρα της πνευματικής επαγγελίας, την Ινδία και ως πιστοποιημένοι Θεοί πλέον διδάσκουν έννοιες λεπτεπίλεπτες όπως συνειδητότητα, κάθαρση, αυτοσυγκράτηση, αυτοπειθαρχία, αφύπνιση, –ενώ οι ίδιοι στα παρασκήνια ψάχνουν τους μεσάζοντές τους με τσιγάρα βαριά και ρούχα πανάλαφρα, γιατί η εναρμόνιση των εφτά τσάκρας είναι δύσκολη για έναν σύγχρονο Θεό– αλλά για να κατανοήσει τέτοιες έννοιες ο μαθητής εκείνος που σε λάθος χώρα ψάχνει τόσο καιρό τις απαντήσεις, (γι’ αυτό ακριβώς πληρώνει κι ένα σκασμό λεφτά –άλλωστε, ως γνωστόν τα λάθη πληρώνονται ακριβά), πρέπει να μάθει πρωτίστως την πιο βασική τεχνική, δηλαδή πώς βγαίνει η σωστή σέλφι κατά τον χαιρετισμό στον ήλιο, ώστε να αναδεικνύεται κομψά και η πόζα μέσα από το κολάν εφίδρωσης και αδυνατίσματος και οι διαφημιζόμενοι ηλεκτρολύτες αυστηρά βίγκαν εταιρείας, γιατί το υγιεινό από αναγκαίο και αυτονόητο έγινε μόδα παρωδική και πιασάρικη για ακολούθους στο ίνστραγκραμ. Η φούσκα της αρμονίας είναι μεγαλύτερη και από αυτή της τσίχλας «μπαμπαλού». Η ευτυχία έχει πλέον δεκάδες φίλτρα, η επιτυχία διπλώματα αναγνωρισμένα από κάποιον ιδιωτικό φορέα και ακίνητα στο airbnb και τα πρωινά της καθημερινότητας βιαστικούς χαιρετισμούς σε ψεύτικους ήλιους πριν τη δουλειά. Ποιοι απ’ όλους μάς ακολουθούν τελικά εκεί που πάμε και που ελάχιστοι γνωρίζουν; Αυτοί οι ελάχιστοι είναι ανάμεσα στους πιστούς ακολούθους; Και οι ήλιοι που μέσα μας βλάσταιναν τι απέγιναν, κάνουν «savasana»;
Πόλεμος είναι το σοκ σε πεπερασμένο χρόνο της συνειδητοποίησης της μη αξιοποίησης του πλήρους δυναμικού σου σε τότε χρόνο συμμαχικό, -τα ημιτελή ταλέντα, που δεν αξιοποιήθηκαν επαρκώς ή και καθόλου, αυτοτιμωρούνται με τον αφανισμό τους και ο άνθρωπος καταλήγει να είναι στη ζωή του ένα τίποτα, ώσπου να μεταβεί στο απειρότατο τίποτα για να είναι ξανά κάτι-,
οι διανοητικές, ψυχικές αποστάσεις με μηδενικές χιλιομετρικές,
–οι αγκαλιές πονούν δίχως αγάπη–
«Θυμάσαι τα μονογράμματά μας τριάντα χρόνια πριν, χαραγμένα με το κλειδί, στο ασανσέρ του πατρικού σου; Πώς ξέφυγε άραγε από τα χέρια μας τόση αγάπη..»,
και οι καταναγκαστικές χιλιομετρικές αποστάσεις με ψυχές σιαμαίες,
–η αγάπη μεγαλώνει κι άλλο με αγάπη, ακόμα και δίχως αγκαλιές–
«Θυμάσαι τα γράμματά μας με αλλοιωμένο, από την βιασύνη και τον έρωτα, γραφικό χαρακτήρα μας που γυρνοβολούσαν στα σοκάκια της Αθήνας και της Γκρενόμπλ; Πώς άντεξε άραγε στα χέρια μας τόση αγάπη…»
Πόλεμος είναι το τσαλαπάτημα των αξιών και των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων –η ύπαρξη διαμαρτύρεται φιμωμένη, μα ελεύθερα κλαίει,
αλλά και τα δύο είδη ελευθερίας που αυτομάτως προκύπτουν, η φαινομενική και η αποκεφαλισμένη, –το τρίτο είδος ή το απόλυτο, η ατόφια ελευθερία, ανέκαθεν ανύπαρκτη στις κοινωνίες, ίσως βρίσκεται στην αντίπερα όχθη, ακριβοδίκαια διανεμημένη τηρώντας καθετί νομοτελειακό-,
η απόσχιση του ανθρωπίνου γένους λόγω του χαρτονομίσματος, που με τη σειρά του αποσχίζεται από μια ολογραφική λωρίδα, –ενώ όλοι γεννηθήκαμε το ίδιο πλούσιοι και ικανοί κουβαλώντας μέσα μας το Θείο, καταντάει ο άνθρωπος μια λωρίδα, να δουλοποιείται και να φτωχοποιείται από το ίδιο του το επινόημα, όπου όσο μικρότερο, τόσο ισχυρότερο και όσο μεγαλύτερο, όπως το ατενές σύμπαν, τόσο πιο αδρανοποιημένο στο προσομοιωμένο εγκέφαλό του.
