Αυτοπροσωπογραφία ενός βιβλίου
Σταύρος Σταυρόπουλος, Θα σε δω ξανά στο άδοξο τέλος, Σμίλη, Αθήνα 2022.
Είναι μάλλον υποχρέωσή μου να πω ότι αυτό το βιβλίο δεν είναι μια ποιητική συλλογή. Είναι λεπταίσθητες νύξεις για μια ποιητική συλλογή που ίσως δεν κυκλοφορήσει ποτέ, αλλά πάντα θα υπάρχει η ελπίδα να πραγματοποιηθεί. Είναι αφορμή για να ξεκινήσει μια συζήτηση για μια ποιητική συλλογή, ένα έργο, είναι ένα ειδικό σχεδίασμα στο πλαίσιο μιας ποιητικής συλλογής, αλλά δεν είναι ποιητική συλλογή. Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες – όσες και οι ποιητές – ερμηνείες για το τι είναι ποίηση. Ο καθένας έχει και από μια. Δεν θα ήθελα να προσθέσω κι εγώ τη δική μου. Το να γράφεις ποίηση ή ποιητικά σήμερα μοιάζει να έχει το ίδιο αποτέλεσμα με το να περιγράφεις σε ένα τυφλό τα χρώματα του ουράνιου τόξου.
Κάθε φορά που ξεκινάω να γράψω ένα καινούργιο βιβλίο ποίησης γνωρίζω ότι πρέπει να κάνω το ίδιο πράγμα: Να ξαναγράψω το ίδιο βιβλίο, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Πρέπει να το γράφω συνέχεια, την κάθε φορά αλλιώς. Το ίδιο βιβλίο. Όσες φορές και να το γράψεις, με την απειλητική παρουσία της απουσίας πάνω απ’ το κεφάλι σου, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο ανορθόγραφο. Αυτό ονομάζεται λογοτεχνία. Το «άλλο» που προσπαθείς να φτάσεις γράφοντας λέγεται ζωή.
Είναι επίσης υποχρέωσή μου να πω ότι όλα τα βιβλία αφηγούνται τη ζωή. Κυρίως όμως αφηγούνται την ανεπάρκειά τους απέναντι στη ζωή. Την αδιαμφισβήτητη υστέρησή τους. Το παράπονο τους που τελικά η ζωή συμβιβάστηκε σε βιβλίο, πήγε και χώρεσε μέσα σε κάτι άσπρες σελίδες χωρίς να μπορέσει να υπάρξει ως ζωή. Θα διατυπώσω εδώ κάτι που πιθανώς να εγείρει συζητήσεις: Πιστεύω ότι αυτά τα δυο – ζωή και βιβλίο – είναι διαμετρικά αντίθετα. Συναντώνται μόνον όταν το ένα νοσταλγεί το άλλο. Οι λέξεις είναι αυτό που μας άφησαν να έχουμε για να εκστρατεύουμε κατά της αφάνειας, οι μικρές μας διεκδικήσεις σε ένα αμυντικό πόλεμο που έχει εν πολλοίς κριθεί.
Όμως, δεν αρκούν. Εννοώ φυσικά ότι κανείς δεν θα έγραφε, αν πραγματικά ζούσε. Οι άνθρωποι που έχουν την ικανότητα ή την ευκολία να παρατηρούν γύρω τους – και όχι απλώς να κοιτάζουν – μετέχουν της ζωής με τους δυσμενέστερους όρους: ζουν για να γράφουν για τη ζωή. Για να την αναλογίζονται. Είναι προσομοίωση αυτό. Δυσκολία. Μπορεί και αναπηρία.
Έγραψα αυτό το βιβλίο για να μπορέσω να δω εν συνόλω τη λογοτεχνία μου σε μια διαδρομή 25 βιβλίων. Να μπορέσω να την κατανοήσω καλύτερα. Η αδυσώπητη πάλη του ποιητή με το ποίημα μου έδωσε την ευκαιρία να προβώ σε μια ανασκόπηση της μέχρι τώρα πορείας μου, με ένα ποίημα-ποταμό που χωρίζεται σε 22 ενότητες. Γραμμένο σε ρυθμό πυρετώδη –θαρρείς σαν σε ασκήσεις αναπνοής και με εμφανές το στοιχείο της διακειμενικότητας, αναπολώ, στοχάζομαι, συμπεραίνω, αποφαίνομαι για την ίδια την λειτουργία της λογοτεχνίας, πότε αγκαλιάζοντας την και πότε αμφισβητώντας τα δομικά υλικά της.