Πόλεμος είναι η λοιδορία και η οποιαδήποτε μορφή βίας, ακόμα και υπό μορφή χαριτολογήματος, γιατί το αίμα είναι σαν ένα πτώμα λησμονημένο και άταφο,
–πάντοτε βρωμάει στο τέλος, ώσπου να ανακαλυφτεί–,
αλλά και η θλιβερή παρουσία αίματος στο ίδιο σου το αίμα, που σε έφερε στον κόσμο και σε ανέθρεψε για να σε ευνουχήσει.
Πόλεμος είναι η εξύβριση του μεγαλειώδους, φυσικού κόσμου και η εξύμνηση του τεχνητού, τσιμεντένιου,
οτιδήποτε όμορφο, αθώο, ξέγνοιαστο τσιμεντώθηκε μέσα μας στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τι συμβαίνει έξω, με αποτέλεσμα να μεγαλώσουμε απότομα και άγαρμπα ξεχνώντας τι συμβαίνει μέσα,
η νωπότητα της εσωτερικής μας φλόγας, που βράχηκε σε κάποιον λάθος δρόμο και που από ντροπή ή φόβο παραμένει βρεγμένη και ανένδοτη για αναζωπύρωση, καίγοντας στο διάβα της πράσινα φύλλα αντί φύλλων κίτρινων και ξερόκλαδων,
η αμνησία της διαίσθησης και η κυριαρχία της στυγνής λογικής σχεδόν στα πάντα,
–τα φαινόμενα απατούν καταλήγοντας ο άνθρωπος να είναι συνεχώς απατημένος, ακόμη και χωρίς κανένα κέρατο,
η συγκαταβικότητα και η επίπλαστη ειρήνη με το μέσα μας σε κάθε μορφής κέρατο που μπορεί να δεχόμαστε, αρνούμενοι να κοιτάξουμε κατάματα την αλήθεια,
–οι καταστροφικότεροι πόλεμοι μερικές φορές είναι οι πιο ύπουλοι, καθώς μες στη σιωπή και την ήρεμη αταξία είναι που γεννιούνται τερατουργήματα και τα τερατουργήματα μισούν κάθε είδους αφύπνιση.
Στην τελική, πόλεμος δεν είναι μόνο το χακί, αλλά κάθε χρώμα που κηδεύεται παραλλαγμένο στα χαρακώματα, πίσω από χαμόγελα εξολοθρευτικά και χαμόγελα εξολοθρευμένα, κάτω από σανίδες λαβωμένων ουράνιων τόξων, ανάμεσα σε φίλους κι εραστές μαλωμένους, στις τσακισμένες για επανάγνωση σελίδες κύκνειων ασμάτων που είχαν προετοιμάσει επιμελώς το τέλος τους, μέσα σε σχολικές κασετίνες που είχαν προετοιμάσει επιμελώς την συνέχεια τους, -να γραφτεί η γνώση στο χαρτί με μολύβι και η κρυφή αγάπη στη γόμα με στυλό ανεξίτηλο, γιατί η αγάπη θα είναι πάντα ένα κρυφό σχολιό σε εμπόλεμες περιόδους. Όλα τα γράμματα της αλφαβήτου κρύβουν σκοτάδια και ομορφιές, μα στο γράμμα «πι» είναι που κρύβονται κτηνωδίες και θαύματα και στα θαύματα οφείλουμε να δίνουμε κάθε μέρα την προσοχή μας, όσες παρεμβολές και να υπάρχουν γύρω μας.