Το πρόσωπο της ποίησης φιλοτεχνείται εδώ σαν ένα γυναικείο πορτρέτο, στο οποίο ο ποιητής απευθύνεται διαρκώς σαν να ζητά εξηγήσεις. Το συναίσθημα αρδεύεται πολλές φορές ανεμπόδιστα, άλλες πάλι φορές συγκρατείται για να αφήσει χώρο στο υπερβατικό και το ανοίκειο. Στο τέλος, το τέλος είναι αναπόφευκτο.
Βρέθηκα να γράφω από μια ανάγκη να συνομιλήσω με αυτό το πρόσωπο, το πρόσωπο της λογοτεχνίας μου, για να εντοπίσω τη σημαντικότητά του. Γράφοντας, νομίζω πως το έφερα πιο κοντά. Αλλά και πιο μακριά, συγχρόνως. Τώρα πια ξέρω ότι τίποτα δεν υπάρχει, τίποτα δεν είναι πραγματικό. Ξέρω ότι όλα είναι νύξεις, πόζες, σχήματα στο κενό.
Όμως συνεχίζω να γράφω.
Η ερωτική σχέση που περιγράφεται εδώ, τα θραύσματά της ακριβέστερα, είναι μια σχέση οδύνης και σαν τέτοια πρέπει να ειδωθεί η σχέση του ποιητή με το ποίημα. Και εδώ συνεχίζεται ως ενεργή απουσία που καθορίζει και προσδιορίζει τις εξελίξεις. Είναι μια αβάσταχτη παρουσία αυτή η απουσία, μια πάλη ανάμεσα σε έναν ευάλωτο Ενεστώτα και έναν αδυσώπητο Παρατατικό που δεν έχει τέλος. Κάποια στιγμή ο Παρατατικός εξομοιώνεται με πραγματικό Ενεστώτα, ενθρονίζεται κυρίαρχος στο παρόν, και αυτό το παιχνίδι είναι ο έρωτας που συνεχίζεται με άλλο πρόσωπο και τελικά θριαμβεύει σε βάρος ενός ιδιωτικού χρόνου.
Ο έρωτας είναι ποίηση. Και η ποίηση δεν είναι κάτι που μπορείς να αφηγηθείς μόνο με λέξεις. Μπορείς να περιγράψεις την οδύνη της, την απουσία του εγώ, την πλάτη της καθώς φεύγει, αλλά πώς να αποτυπώσεις την αρμονία των δονήσεων που σου προκαλεί, πώς να αποκαλύψεις την ίδια της την ουσία; Χρειάζεσαι χρώματα, ρυθμούς, αναπνοές που να κόβονται. Είναι ένα πολύ ακραίο συναίσθημα για να αναζητήσεις, έστω προσωρινά, καταφύγιο. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να το ζήσεις.
Υπάρχει ένα ακόμα βασικό κλειδί που ξεκλειδώνει κάποιες μυστικές πόρτες στο Θα σε δω ξανά στο άδοξο τέλος και αυτό το κλειδί αφορά στην απεύθυνση που αλλάζει ρόλους και ιδιότητες διαρκώς, παραμένοντας πάντα στη θηλυκή του υπόσταση: Η λογοτεχνία. Η εποχή. Η γυναίκα.
Υπάρχουν σημεία που οι ρόλοι γίνονται δυσδιάκριτοι, δεν γνωρίζεις καν αν αυτός ο ιδιότυπος διάλογος είναι μεταξύ του αφηγητή και μιας γυναίκας ή του αφηγητή και της λογοτεχνίας του. Θεωρώ κι εδώ ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι που «χαϊδεύει» τη φαντασία και δίνει βήμα στον αναγνώστη να καταθέσει –κι αυτός με τη σειρά του– τη δική του ξεχωριστή εκδοχή. Που μπορεί να είναι εξίσου ενδιαφέρουσα ή ακόμη και πιο ενδιαφέρουσα από την συγκεκριμένη οπτική του ποιητή.
Άλλωστε στην ποίηση, όλα τα ακριβά πράγματα είναι ανακριβή.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Saul Leiter. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]