Ένα παιδί γεννιέται στο μετρό που έγινε καταφύγιο. Η μητέρα του το λάτρεψε πριν καν το κρατήσει και θα συνεχίζει να το λατρεύει επ’ αόριστον, ακόμα και αφού κρατηθεί η ίδια από τη δική της μητέρα ξανά, –σ’ αυτό το ξανά εμπεριέχεται η δύναμη και το κουράγιο για επαναπροσδιορισμό, επανάσταση και επανένωση με ό,τι καθάριο πάει να εκλείψει. Μια πεταλούδα πετάει πάνω απ’ όσους θα αντικρίσει για λίγες μόνο ώρες στη ζωή της, μα διδάσκει τέτοιο θάρρος κι ελευθερία που λίγες μόνο ώρες έχουν αντικρίσει στη ζωή τους. Ένα πεφταστέρι, εκατομμυρίων χρόνων νεκρό, λάμπει στο τώρα υπενθυμίζοντας πως το φως υπερισχύει της ύλης και σε φως μετασχηματίζεται η αγάπη για την πατρίδα, μια έννοια τόσο παρεξηγημένη και κακομεταχειρισμένη.
Γιατί πατρίδα δεν είναι αναγκαστικά η χώρα που εσύ ζεις, ενώ η ίδια ζει για χάρη των πατρίκιων που ράβονται σε οίκους μόδας, στέλνοντας τους πληβείους να ράβονται σε οίκους ανοχής. Πατρίδα είναι μια ιδέα, ένα όραμα, ένα συναίσθημα ασφάλειας, στοργής και ζεστασιάς σε αρκτικούς κύκλους της ζωής μας, είναι οι αναμνήσεις μας και όσους θεωρούμε οικογένειά μας, είναι ένα κομμάτι γης ή ένα κομμάτι φιλιού στο γένος ή στο στόμα που υπηρετεί κανείς με αφοσίωση, είναι τα ήθη και τα έθιμα που στριμώχνουμε στη θήκη του λάπτοπ και όλων των γκάτζετ κουβαλώντας τα μαζί μας, όσους τόπους κι εποχές κι αν αλλάξουμε, γιατί στο παραδοσιακό και τετριμμένο μερικές φορές μπορεί να είναι θαμμένες οι απαντήσεις που αναζητώνται μέσω της τεχνολογίας.
Πατρίδα είναι το μεράκι που έχει ο καθένας στην ψυχή του και όταν το εξωτερικεύει συναντά ατόφια την ευτυχία του, είναι η φωνή αυτή που σε σπρώχνει να προχωρήσεις μπροστά, όταν χάνεται η πίστη σου και πας για οπισθοχώρηση. Η πίστη είναι άλλο ένα θαύμα από τα σημαντικότερα, αν όχι το σημαντικότερο. Είναι αυτή που φτερά σού φυτεύει ανάμεσα στις πλάτες.
Γι’ αυτό σου λέω, άνθρωπε, πίστευε ακόμα κι αν όλα είναι εναντίον σου.
«..Πίστευε στον Ωρίωνα. Πίστευε στην νύχτα,
Στο φεγγάρι, στην πολυάνθρωπη γη.
Πίστευε στα Χριστούγεννα, στα Γενέθλια,
και στα Πασχαλινά κουνέλια.
Πίστευε σ’ όλους αυτούς τους φευγάτους
Συνδυασμούς της φύσης, που είναι όλοι τους
Καταδικασμένοι να χαθούν και να εκλείψουν.
Να είσαι πάντα αληθινός με τούτα.
Μην παρατήσεις ποτέ τούτη την άγρια
Θρησκεία για τις ματοβαμμένες, αφηρημένες του πολιτισμού
Έννοιες των καθαρμάτων που ζουν
Σκοτώνοντας εμένα κι εσένα.»
(Κένεθ Ρέξροθ, 1905-1982, Αμερικανός ποιητής).
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Susan Meiselas (1976). Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]